Ποιοι είναι οι Συρο-Ιακωβίτες;

  • Dogma

Μαζί με τον Ελληνορθόδοξο Μητροπολίτη Παύλο, έχει απαχθεί και ο αντίστοιχος Συρο-Ιακωβίτης. Πρόκειται για ενα χριστιανικό δόγμα που οι περισσότεροι συναντούμε για πρώτη φορά. Το DOGMA.GR αναζήτησε πληροφορίες σχετικά με το ποιοι είναι οι Συρο-Ιακωβίτες και σας τους παρουσιάζει.

Dogma Newsdesk

Μαζί με τον Ελληνορθόδοξο Μητροπολίτη Παύλο, έχει απαχθεί και ο αντίστοιχος Συρο-Ιακωβίτης. Πρόκειται για ενα χριστιανικό δόγμα που οι περισσότεροι συναντούμε για πρώτη φορά. Το DOGMA.GR αναζήτησε πληροφορίες σχετικά με το ποιοι είναι οι Συρο-Ιακωβίτες και τους παρουσιάζει.


Ο Συρο-Ιακωβίτης Μητροπολίτης Χαλεπίου που κρατείται μαζί με τον Ελληνορθόδοξο Μητροπολίτη Παύλο


ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Το ιδιαίτερο θρησκευτικό κίνημα μονοφυσιτικού χαρακτήρα των Ιακωβιτών ή Συριοϊακωβιτών ιδρύθηκε από τον Ιάκωβο Βαραδαίο (συρ. Burde’ana = Ο άνθρωπος με τα κουρελιασμένα ρούχα).3

Χαρακτηριστικό είναι ότι, αν και ο Μονοφυσιτισμός απέκτησε τους πρώτους οπαδούς του ήδη από την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), το μονοφυσιτικό σχήμα των Ιακωβιτών απέκτησε οργανωμένη μορφή μόλις το 542, έτος κατά το οποίο άρχισε την ιεραποστολική του δράση ο Βαραδαίος.4

Η ίδρυση της Εκκλησίας των Ιακωβιτών οφείλεται στη μορφή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδοσίου (535-566).5 Πολλές εκκλησίες Ιακωβιτών ιδρύθηκαν κατά καιρούς στη Μ. Ασία και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά οι τοπικές διαφοροποιήσεις δεν επέφεραν την αναμενόμενη στελέχωση της διοίκησής τους από γηγενείς ιερείς.

Ήταν Σύριοι μοναχοί οι ηγετικές μορφές της κάθε εκκλησίας σε κάθε τόπο. Οι Σύριοι αυτοί μοναχοί έφεραν μαζί τους στον νέο τόπο όπου θα διέμεναν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμά τους καθώς επίσης και την πνευματική τους κληρονομιά. Οι Σύριοι ιεραπόστολοι έφθασαν ως τα βάθη της Περσίας και της Κ. Ασίας προκειμένου να διαδώσουν την ιακωβίτικη διδασκαλία.

Παρά την εξάπλωση των Ιακωβιτών σε διάφορες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου, τα χωριά και τα μοναστήρια της Συρίας παρέμειναν τα πνευματικά κέντρα του εν λόγω μονοφυσιτικού κινήματος ενώ πολλοί από τους Ιακωβίτες επισκόπους διαβίωσαν σε ερημικές τοποθεσίες της συριακής γης παρά σε αστικά κέντρα.

Η Εκκλησία των Ιακωβιτών διατήρησε την ύπαρξη και λειτουργία της παρά την σασσανιδική και ισλαμική κατάκτηση.

Λόγω των συνεχών διώξεων που υπέστησαν δεν κατάφεραν να αποτελέσουν ένα ενιαίο σώμα, όπως συνέβη με τους μονοφυσίτες Κόπτες της Αιγύπτου. Ωστόσο διατήρησαν την ενότητά τους, αν και διασκορπισμένοι σε διάφορα εδάφη της Συρίας.

