Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ πεῖ στοὺς καλεσμένους: “ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιὰ ἕτοιμα”. Τότε ἄρχισαν, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, νὰ βρίσκουν δικαιολογίες… Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργισμένος εἶπε στὸν δοῦλο του: “πήγαινε γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλης καὶ φέρε μέσα τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀνάπηρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς”. Ὅταν γύρισε ὁ δοῦλος, τοῦ εἶπε: “κύριε, αὐτὸ ποὺ πρόσταξες ἔγινε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος”. Εἶπε πάλι ὁ κύριος στὸν δοῦλο: “πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στὰ μονοπάτια κι ἀνάγκασέ τους νὰ ἔρθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου”».
Τὸ δεῖπνο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, οἱ ἅγιοι Πατέρες τὸ συσχετίζουν μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία, στὴν ὁποία παρατίθεται ὡς τροφὴ τὸ πανάγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, ὁ μέγας οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος κόσμου ἑτοιμάζει τὸ «μεγάλο δεῖπνο», καὶ στέλνει τὸν ἀγαπημένο δοῦλο του «στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλης, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στοὺς δρόμους καὶ στὰ μονοπάτια», γιὰ νὰ καλέσει ὅλο τὸν κόσμο, ὥστε «νὰ γεμίσει τὸ σπίτι του καὶ νὰ γευτοῦν τὸ δεῖπνο του». Καὶ δὲν ἔληξε ἢ –μᾶλλον– δὲν λήγει τοῦτο τὸ δεῖπνο ποτὲ ἀλλὰ μυστικὰ συνεχίζεται στοὺς αἰῶνες, κρατώντας ἀνοιχτὲς τὶς θύρες του στὶς ἑκάστοτε γενιὲς τῶν πιστῶν, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία.
Πόσο θλιβερὸ καὶ ὀδυνηρὸ ὅμως εἶναι, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀρνούμαστε τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὶς βιοτικές μας μέριμνες. Ἢ ἀκόμη περισσότερο, πόσο λυπηρὸ εἶναι ὅταν πηγαίνουμε στὴ θεία Λειτουργία ἀλλὰ δὲν κοινωνοῦμε, ἐπειδὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἀνάξιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸ λόγο γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς ὅτι «ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία», ἀλλὰ ἀντίθετα, «νὰ κοινωνοῦμε πιὸ συχνά, μὲ ταπείνωση καὶ πίστη, θεωρώντας τοὺς ἑαυτούς μας ἀνάξιους, καθὼς ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς καθιστᾶ ἄξιους, ὄχι ἡ δική μας προσπάθεια. Ἡ συχνὴ συμμετοχὴ στὸ μυστήριο εἶναι γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν κάθαρση τοῦ πνεύματος». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Πορφύριος μιλώντας γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ δεῖπνο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ποιμαντικὴ ἀγωνία ἀναφέρει ὅτι στὴν θεία Λειτουργία «Ἐγὼ λέω “πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες” καὶ προσέρχονται στὴ θεία Κοινωνία ἐλάχιστοι. Αὐτὸ εἶναι μεγάλος πόνος γιὰ τὸν ἱερέα».
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πὼς ἡ μόνη αὐθεντική, παραδοσιακὴ καὶ πραγματικὰ ὀρθόδοξη προσέγγιση τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ στάση ποὺ ἐκφράζεται ὄμορφα καὶ ἁπλὰ στὶς εὐχὲς τῆς προετοιμασίας: «Οὔκ εἰμι ἱκανός, δέσποτα Κύριε, ἵνα εἰσέλθῃς ὑπὸ τὴν στέγην τῆς ψυχῆς μου· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ βούλει σύ, ὡς φιλάνθρωπος, οἰκεῖν ἐν ἐμοί, θαρρῶν προσέρχομαι», δηλαδὴ: Δὲν εἶμαι ἄξιος, δέσποτα Κύριε, γιὰ νὰ εἰσέλθεις στὸ σπίτι τῆς ψυχῆς μου· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσύ, ὡς φιλάνθρωπος, ἐπιθυμεῖς νὰ κατοικήσεις μέσα μου, παίρνοντας θάρρος προσέρχομαι.
Ἀδελφοί μου, ἂς μὴν ἀρνηθοῦμε τὴν πρόσκληση στὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦμε τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἀμήν.