Dogma

Χριστιανική κοινωνία και γάμος

Του Δρος Θεολογίας Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,, Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

Η ελληνορθόδοξη κοινωνία έχει γαλουχηθεί και μεγαλώσει με τα νάματα της πίστεως και των πατρώων παραδόσεων. Στην κοινωνία των προσώπων σταθμούς αποτελούσαν ανέκαθεν οι βαπτίσεις και οι γάμοι. Και οι δύο αυτοί σταθμοί συνδέονται με τα μυστήρια της πίστεώς μας, μυστήρια σεβαστά από όλους και θεάρεστα, αφού με το πρώτο εισάγεται ο άνθρωπος στην χριστιανική κοινότητα και με το δεύτερο ευλογείται από την Εκκλησία για την εκπλήρωση της ευαγγελικής προτροπής: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε της γης» (Γεν. 9, 1).

Παρ’ ότι ο Κύριος μάς θέλει ελεύθερους και δεν επεμβαίνει στο αυτεξούσιό μας, λέγοντας «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Μαρκ. η΄ 34), για τους Έλληνες Ορθοδόξους που στηρίζονται στον ευαγγελικό νόμο και σύμφωνα με αυτόν πορευόμαστε στην ζωή μας και μέσα από την έννομη συζυγία απολαμβάνουμε τους καρπούς της, τα παιδιά που μας χαρίζει ο Θεός, και που, αν και είναι δικά Του, μάς εμπιστεύεται να διαχειρισθούμε κάνοντάς τα χρηστούς πολίτες της κοινωνίας και μελλοντικούς ουρανοπολίτες.

Η ένωση ανδρός και γυναικός δεν γίνεται στα χαρτιά ενώπιον κάποιας πολιτικής εξουσίας. Γίνεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων και συμβολίζει την ένωση του Χριστού με την Εκκλησία μας. Η ένωση αυτή στοχεύει στην πνευματική τελείωση των προσώπων που αποτελούν το κύτταρο της υπ’ ανάπτυξη οικογενείας, των λεγομένων συζύγων, δηλαδή ανθρώπων που σηκώνουν από κοινού τον ζυγό της καθημερινής ζωής. Και ο Θεός εποίησεν «άρσεν και θήλυ» (Γεν. α΄ 27). Η ένωση αυτών των προσώπων δημιουργεί την ευλογημένη οικογένεια με τους δύο βασικούς της πυλώνες, τον πατέρα και την μητέρα. Παιδιά μεγαλωμένα σε τέτοια οικογένεια ομορφαίνουν την κοινωνία μας με το ήθος, τις αρχές τους, την πίστη τους και την ακέραιη συμπεριφορά τους.

Η χριστιανική διδασκαλία και η Ορθόδοξη παράδοσή μας είναι ξένη με τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων που αποτελούν το συζυγικό ζεύγος, τις οποίες σέβεται μεν, αλλά τις απορρίπτει ως ξένο σώμα στην ζωή των μελών της.  Έτσι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ομοφυλοφιλία, την τόσο μισητή στον Θεό, και να δεχθεί συμβίωση ομοφύλων προσώπων. Τα Σόδομα κατεστράφησαν από την οργή του Θεού για τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες και τάσεις των κατοίκων τους.

Ο Απόστολος Παύλος επίσης καταδικάζει ξεκάθαρα τους ομοφυλοφίλους λέγοντας: «Μη πλανάσθε.. ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε αρσενοκοίται, Βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι» ( Α΄ Κορ. στ΄ 9-10).

Εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, που θλιβόμαστε για το καθημερινά οξυνόμενο δημογραφικό πρόβλημα της πατρίδος μας, που προσπαθούμε να ζήσουμε κάτω από την ομπρέλα της Ορθοδόξου παραδόσεώς μας συνεπείς στον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων «Την πατρίδα ουκ ελλάτω παραδώσω πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι», και που μισούμε την αμαρτία, αλλά αγαπούμε τους αμαρτωλούς, κατανοούμε τους ομοφυλόφιλους και προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε να απαλλαγούν από το θανάσιμο πάθος τους. Είμαστε αγωνιστές της ζωής και θέλουμε, όπως εμείς αγωνιζόμαστε για την κατάκτηση της αρετής έτσι και εκείνοι να αγωνισθούν να απαλλαγούν από το πάθος τους. Τους κατανοούμε, δεν μπορούμε όμως να δεχθούμε νομοθετική τακτοποίηση γάμου και υιοθεσίας. Αυτό απέχει από τις αρχές μας όσο η γη από τον ουρανό. Φοβούμαστε ταυτόχρονα ότι αν «κάμψωμε γόνυ τω Βάαλ» (Ρωμ. ια΄ 4) και απλώς τους συμμερισθούμε, οργή Θεού θα πέσει στην αιματοβαμμένη πατρίδα μας, το λίκνο της ηθικής, της δημοκρατίας, της εν Χριστώ ελευθερίας, της χώρας των Αγίων. Ας προσέξουν οι νομοθέτες και «οι δοκούντες άρχειν των εθνών», για να μην κλαύσουμε αργότερα επί των ερειπίων της πατρίδος μας, όπως η κουκουβάγια. Ας θυμηθούμε τον κυρ- Αλέξανδρο Παραδιαμάντη, που σχετικά έγραφε: «Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαύξ, η θρηνωδούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι κακοί κυβερνήται».