Ιστορία της ιακωβιτικής εκκλησίας

Ο Ιάκωβος Βαραδαίος, ο μονοφυσίτης επίσκοπος της πόλης της Εδέσσης (542/3) υπήρξε ο αναμορφωτής του δόγματος που στη συνέχεια ονομάστηκε ιακωβίτικου χριστιανισμός. Γεννήθηκε στην Τέλλα της Οσροηνής περίπου το 500 και πέθανε στο Κάσσιον, κοντά στα συροαιγυπτιακά σύνορα στις 30 Ιουλίου 578.6

Γνωστή προσωπικότητα προερχόμενη από τις τάξεις των Ιακωβιτών μοναχών της Περσίας υπήρξε ο Μαρουθάς (Marouthā), ο οποίος ανέπτυξε έντονη διοικητική δράση εντός της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Κατά το χρονικό διάστημα από το σχηματισμό της εκκλησίας των Ιακωβιτών μέχρι την αραβική κατάκτηση, οι Ιακωβίτες παρουσίαζαν την εικόνα μιας ουσιαστικά διάσπαρτης θρησκευτικής ομάδας η οποία δεν κατόρθωσε να αποτελέσει την εθνική εκκλησία της Συρίας.

Κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε το γεγονός της ισχυρής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου, αλλά και το ότι η Συρία ήταν περιοχή με πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα αναφορικά με την πληθυσμιακή της σύσταση και συνεπώς την πολιτισμική της οντότητα.13

Το Σχίσμα των Ιακωβιτών (13ος -15ος αι.)
Κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 13ου και τα τέλη του 15ου αι. η Ιακωβίτικη εκκλησία έζησε μια περίοδο έντονων αναταραχών οι οποίες είχαν ως κατάληξη τη διαίρεση των Ιακωβιτών σε τέσσερα τμήματα, όσοι ακριβώς ήταν και οι “πατριάρχες” οι οποίοι διεκδικούσαν τον τίτλο του Πατριάρχη της Ιακωβίτικης Εκκλησίας.31

Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ιγνατίου (+1292) επαναλήφθηκαν οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από τους διεκδικητές του για τον πατριαρχικό θώκο, δηλ. τον Κωνσταντίνο, επίσκοπο Μελιτηνής, τον Μιχαήλ, αρχιμανδρίτη της Gawikath, και τον Ιγνάτιο, επίσκοπο της Mardin.32

Το επόμενο έτος (1283) δολοφονήθηκε ο Κωνσταντίνος από τους Κούρδους. Γρήγορα όμως εμφανίσθηκαν καινούριοι υποψήφιοι για το πατριαρχικό αξίωμα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ανεξέλεγκτη κατάσταση αναφορικά με τον αριθμό των “πατριαρχών”:

Υπήρχαν Πατριάρχες στην Σις, το μοναστήρι του Bar Shauma και την Tur Abdin. Από τους τέσσερις εν λόγω διεκδικητές έμειναν δύο, ο της Tur Abdin Ιγνάτιος και ο της Mardin Ιγνάτιος Νώε. Τελικά ο Ιγνάτιος της Tur Abdin αποφάσισε να αποσύρει την υποψηφιότητά του προς χάρη του Ιγνατίου Νώε, ο οποίος αποτέλεσε τον Πατριάρχη Ιγνάτιο ΙΒ΄.

Ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος κατόρθωσε τελικά να συνενώσει την εκκλησία των Ιακωβιτών.33 3.

Δόγμα – Τελετουργικό

Η δογματική διδασκαλία των Ιακωβιτών, οι οποίοι ανέρχονται περίπου στους 400.000, χαρακτηρίζεται από μια μετριοπαθή προσέγγιση του μονοφυσιτισμού και ανήκουν στη Σχολή του Σεβήρου Αντιοχείας.

Ο Σεβήρος επίσκοπος, Αντιόχειας από το 512, καταγόταν από την Σωζόπολη της Πισιδίας της Μ. Ασίας και πέθανε στην Αίγυπτο το 558. Μονοφυσίτης θεολόγος και άγιος της μονοφυσιτικής εκκλησίας μελέτησε από τα νεανικά του χρόνια νομικές σπουδές και φιλοσοφία.

Γνώρισε την αρνητική στάση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού σε σχέση με το θρησκευτικό ζήτημα της φύσης του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ήταν μετριοπαθής στις μονοφυσιτικές του αντιλήψεις, απορρίπτοντας την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας αλλά και την διδασκαλία του Ευτύχη και του Ιουλιανού της Αλικαρνασσού.

Κατηγορήθηκε για παγανισμό λόγω του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα και κύριως της συμπάθειάς του για τα ελληνικά πατερικά κείμενα.

Η διδασκαλία του αποτέλεσε την βάση της μονοφυσιτικής ιδεολογίας και δόγματος και ο βίος του διασώζεται μόνο στην βιογραφία του την οποία συνέγραψε ο Ζαχαρίας Μυτιλήνης στα συριακά (Βλ. TEG, “Severos”, The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. 3, σ. 1884).

Κύριο στοιχείο της δογματικής του στάσης είναι ότι απορρίπτουν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451).

Σύμφωνα με τους Ιακωβίτες, ο Ιησούς Χριστός είναι ένα πρόσωπο με δύο φύσεις, οι οποίες έγιναν μία.34 Ομολογούσαν την εκπόρευση του Αγίου πνεύματος μόνο από τον Πατέρα. Δέχονται και τα Επτά Μυστήρια και σε αντίθεση με τους Κόπτες μονοφυσίτες δεν δέχονται την περιτομή.

Αποδέχονται ότι ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της επίκλησης και όχι κατά την εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του Χριστού σχετικά με το εν λόγω μυστήριο (σύμφωνοι με την ορθόδοξη αντίληψη).

Επίσης δέχονται την πρεσβεία των Αγίων στις προσευχές που αφορούν στους νεκρούς.

Χρησιμοποιούν επίσης χωρίς μεταβολές το σύμβολο της πίστης της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης. Αναφορικά με το τελετουργικό, χρησιμοποιούν το δυτικό συριακό, δηλαδή τον αντιοχειανό λειτουργικό τύπο, ενώ η εκκλησιαστική-λειτουργική γλώσσα τους είναι η εδεσσιανή διάλεκτος της αραμαϊκής γλώσσας με δυτικο-συριακή προφορά.35

Η συριακή ανήκει στην ανατολική ομάδα των αραμαϊκών διαλέκτων και αποτέλεσε τη λειτουργική γλώσσα όλων των αραμαιόφωνων χριστιανών μετά την υιοθέτησή της από την Θεολογική Σχολή της Εδέσσης.

Το τυπικό της θείας λειτουργίας φέρει το όνομα του Αγίου Ιακώβου και αντανακλά τον αρχέγονο τελετουργικό τύπο των χριστιανών της Αντιόχειας, από την οποία, διαδόθηκε σε όλη τη Συρία. Η λειτουργία του Αγίου Ιακώβου μεταφράσθηκε από το ελληνικό πρωτότυπο στη συριακή πριν από το σχίσμα των Ιακωβιτών και μετά την εκδήλωση του εν λόγω σχίσματος Ιακωβίτες χρησιμοποίησαν το συριακό κείμενο, ενώ οι Ορθόδοξοι της Συρίας κράτησαν το ελληνικό κείμενο.36

Σε σχέση με τις ιερές ακολουθίες των Ιακωβιτών, είναι ο Εσπερινός, το Μεσονυκτικόν, ο Όρθρος και οι ακολουθίες της τρίτης, έκτης και ενάτης ώρας και η μεταγενέστερη ακολουθία του Απόδειπνου. Τα ιερά σκεύη των Ιακωβιτών είναι περίπου τα ίδια με εκείνα του ορθόδοξου χριστιανισνού.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άμφια των ιερέων:

α) οι διάκονοι φέρουν επιμάνικα, το οράριο και το στιχάριο,

β) οι Πρεσβύτεροι φέρουν το ίδια ρούχα (με εξαίρεση το οράριο) και επιπλέον το επιτραχήλιο και το φαιλόνιο,

γ) οι επίσκοποι φορούν πάνω από το φαιλόνιο το ωμοφόριο, το εγκόλπιο και ένα είδος κεφαλοκαλύμματος τύπου μίτρας.

Οι ιερουργούντες ιερείς φέρουν κεφαλοκάλυμμα μαύρου χρώματος με λευκό επί τούτου σταυρό. Εκτός του ναού οι ιερείς φορούν μαύρο ράσο και τουρμπάνι.37

::::::::
1. “Πράξεις Αποστόλων” ιγ’1-3. Η Αγία Γραφή, εκδ. Πέργαμος # (Αθήνα 1998). 2. Αθ. Κ. Αρβανίτης, “Ιακωβίτες”, στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 6, σ. 599. 3. Gregory,“Jacob Baradaeus”, στο Oxford Dictionary of Byzantium, τ. Β’ (Oxford 1991), σ. 1029. 4. Gregory, “Jacobites”, στο Oxford Dictionary of Byzantium, τ. Β’ (Oxford 1991), σ. 1029. 5. Gregory, “Jacobites”, στο Oxford Dictionary of Byzantium, τ. Β’ (Oxford 1991), σ. 1029. 6. Gregory, “Jacob”, σ. 1029. 7. Gregory, “Jacob”, σ. 1029. 8. Hitti, History of the Arabs (London 1970), σ. 78. 9. Ιωάννης Εφέσου, Patrologia Orientalis 19:154. 10. Gregory, “Jacob”, σ. 1029. 11. Αρβανίτης, ό.π., σ. 609. 12. Αρβανίτης, ό.π., σ. 609. 13. Αρβανίτης, ό.π., σ. 609-611. 14. Ο Balādhuri χαρακτηρίζει την κατάκτηση της Συρίας ως “εύκολη”. Βλ. Balādhuri, Kitāb Futūh al-Buldān, σ. 137, l. 13. 15. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, tr. J. Hussey (Oxford 1968), σ. 512. 16. Αρβανίτης, ό.π., σ. 611. 17. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σ. 356. 18. Αρβανίτης, ό.π., σ. 612. 19. Αρβανίτης, ό.π., σσ. 612-613. 20. Πόλη της Μεσοποταμίας στον ρου του Τίγρη (βόρεια της Σαμάρα). 21. Al-Nadim, al-Fihrist, σ. 264. 22. Fihrist, σ. 264. 23. Hitti, ό.π., σ. 311. 24. Hitti, ό.π., σ. 315. 25. Hitti, ό.π., σσ. 420-422, 424. 26. Al-Sam‘āni, Bibliotheca Orientalis, τ. ΙΙ (Rome 1721). 27. Yaqut, τ. ΙΙ, σ. 662, 1, 18. 28. Griffith, “Gregory Abu ’l-Faraj”, στο Oxford Dictionary of Byzantium, τ. Β’ (Oxford 1991), σσ. 878-879. Επίσης βλ. Αρβανίτης, ό.π., σ. 612. 29. Chronicon ecclesiasticum, ed. J. B. Abbeloos, T.J. Lamy, 3 vols. (Louvain 1872-1877). 30. Griffith, ό.π., σ. 879. 31. Αρβανίτης, ό.π., σ. 613. 32. Πόλη NA της Άμιδας (σημ. Diyarabakir) μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Ανήκει εδαφικά σήμερα στην Τουρκία. 33. Chronicon ecclesiasticum, σσ. 696-744. 34. Καθώς συχνά συγχέεται ο όρος “φύση” με τον όρο “πρόσωπο” οι Ιακωβίτες επίσης αναδιατυπώνουν την παραπάνω έκφραση με την έκφραση ότι ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο το οποίο προήλθε από δύο πρόσωπα. Βλ. Αρβανίτης, “Ιακωβίτες”, σ. 619. 35. Αρβανίτης, ό.π., σ. 620. 36. Αρβανίτης, ό.π., σ. 620. 37. Αρβανίτης, ό.π., σ. 622.

TOP NEWS