Φοιτητής της Ιατρικής τότε, σίγουρος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ. Έμεινα λίγες μέρες, μα έφυγα άλλος άνθρωπος. Εκείνοι οι μοναχοί ζούσαν όπως η γιαγιά μου: με κομποσχοίνι, ανεπιτήδευτο χαμόγελο και αγάπη άνευ όρων.
Όταν γύρισα, της είπα χαριτολογώντας: «Δεν μου δίνεις ένα από τα κομποσχοίνια σου;» Σοβάρεψε. Βούρκωσε. Μου έφερε ένα μεταξωτό κομποσχοίνι λέγοντας: «Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις». Περίμενε να επιστρέψω. Από τα πάρτι, την Αγγλία, τον δικό μου χαμένο δρόμο.
Λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή, μου έδωσε ένα χαρτοκιβώτιο με λειτουργικά βιβλία και την εντολή: «Αν κάποιος από εσάς γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει. Αν όχι, θα τα δώσεις σε έναν φτωχό ναό».
Στην κηδεία της ήρθαν πολλοί άγνωστοι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα έκλαιγε, λέγοντας ότι η γιαγιά μου ήταν η μόνη που τη στήριξε όταν όλοι την είχαν απορρίψει για το παιδί που απέκτησε εκτός γάμου. Της πήγαινε τρόφιμα, αλλά κρυφά, για να μην ντροπιαστεί.
Η γιαγιά μου –και τόσοι άλλοι παππούδες και γιαγιάδες σαν αυτήν– δεν είναι πια μαζί μας. Η σκυτάλη είναι πια στα δικά μας χέρια. Οφείλουμε να αναμετρηθούμε με την παρακαταθήκη τους. Να αναλογιστούμε πώς θα διαχειριστούμε αυτή την πνευματική κληρονομιά, που δεν γράφεται σε διαθήκες αλλά σε πράξεις καθημερινής αγάπης και πίστης.
Πρωτ. Αδαμάντιου Αυγουστίδη, Αναπλ. Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος