Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Σιόκουρου
Βρήκε τον Θεό μαζί με τον αδελφό του Βασίλη, προσευχόμενος και μελετώντας το λόγο του Θεού –που γι’ αυτούς ήταν θησαυρός– μέσα από τα λίγα τότε εκκλησιαστικά, λειτουργικά βιβλία. Επιδρούσε εις τούτο και η χριστιανική αγωγή των γονέων του, που τους οδήγησε στην Εκκλησία και παράλληλα στην αγάπη και φιλανθρωπία. Ήξερε να προσεύχεται σωστά, συγκεντρώνοντας τον νου του στις ευχές και τα ψαλλόμενα, να κατανοεί τα νοούμενα και να φωτίζεται στην αγάπη του Θεού. Πλημμύριζε σε κατάνυξη η ψυχή του, σε πόθο θείο με αυτά που διάβαζε και έψαλλε. Σε ερώτηση πώς να μαζεύουμε το νου μας στην προσευχή, έλεγε: «Ο νους μας μοιάζει σαν ένα πουλάρι, που πρέπει να το δένουμε σε ένα παλούκι για να μπορούμε εύκολα να το τραβούμε και να το συνάζουμε, γιατί αν το έχουμε απολυμένο στον κάμπο, πώς μπορούμε να το συνάξουμε». Και εννοούσε με τούτο τη νοερά προσήλωση στην ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Φαινόταν η θέρμη αυτή της προσευχής με την κατάνυξη που είχε ψάλλοντας κατανυκτικά τροπάρια ή αναγινώσκοντας ψαλμούς ακολουθιών, ιδίως του εξαψάλμου, που τους αναγίνωσκε με πάθος, με δέος ψυχής, κάνοντας αυτούς άναμα της δικής του ψυχής προς τον Θεό.
Η Εκκλησία ήτανε το σχολείο του, το πανεπιστήμιό του, η έπαλξη της ψυχής του. Η αγάπη του στην Παναγία, που ήτανε κάτι ξεχωριστό, εκφραζόταν και διακονώντας την εκκλησία της στο χωριό του ως νεοκόρος. Εκεί έβρισκε την ευκαιρία να αφιερώνει νύχτες και μέρες μελετώντας, αλλά και διδάσκοντας ψυχές πονεμένες που έστελλε ο Θεός και άλλες που διψούσαν να ακούσουν λόγο Θεού. Στην εκκλησία έτρεχε κάθε ψυχή δοκιμαζομένη και ο γέρο Παναής τις γέμιζε με πίστη κι αγάπη Θεού, με θάρρος κι ελπίδα. Ο λόγος του ήταν δροσιά ουράνια.
Έπινε από το ύδωρ της ζωής και ποταμοί έτρεχαν από την ψυχή του και δροσισμό έδινε ο λόγος του σ’ όλους, όσους οδηγούσε η Χάρις του Θεού κοντά του. Έτρεχε παντού όπου υπήρχε πόνος, αρρώστια για να παρηγορήσει και να στηρίξει ψυχές στο θέλημα του Θεού και ιδίως όπου ήρχετο η επίσκεψη του θανάτου. Τον ανέμεναν τότε με ανοικτές καρδιές να τον ακούσουν, να παρηγορηθούν με τους λόγους του, με τα παραδείγματά του. Η παρουσία του έδινε τη χαρά και την ελπίδα, που μπορούσε να δοθεί σε τέτοιες στιγμές. Τα μηνύματά του, οι λόγοι του, η ταπεινή γεμάτη αγάπη επίσκεψη του παντού, όπου τον οδηγούσε του Θεού η Χάρη στο χωριό του τη Λύση, ανέπτυξαν ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα.
