Είχε γηροκομήσει αρκετά γεροντάκια και είχε μαζέψει μία σακκούλα γυαλιά. Του έλεγε ο γηροκόμος του:
– Εσύ βρήκες εμένα τον ταλαίπωρο και σου δίνω ένα ποτήρι νερό. Εμένα άραγε θα με γηροκομήσει κανείς; Απαντούσε ήρεμα:
– Μην στεναχωριέσαι, Γέροντα, θα σε οικονομήσει ο Θεός, όπως οικονόμησε και μένα. Εφτά γεροντάκια γηροκόμησα και δεν μ’ άφησε ο Θεός. Και σένα δεν θα σ’ αφήσει.
Ο γηροκόμος θα γινόταν μεγαλόσχημος και του το ανακοίνωσε. Ο γερω-Ευδόκιμος χάρηκε πάρα πολύ και του ευχήθηκε. Του ζήτησε συμβουλές και του είπε: «Δυο κεφάλαια Καινή Διαθήκη να διαβάζης κάθε μέρα. Δυο κεφάλαια. Μην τ’ αφήνης. Να κάνης την Παράκληση, να λες τους Χαιρετισμούς και το κομποσχοίνι. Θα δουλεύεις την ευχή, ώσπου να ακούσης από μέσα σου την φωνή. Αν δεν την ακούσης, δεν προχώρησες. Όταν θα λες “Κύριε Ιησού Χριστέ”, θα ακούς μέσα σου φωνή: “Τι θέλεις;”. “Ελέησόν με”». Το ζούσε. Επίσης έλεγε: «Ούτε ένα σκαλί να μην ανεβής μέσα στο Μοναστήρι, χωρίς να πης μία ευχή».
Τον αγαπούσαν οι πατέρες και ο Γέροντας και κάθε βράδυ περνούσαν να τον δουν στα τελευταία του. Όταν κουραζόταν, ενώ ήταν σκεπασμένος με την φλοκάτη, έβγαζε το κεφάλι του και έλεγε με απλότητα: «Ο πατήρ Ευδόκιμος τώρα θέλει ησυχία, αν με αγαπάτε…», και πάλι σκεπαζόταν.
Έκανε υπακοή στον γηροκόμο. Τον άφησε για πρώτη φορά να του πλύνη το σώμα του. Ύστερα είπε: «Πενήντα χρόνια είχε να δη νερό το κορμάκι μου». Ποτέ του δεν γόγγυσε και δεν παραπονέθηκε ούτε ποτέ είπε, «αχ, πονώ». Ήταν πάντα εύχαρις και δοξολογούσε τον Θεό. Έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός. Εμείς όλα τάχουμε. Πού να δης στα Νοσοκομεία άλλους χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Εμείς τι έχουμε;».
Τον περιποιόταν ο γηροκόμος και του έλεγε ο γερω-Ευδόκιμος:
– Η Παναγία να πληρώση τον κόπο σου. Δοξα σοι, ο Θεός! Όλα καλά, όλα πλούσια. Καλά περνάμε.
– Εδώ καλά περνάμε, γερω-Ευδόκιμε, εκεί τι θα κάνουμε;
– Και εδώ καλά και εκεί καλύτερα.
– Πώς τόχεις τόσο σίγουρο ότι θα σωθούμε;
– Γέροντα, πώς να μην τόχω σίγουρο; Εμείς για την σωτηρία μας ήρθαμε εδώ. Πενήντα χρόνια αγωνιζόμαστε. Αν βρω δυσκολία, θα φωνάξω τον Γέροντα, τον άγιο Παύλο: «Γέροντα, μισόν αιώνα σε διακόνησα, τώρα δεν θα με βοηθήσεις;», και ήταν σίγουρος ότι θα εισακουστή. Και έλεγε στο καλογέρι τον γηροκόμο του: «Μην πτοείσαι, Γέροντα. Ο Γέροντάς μας δεν θα μας αφήση».
Πριν καταπέση, πήγαινε πού και πού στο Νοσοκομείο. Μια φορά τον επισκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον ρώτησε:
– Τι κάνεις; Είσαι καλά; Σου λείπει τίποτε;
– Όχι, δόξα τω Θεώ. Μόνο τα πνευματικά.
Έκανε λεπτομερή εξομολόγηση και κοινωνούσε κάθε μέρα στα τελευταία του. Την τελευταία ημέρα της ζωής του πριν από την ακολουθία είχε το βλέμμα του προσηλωμένο προς τα πάνω και δεν μιλούσε. Τον ρώτησε ο γηροκόμος, αν βλέπη κάτι, και με το πηγαίο χιούμορ του απάντησε:
– Όχι ακόμα, αργότερα θα σου πω, χωρίς να γυρίση να τον δη.
– Βάραινες. Μήπως φεύγεις; Τον ξαναρώτησε.
– Όχι, ντε… Θα σου το έλεγα.
– Μήπως να φέρουμε να σε κοινωνήσουμε τώρα;
– Να τελειώση η Λειτουργία!
Στην δοξολογία πήγε να τον δη. Αισθανόταν χαρά ανεξήγητη, που όλο αυξανόταν, όσο πλησίαζε στο κελλί του. Επικρατούσε σιγή και όταν μπήκε στο κελλί είδε τον γερω-Ευδόκιμο τελειωμένο. Η ψυχή του είχε πετάξει προς τον ποθούμενο Κύριο και στο πρόσωπό του έμενε ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν μεγάλη Σαρακοστή, Δ’ Κυριακή των Νηστειών, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, 16 Μαρτίου του έτους 1987, και ο γερω-Ευδόκιμος διήνυε το 77ο έτος της ηλικίας του. Το απόγευμα έγινε η κηδεία του.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 220.