Dogma

Τα τρία είδη προσευχής

Καθώς αναφερόμαστε στα πρακτικά, θα έλεγα να κάνουμε τριών ειδών προσευχή. Και, ει δυνατόν, κάθε φορά να κάνουμε και από τα τρία είδη. Ή, αν όχι κάθε φορά, τουλάχιστον κάθε μέρα. Αν δεν κάναμε το πρωί, μπορούμε να κάνουμε το βράδυ.

Κατ’ αρχήν οπωσδήποτε πρέπει ο χριστιανός να προσεύχεται από τα βιβλία της Εκκλησίας. Αυτό να μην το παραλείπουμε. Θα πάρουμε τον Συνέκδημο, το Ωρολόγιο ή μικρά βιβλιαράκια που κυκλοφορούν και θα πούμε προσευχές της Εκκλησίας. Η εωθινή προσευχή, ο εξάψαλμος, το απόδειπνο είναι προσευχές της Εκκλησίας. Το απόγευμα μπορούμε να πούμε κάτι από τον εσπερινό, που είναι προσευχή της Εκκλησίας. Οπωσδήποτε να προσευχόμαστε με τις προσευχές της Εκκλησίας. Είναι έτοιμες προσευχές.

Το δεύτερο είδος. Να σημειώσετε, παρακαλώ, αυτό που θα πω, και αν κανείς δεν το έκανε, από τώρα να το κάνει. Οπωσδήποτε χρειάζεται κάθε φορά, έστω λίγα λεπτά, να κάνουμε προσευχή με δικά μας λόγια. Αν υποθέσουμε ότι ένας αφιερώνει στην προσευχή μία ώρα την ημέρα, για ένα τέταρτο τουλάχιστον ή έστω για δέκα λεπτά από αυτή την ώρα η προσευχή του να είναι προσευχή με δικά του λόγια. Δεν θα την πω αυτοσχέδια προσευχή, γιατί είναι λίγο παρεξηγημένη η φράση αυτή· πάντως να είναι δική του προσευχή, προσευχή με δικά του λόγια.

Να εκδηλώσει με τα λόγια του αυτά τον πόνο του, τον καημό του, τον πόθο του, τη λαχτάρα του, τη μετάνοιά του, την ταπείνωσή του. Και μέσα σ’ αυτή την προσευχή οπωσδήποτε θα βάλει κανείς προσευχή όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους γονείς του και για τα παιδιά του και για τους γνωστούς του, τους φίλους του και για τους κεκοιμημένους. Οπωσδήποτε κάθε ημέρα να προσευχόμαστε λίγο με δική μας προσευχή, να κάνουμε προσευχή με δικά μας λόγια.

Και το τρίτο είδος. Οπωσδήποτε κάθε ημέρα να προσευχόμαστε και με τη νοερά προσευχή, να λέμε δηλαδή την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν, ελέησόν με την αμαρτωλήν. Να μην αφήνουμε να περνάει ημέρα που να μην τη λέμε· και όπως είπαμε, μπορούμε να τη λέμε και κάθε στιγμή.

Η προσευχή της Εκκλησίας είναι έτοιμη προσευχή, έτοιμα λόγια, και προσπαθούμε να προσέξουμε αυτά τα λόγια, να κλείσουμε εκεί τον νου μας· προσπαθούμε να βάλουμε τα λόγια στον νου μας, τον νου μας στα λόγια, στο νόημα των λέξεων, και όλα αυτά να τα βάλουμε μέσα στην καρδιά μας, και έτσι να προσευχηθούμε. Βέβαια, όταν προσεύχεσαι με τα λόγια των προσευχών της Εκκλησίας, μπορεί να ξεφεύγεις από δω και από κει, καθώς υπάρχει μια ποικιλία.

Όταν θελήσεις να πεις προσευχή με δικά σου λόγια, θέλεις δεν θέλεις, θα προσευχηθείς· δεν γίνεται αλλιώς. Βέβαια, όταν λες προσευχή με δικά σου λόγια, την οποία είπαμε ότι πρέπει να τη λέμε, μπορεί να κάνεις και λίγο τον έξυπνο.

Όταν λες τη νοερά προσευχή, επειδή επαναλαμβάνει κανείς τα ίδια λόγια, τα ίδια και πάλι τα ίδια –όταν προσευχηθείς δέκα λεπτά, θα πεις αρκετές φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»– ή θα τη λες απλώς μόνο με τα χείλη σου, και το μυαλό θα φεύγει και δεν θα είναι εκεί, και συνεπώς δεν κάνεις τίποτε. Ή, αν προσπαθήσεις να προσέχεις τα λόγια, το νόημα των λέξεων, θέλεις δεν θέλεις, θα σταθείς ενώπιον του Θεού, θα γυμνωθείς, θα ταπεινωθείς ενώπιόν του, θέλεις δεν θέλεις, θα ζητήσεις το έλεος του Θεού, θέλεις δεν θέλεις, θα γίνεις τίμιος, ειλικρινής με τον Θεό. Δεν χωράει δηλαδή εκεί υποκρισία ή να ξεφεύγεις από δω κι από κει. Οπότε, θα κάνεις σωστή προσευχή.

Για τους λόγους λοιπόν αυτούς πρέπει, παρακαλώ, να αφοσιωνόμαστε κάθε φορά και στα τρία αυτά είδη της προσευχής. Λίγο από το ένα, λίγο από το άλλο και λίγο από το άλλο. Και καλό είναι, έως ότου να μάθουμε να προσευχόμαστε, όλες τις προσευχές, και εκείνες που θα διαβάζουμε από το βιβλίο και εκείνες που θα πούμε με δικά μας λόγια και τη νοερά προσευχή, να τις λέμε φωναχτά, ώστε να τις ακούμε. Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να τις ακούσουν άλλοι, αλλά να τις ακούμε εμείς, έως ότου να μάθουμε να προσευχόμαστε.

Δεν είναι απόλυτο αυτό. Ένας μπορεί να είναι τώρα προχωρημένος, και να μη χρειάζεται να τις λέει φωναχτά. Αλλά όμως, έως ότου να μάθει ο άνθρωπος να προσεύχεται, πρέπει να τις λέει φωναχτά, προπαντός την ευχή. Να λες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και να την ακούς με τα αυτιά σου. Όπως είπαμε, όταν τη λες την ευχή και την προσέχεις, δεν μπορείς να παίζεις. Ή θα την παρατήσεις, ή, αν έχεις λίγο φιλότιμο, θα συνεχίσεις και, εφόσον θα συνεχίσεις, θα μείνει μέσα σου η ευχή.

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…και τούτο το έτος”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2019, σελ. 63.