Στα έργα της αγάπης ήτανε ένα άλλο πεδίο, που η έμπρακτη διδασκαλία του Ευαγγελίου οδηγούσε τα βήματά του. Έτρεχε τα βράδια με το φως του φεγγαριού -το χωριό μας τότε φως στους δρόμους δεν είχε- να βοηθήσει σε είδη διατροφής και χρήματα, αφήνοντας αυτά μυστικά σε κάποιο χώρο και φεύγοντας, τηρώντας το Ευαγγελικό «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποεί η δεξιά σου» (Ματθ. 6,3). Τρία πράγματα είχε ως όρο να ζητάμε από τον Θεό να μας χαρίσει: ζωντανή πίστη, βεβαία την ελπίδα και ενεργό την αγάπη. Τέταρτο, έλεγε, ως δώρο της αγάπης του Θεού να ζητάμε διάκριση, να ξέρουμε τι να κάνουμε για τη σωτηρία μας, πώς θα ενεργούμε και τι να λέμε. Αυτά είχε ως βιώματά του, να αγωνίζεται να διψά την επικοινωνία με τον Θεό.
Έζησε τον άγαμο βίο ασκητικά από τη νεότητά του, έχοντας πνευματικό καθοδηγητή τον ασκητικό Πατέρα Κυπριανό, από την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Ο Πατήρ Κυπριανός γνωρίζοντας την οσιότητα του γέρο – Παναή, με τη διάκριση και διορατικότητα που είχε, του έδωσε την ευλογία να ζει στον κόσμο κατηχώντας ψυχές εις ευσέβεια και μετάνοια, χωρίς τη μοναχική περιβολή. Κι αυτή ήτανε η ευχή του παπά Κυπριανού που πήρε σε επίσκεψή του την παραμονή του θανάτου του πνευματικού του πατέρα.
Νύκτες και μέρες αφιέρωνε στην προσευχή γονυπετώς, ιδίως όταν ήταν μόνος του, γιατί βρήκε ότι μπορεί ο άνθρωπος να βρει τον Θεό με την ευκατάνυκτη προσευχή. Τα λόγια του, τα παραδείγματά του ήτανε φως και ζωή, στήριγμα κλονισμένων ψυχών, σεβαστά πολλάκις και σε αδιάφορους και απίστους.
Ζούσε το του Αποστόλου Παύλου «τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι» (Β΄ Κορ. 11,29). Η Αγία Γραφή ήτανε η πηγή της ζωής του και οι Βίοι των Αγίων η βάση της διδασκαλίας του. Επειδή δε τότε δεν είχε τους Συναξαριστάς, τους κατέγραψε χειρογράφως από τα Μηναία, για να τα κατακτήσει καλύτερα η ψυχή του. Στην εκκλησία και κατ’ οίκον, έκαμνε συγκεντρώσεις ανδρών και γυναικών για να διδάξει το λόγο του Θεού και αφιέρωνε ώρες για οικοδομή πνευματική. Ζούσε τον Θεό στην καρδιά του και μετέδιδε σε όλους χάρη και δύναμη. Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και τη σοφία, που του χάριζε ο Θεός, ότι ο άνθρωπος χρειάζεται διδαχή, για να γνωρίσει το θέλημα του Θεού, σε εποχές που σπάνια υπήρχε το κήρυγμα του Λόγου του Θεού. Έτσι διοργάνωνε συναθροίσεις, για να διαλέγονται μεταξύ τους οι άνθρωποι πνευματικά και να λύουν τις απορίες τους. Ίδρυσε κύκλους μελέτης και διδαχής, όπου ήταν ο άριστος διδάσκαλος, ερμηνευτής θεολογίας και λειτουργικής, διδάσκων και πράττων.
Έφυγε από κοντά μας προ δεκαετίας, πράος, ταπεινός, αφανής, γεμάτος αγάπη και προσφορά, δοξολογώντας νύχτα και μέρα τον Θεό και υποδεικνύοντας εις ένα έκαστον και προς όλους το δρόμο της αρετής, μετά δακρύων νουθετώντας, ως και ο Απόστολος Παύλος τους Εφεσίους.
Αιτούμεθα τις πρεσβείες του εις τον Θεόν, θαρρούντες στην παρρησία, ώστε να βαδίσουμε στις διδαχές που μας αφήκε η έμπρακτος εδώ οσιακή αγία βιοτή του.
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος