Ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως πεφανέρωται σήμερον

  • Dogma
Ορθοδοξία

Ο πανηγυρικός της ημέρας την Α’ Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, από τον Συνοδικό Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, κατά την Συνοδική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.

Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Ως ημέρα χαράς και θριάμβου καταγράφεται η σημερινή ημέρα. Χαράς και θριάμβου όχι ενός θρησκευτικού δόγματος σε βάρος ενός άλλου. Ούτε μιας κοσμοθεωρίας σε βάρος μιας άλλης.

Σήμερα, αυτό που τιμάται, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος στην ολότητά του. Ο άνθρωπος ως ψυχή και ως σώμα, ως κάτι το άυλο αλλά και κάτι το υλικό, ως κάτι αόρατο αλλά και ως κάτι ορατό.

Σήμερα ο άνθρωπος, τον οποίο τόσο βάναυσα ο υλικός πολιτισμός υποβίβασε σε απρόσωπη οντότητα και τον μετέβαλε σε ύπαρξη χωρίς όνομα, χωρίς αξία και χωρίς σημασία, αποκαθίσταται.

Σήμερα η Ορθοδοξία αποκαλύπτεται ως η κατ’ εξοχήν ανθρωπιστική διδασκαλία, η οποία υπερασπίζεται τον άνθρωπο ως ενότητα σώματος και ψυχής.

Καμιά κοσμοθεωρία, κανένα σύστημα και κανένα φιλοσοφικό ή πολιτικό δόγμα δεν τίμησαν το ανθρώπινο σώμα και την ύλη όσο τα τιμά σήμερα, αλλά και διαχρονικά, η Ορθόδοξη πίστη.

Καθ’ ην στιγμήν οι εικονομάχοι απαγόρευαν την απεικόνιση του Χριστού ως δήθεν υποτιμητική για την θεότητά Του, αποδομούσαν κατ’ ουσίαν το θεμελιωδέστερο στοιχείο του σχεδίου της θείας Οικονομίας: «Τήν ἐν σαρκί φανέρωσιν τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ».

Έτσι, ηθελημένα ή αθέλητα, επεχείρησαν να επιβάλουν έναν τύπο πνευματικής ζωής που απεχθάνεται το σώμα και θεωρεί την υλικότητα παντελώς ξένη προς το πνεύμα. Συνεπώς, την κατέστησαν ανάξια να δεχθεί την αγάπη του Θεού και, μοιραία, παντελώς ανίκανη να μετάσχει στην ανακαίνιση και την αθανασία του ανθρώπου.

Την αναστήλωση των εικόνων δεν επέβαλε το οικονομικό συμφέρον και η αμάθεια, όπως ορισμένοι υποστήριξαν, αλλά οι αγώνες και ο στοχασμός κορυφαίων πνευματικών αναστημάτων της εποχής, όπως του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο οποίος έκανε σαφή τη διάκριση μεταξύ της ύλης, που απεικονίζει τον Κτίστη και του Κτίστη, που απεικονίζεται και προς τον Οποίον μεταβαίνει ο σεβασμός και η τιμή.

Ο θεολογικός στοχασμός αυτού του μεγίστου Πατρός της Εκκλησίας μας, όπως και όλων των Πατέρων της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, που απεφάνθη οριστικά υπέρ των εικόνων, απεκάλυψε στην πληρότητά του το σχέδιο του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού.

Εκείνος με την ενσάρκωσή Του ήρθε για να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο, ενώνοντας το κτιστό με το Άκτιστο, τον ουρανό με τη γη, το πνευματικό με το υλικό, υπερβαίνοντας έτσι κάθε μορφής διαίρεση και διχασμό σε ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή, ιστορικότητα και αιωνιότητα, καθώς και την διάχυτη στους θρησκευτικούς κύκλους υποτίμηση του υλικού στοιχείου.

Με την ενανθρώπησή Του ο Υιός και Λόγος του Θεού ανέλαβε πλήρως την ανθρώπινη φύση και ιστορία, έγινε ο Ίδιος ιστορία, προκειμένου εμείς να θεωθούμε, να γίνουμε δηλαδή θεοί κατά χάριν.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μάς δίδαξαν τον σεβασμό και την κατάφαση προς την ύλη που έγινε πρόξενος της σωτηρίας μας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και πάλι ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος της τιμής των εικόνων: «Δέν προσκυνῶ τήν ὕλη, προσκυνῶ ὅμως τόν δημιουργό τῆς ὕλης, αὐτόν πού ἔγινε ὕλη γιά μένα καί καταδέχτηκε νά κατοικήσει μέσα στήν ὕλη καί πραγματοποίησε τή σωτηρία μου μέσω τῆς ὕλης, καί δέν θά παύσω νά σέβομαι τήν ὕλη, μέ τήν ὁποία πραγματοποιήθηκε ἡ σωτηρία μου» (Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, Α, 6, PG 94, 1245ΑΒ, μτφρ. ΕΠΕ, τ. 105, σελ. 43).

Ατενίζουμε, λοιπόν, τον Χριστό ως τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, ο οποίος, όπως λέγει και το τροπάριο της ημέρας, «χαρᾶς ἐπλήρωσε τά πάντα», και την ψυχή και το σώμα μας αλλά και την ύλη, καλώντας μας σε μια συνολική σωτηρία.

Σήμερα αναμορφώνεται το αρχαίο κάλλος και πραγματοποιείται εκ νέου η πλάση του ανθρώπου, όπως τότε που η γήινη φύση μας δέχτηκε την θεία πνοή.

Σήμερα ξαναγινόμαστε εικόνες Θεού και η ύπαρξή μας ξαναβρίσκει το μεγαλείο πριν από την πτώση της.

Σήμερα, γίνεται η περιφορά γύρω από τις Εκκλησίες μας κρατώντας στα χέρια μας τις ιερές εικόνες και τιμώντας την αναστήλωσή τους. Στην πραγματικότητα, όμως, διενεργούμε μια πολύ σημαντικότερη πράξη: Περιφερόμεθα εμείς οι ίδιοι, ως ζωντανές εικόνες του θεϊκού μας πρωτοτύπου, του ίδιου του Δημιουργού μας.

Σήμερα, οι μορφές των Αγίων επί των Εικόνων υπενθυμίζουν τις άπειρες δυνατότητές μας και τις αρχέγονες προοπτικές μας. Υπήρξαν και αυτοί άνθρωποι, όπως εμείς.

Τα φθαρτά τους σώματα, όμως, μετεβλήθησαν σε μέσα αγιότητας και αγάπης, μετέχοντας και αυτά στη ένωσή τους με τον Θεό. Γι’ αυτό, και όταν χωρίστηκε η ψυχή από το σώμα τους, παρέμειναν Άγια Λείψανα ευωδιάζοντα και θαυματουργούντα, ζωντανοί μάρτυρες της μετοχής τους στην εμπειρία της σχέσεώς τους με Αυτόν.

Μεγαλειώδεις οι συνέπειες, αλλά και οι προοπτικές αυτής της αποκατάστασης της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου. Εκείνος που αποδέχεται και αναγνωρίζει την εικόνα του Θεού μέσα του, δεν μπορεί παρά να βλέπει στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη μια εικόνα Θεού. Σε κάθε χαρακτηριστικό της, όπως φύλο, γλώσσα, καταγωγή, μόρφωση, οικονομική επιφάνεια, διακρίνει το ίδιο μεγαλείο, την ίδια αποκαταστημένη θεία εικόνα, τον ίδιο Θεό, που καλεί σε συνάντηση.

Όλοι οι άνθρωποι αποτελούν για τον συνειδητό Ορθόδοξο Χριστιανό μια οικουμενική αδελφότητα με απέραντο αλληλοσεβασμό. Μέσα σ΄ αυτήν, ακόμη και οι έσχατοι και οι ελάχιστοι της γης απεικονίζουν τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος ταυτίστηκε με την ελαχιστότητα των περιθωριοποιημένων του κόσμου τούτου.

Εκείνος είναι που είπε: «ἐφʹ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.» (Μτθ. 25, 40)

Η σημερινή ημέρα θα μπορούσε να αποτελεί παγκόσμια ημέρα της ανθρώπινης συναδέλφωσης και αποφασιστικής εναντίωσης στην περιθωριοποίηση και του πιο εξαθλιωμένου ανθρώπου, απανταχού της γης. Διότι πίστη στη θεία Ενσάρκωση αποτελεί πίστη στο ανθρώπινο μεγαλείο.

Η δική μας ανθρώπινη φύση και η δημιουργία έγινε τόπος φανέρωσης της αγάπης Του για τον κόσμο.

Πριν λίγο καιρό στην Βηθλεέμ υποδεχτήκαμε Θεό ταπεινό, που από την αγάπη Του απαρνείται κάθε ίχνος θεϊκού μεγαλείου.

Σε λίγες εβδομάδες θα ατενίσουμε Θεό καθημαγμένο, που από την αγάπη Του απαρνείται και κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τέτοιου πρότυπου είμαστε εικόνες, τέτοιας αγάπης δημιουργήματα, τέτοιου πόθου φορείς για αγάπη και συμπόνια.

Μέσω της ανθρώπινης φύσης μας, ο ίδιος ο Θεός μάς φανέρωσε την αυθεντική ζωή, ζωή αγάπης και θυσίας για τον κάθε συνάνθρωπο και τον κόσμο ολόκληρο.

Η Εκκλησία παραμένει η οικογένεια, όπου ο ένας αναγνωρίζει στον άλλον το θεϊκό του μεγαλείο. Η συνοχή της έχει ως θεμέλιο την βαθιά ευγνωμοσύνη προς Εκείνον, που ήλθε στη γη ως «πάντων διάκονος».

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ευχαριστιακή εκκλησιαστική κοινότητα συναισθάνεται και την δική της αποστολή ως αντίστοιχη διακονία. Ως υπέρτατο σκοπό έχει την μίμηση της αγάπης του Ιδρυτή της, αγγίζοντας το ανέφικτο για την ανθρώπινη φύση, αλλά το εφικτό για την Θεανθρώπινη φύση: Την αγάπη ακόμη και για τον εχθρό.

Μια τέτοια κοινότητα αμύνεται στο κακό, αλλά ουδέποτε καταδικάζει τον αμαρτωλό. Δεν συμβιβάζεται με την αμαρτία, κρατεί όμως διαρκώς στυλωμένη τη ματιά της στον βαθύτατο πόθο του κάθε ανθρώπου για ουρανό, όπως γράφει και ο ποιητής.

Το μεγαλείο της ημέρας αυτής δεν εξαντλείται μόνον στην κοινωνική διάσταση. Επιφέρει λυτρωτικές συνέπειες και στην στάση μας απέναντι στον υλικό κόσμο.

Ο άνθρωπος ως ζωντανή εικόνα του Θεού, αποδεχόμενος την αξία της υλικής υπόστασης του εαυτού του, αλλά και του κόσμου, στρέφει με σεβασμό το βλέμμα σε όλη την υλική δημιουργία. Ο υλικός κόσμος είναι το περίβλημα, αλλά και το μέσον για να εκδηλωθεί αγάπη έμπρακτη και εμπράγματη, όπως εκδηλώθηκε ήδη από το καιρό της παρουσίας του Χριστού στη γη.

Διότι, τί άλλο ήταν ο πολλαπλασιασμός των άρτων και των ιχθύων από υπόσχεση και επιβεβαίωση πως η αγάπη προς τον συνάνθρωπο και ο σεβασμός προς την υλική δημιουργία είναι σε θέση να χορτάσουν μια ολόκληρη ανθρωπότητα;

Αλλά και η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας, τί άλλο είναι από εξύψωση της ύλης σε υπέρτατο μέσον εξαγιασμού και σωτηρίας;

Ο σεβασμός προς τον άνθρωπο και ο σεβασμός προς το περιβάλλον, αποτελούν σήμερα τα δύο φλέγοντα ζητούμενα της παγκόσμιας κοινότητας και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής. Η σημερινή ημέρα, λοιπόν, θα μπορούσε να αποτελεί και μια ημέρα των Ευρωπαϊκών αξιών. Διότι, όλα αυτά τα χριστιανικά ιδεώδη οδήγησαν στον σχεδιασμό μιας ενωμένης Ευρώπης, με σκοπό να αποτελέσει φάρο για όλη την ανθρωπότητα.

Χωρίς, όμως, την ζωντανή σχέση με τον Σωτήρα Χριστό, τα ιδεώδη εξέπεσαν σε στείρα ηθικολογία και έχουν εκφυλιστεί σε πικρή ανάμνηση. Η αποκοπή του δυτικού πολιτισμού από τις Χριστιανικές του ρίζες έγινε αιτία μαρασμού του Ευρωπαϊκού ανθρωπισμού, τον οποίο υποκατέστησε η απανθρωπία των δεικτών και ο ξεπεσμός του ανθρώπου.

Παράλληλα, το περιβάλλον ολοένα και περισσότερο υφίσταται τις επιπτώσεις της αποΐεροποίησής του και σταδιακά μεταβάλλεται σε τρόπαιο λεηλασίας στο όνομα στρεβλής ανάπτυξης.

Μόνον η επιστροφή στη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό Θεό μπορεί να αποκαταστήσει την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος και κατ’ επέκτασιν όλης της υλικής δημιουργίας. Από εκεί θα προκύψει μια όντως αειφόρος ανάπτυξη, η οποία, όμως, θα αποτελεί έκφραση μιας ηθικής και πνευματικής αειφορίας, ικανής να κρατεί τον άνθρωπο σε ισορροπία και να του δίνει βάσιμες ελπίδες για μια ζωή που δεν εξαντλείται στον βιολογικό της κύκλο.

Πώς μπορεί, όμως, η σημερινή Ορθοδοξία να συμβάλει σ’ αυτήν την επιστροφή;

Σε καιρούς υποτίμησης της αξίας του ανθρώπου, η Ορθοδοξία, κάθε ημέρα και κατ’ εξοχήν σήμερα, που εορτάζει, θα συνεχίσει να αναδεικνύει την αξία του ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο στην ψυχοσωματική του ενότητα, δέχεται την δωρεά της αιωνιότητας.

Σε καιρούς αλαζονείας ηγετών και φρούδων ελπίδων για το μέλλον, θα συνεχίσει να κηρύττει Χριστό εσταυρωμένο, όχι ως ηττημένο της ιστορίας, αλλά ως μοναδικό δρόμο θυσιαστικής αυταπάρνησης προς την ειρήνη και το φως.

Σε καιρούς απελπισίας, μπροστά στην παντοδυναμία του θανάτου, που εμφανίζεται ξαφνικά και βίαια ανά πάσα στιγμή στην καθημερινότητά μας, η Ορθοδοξία θα συνεχίσει να κηρύττει το γεγονός της Ανάστασης, όχι ως ένα τετελεσμένο, αλλά ως ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο γεγονός στη ζωή Της.

Παράλληλα, θα θυμίζει διαρκώς, πως η πίστη και το ήθος Της δεν παρέμειναν απλές θεωρίες, αλλά πήραν σάρκα και οστά, αναδεικνύοντας σε κάθε εποχή μορφές που έθρεψαν το δέντρο της ελπίδας για μια καλύτερη κοινωνία και ένα φωτεινότερο μέλλον.

Η ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου αποτυπώθηκε στο συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, ακόμη και σε εποχές, όπου η απολυταρχία εθεωρείτο αυτονόητη.

Ακόμη και στην νεώτερη ιστορία μας, η Ορθόδοξη πίστη διαπότισε συχνά με τον γνήσιο ανθρωπισμό της την πολιτική, όπως στην περίπτωση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα πρότυπο γνήσιας φιλοπατρίας και απόλυτης ανιδιοτέλειας.

Αντιλαμβανόμεθα, λοιπόν, πως η ενότητα πνεύματος και ύλης, ψυχής και σώματος, ορατού και αοράτου, που σήμερα αναδεικνύεται, αφορά όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής.

Αφορά την ενότητα πίστης και καθημερινότητας, υπαρξιακής προοπτικής και πολιτικής πράξης, προσώπου και κοινωνίας, διαχείρισης των τρεχόντων και ενατένισης ενός οικουμενικού οράματος για έναν κόσμο αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, οράματος που δεν είναι ακόμη υπαρκτό, κατατρώει, όμως, την καρδιά μας και μας καλεί να νοηματοδοτήσουμε τις πράξεις μας. Στην υλοποίηση ενός τέτοιου οράματος, η Ορθοδοξία στην Ελλάδα, κατ’ εξοχήν σήμερα, διακηρύσσει την συστράτευσή της και παραμένει προσηλωμένη στην υπόθεση της συνοχής του Ελληνικού λαού.

Η πνευματικότητα και η παράδοσή της την καθιστούν ενοποιό δύναμη μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, η οποία περιμένει από Αυτήν λόγο καταλλαγής και έργο συμφιλίωσης. Ανταπόκριση στην προσδοκία αυτή αποτελεί το σύνολο του πνευματικού και φιλανθρωπικού έργου που προσφέρει η Εκκλησία, με όλες της τις δυνάμεις, προς την Ελληνική κοινωνία.

Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε, για μία ζωντανή Εκκλησία, ελεύθερη και ικανή να διαχειρίζεται τα του οίκου της, με ποιμένες άξιους της αποστολής τους, ώστε να διακονεί την ενότητα και την σωτηρία του λαού της.

Φωτεινότερο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει με απαξιωμένους ανθρώπους. Όσο η ανθρώπινη ύπαρξη θα αποτελεί στατιστικό μέγεθος και αναλώσιμο είδος, η ανθρωπότητα θα παραπαίει και θα ζητεί υποκατάστατα νοήματος ζωής σε απάνθρωπες κοσμοθεωρίες και ολέθριες πρακτικές. Τέτοια φαινόμενα, όπως καλώς γνωρίζετε, είναι σε θέση να οδηγήσουν σε έναν καταστροφικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό και να καταστήσουν τους πολιτικούς σχεδιασμούς, πλήρως αναποτελεσματικούς.

Η υποτίμηση του ανθρώπου, μπορεί προσωρινά να οδηγεί σε φαινομενική εκπλήρωση εξουσιαστικών σχεδίων. Είναι, όμως, θέμα χρόνου, το παράπονο και η οργή των λαών για την υποτίμηση αυτή να αποτελέσουν την πρώτη ύλη εκρηκτικών εξελίξεων και ανεξέλεγκτων ανατροπών.

Η σημερινή ημέρα μάς προφέρει ένα απλό, αλλά και καθοριστικό μήνυμα: Ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα Θεού και ως εκ τούτου αποτελεί υπέρτατη αξία. Όταν σε κάθε σχεδιασμό υπεισέλθει η αλήθεια αυτή, η ανθρωπότητα θα γευτεί την ποιότητα ζωής, που ζητεί απεγνωσμένα.

Στην αναζήτηση αυτή, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα πάψει ποτέ, με τη ζωή και το λόγο της, το ήθος των αγίων της και τη διαρκή αυτοκριτική και την μετάνοια όλων μας, να αποδεικνύει πως ένα τέτοιο όραμα είναι πραγματοποιήσιμο. Μα πάνω απ’ όλα, κάθε τέτοια ημέρα θα θυμίζει πάντα πως η αληθινή λατρεία προς τον Θεό ταυτίζεται με τον απόλυτο σεβασμό προς τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.

Αληθινή θρησκευτικότητα, υγιής πνευματικότητα και αγάπη προς όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους θα αποτελούν πάντα για την Ορθόδοξη Εκκλησία έννοιες ταυτόσημες.

Ας είναι αυτό και το μήνυμα της φετινής Κυριακής της Ορθοδοξίας. Αμήν.

Φωτογραφία: Χρήστος Μπόνης

TOP NEWS