Dogma

Διαλεκτική σχέση Θρησκείας και Επιστήμης

Ἡ σχέση Ἐπιστήμης καί Θρησκείας καί ἡ διαλεκτική τους δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ὀρθά, χωρίς μία σαφῆ ὁριοθέτηση ἀλλά καί μέ τήν συνακόλουθη ἐξέλιξη τῆς στάσης τους.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Μητροπολίτης Μεσσηνίας

Ἡ σχέση Ἐπιστήμης καί Θρησκείας καί ἡ διαλεκτική τους δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ὀρθά, χωρίς μία σαφῆ ὁριοθέτηση ἀλλά καί μέ τήν συνακόλουθη ἐξέλιξη τῆς στάσης τους. Ἀρχικά θά πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι ἡ σχέση αὐτή πέρασε μέ βίαιο τρόπο ἀπό τήν μορφή τῆς ἀλληλοπεριχώρησης καί τοῦ διαλόγου στή πολεμική καί στή συγκρουσιακή ἀντιπαράθεση.

Ἔτσι λοιπόν μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ διαφωτισμοῦ ἡ Ἐπιστήμη ἀντικατέστησε τή Θρησκεία, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀλήθεια, ἀφοῦ πλέον ὁ ὀρθός λόγος καί ἡ πειραματική προσέγγιση τῆς ἀλήθειας δέν φαίνεται ὅτι προσπαθοῦν νά ἀπαντήσουν στό περί ἀληθείας μόνο ἐρώτημα ἀλλά καί νά τό κατανοήσουν καί νά τό ἑρμηνεύσουν.

Ὅλη αὐτή ἡ ἀντιπαράθεση ὁδήγησε ἀφενός στήν ἀντικατάσταση τῆς Θρησκείας ἀπό τήν Ἐπιστήμη μέσα ἀπό τή διαδικασία μιᾶς βέβαιης γνώσης (πείραμα, παρατήρηση) καί ἀφετέρου τήν ἐκτόπιση τῆς Θρησκείας, μέσα ἀπό μία ἀβέβαιη γνώση (ἐμπειρία, βίωμα), στήν ἀτομική καί ἰδιωτική σφαίρα κατανόησης, τῆς ἀλήθειας πού ἐκφράζει ἡ πίστη, μέ τραγικές συνέπειες τήν θρησκοληπτική της ἔκπτωση. Μία τέτοια ὅμως ἀντίληψη συγκρουσιακῆς διαλεκτικῆς ἐπέβαλε τή νοοτροπία τοῦ ἠθικισμοῦ καί τήν ἰδεολογοποίηση τῆς πίστης ἐνῶ ὑποχρέωσε, τήν ἀμφισβήτηση τῆς ὀντολογικῆς θεώρησης τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὡς γεγονότος σχέσης καί κοινωνίας.

Ὕστερα λοιπόν ἀπό μία τοιούτου εἴδους συγκρουσιακή ἀντιπαράθεση καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθεση θεώρηση, εἶναι δυνατόν νά ὁμιλοῦμε γιά διαλεκτική σχέση Ἐπιστήμης καί Θρησκείας ἤ νά ἀναζητοῦμε τά ὅρια τῆς γνωσιολογικῆς σύμπτωσής τους;

Εἶναι δυνατόν νά καθορισθοῦν τά γνωσιολογικά ὅρια μεταξύ Ἐπιστήμης καί Θρησκείας καί μάλιστα μέ μία καταφατική ἀπάντηση;

Μέ ποιό τρόπο εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ διαλεκτική καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων;

Οἱ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά δέν εἶναι καθόλου εὔκολες, ὅταν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ βιομηχανική καί τεχνολογική ἐπανάσταση, ἡ ἐπιστημονική πραγματοκρατεία καί ὁ universalismus ἔχουν ὁδηγήσει καί στήν ἔκπτωση τῆς Θρησκείας σέ μία ψυχολογικοῦ ἤ συναισθηματικοῦ τύπου ἔκφραση ὑποκειμενικῶν δεδομένων καί ἀντιλήψεων, γεγονός τό ὁποῖο συνεπάγεται εἴτε τήν ἀπώλεια τῆς δυνατότητας τῆς ἐπικαιροποίησης τοῦ λόγου της, στό δημόσιο χῶρο τῆς κοινωνίας, εἴτε τήν ἐξυπηρέτηση ἀπολογητικοῦ τύπου καί μόνον θεωρήσεων, ὅπως αὐτή τοῦ Antony Fley, ὅπου κατά δήλωσή του ἡ ἔρευνα τοῦ DNΑ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῆς ζωῆς ὑποστηρίζει ἐπιστημονικά τήν λογικότητα τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι ἀντίθετα ἀπό αὐτό τό ὁποῖο ἐκφράζει ἡ Θρησκεία καί ὑπηρετεῖ ἡ Ἐπιστήμη. Δέν μπορεῖ ἡ πρώτη νά ἐπιδιώκει, ὥστε νά ἀποδείξει τήν ἐπιστημονική ἀξιοπιστία τοῦ γεγονότος τῆς πίστης, οὔτε ὅμως καί ἡ δεύτερη νά ἐπιζητεῖ τήν ἐπιστημονική ὑποστήριξη τῆς ὕπαρξης ἤ μή τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ μεγάλου γενετιστῆ, Francis Collins, καί Προέδρου τοῦ Ἐθνικοῦ Συστήματος Ὑγείας (NIH) τῶν Η.Π.Α., ὁ ὁποῖος στό βιβλίο του Η γλῶσσα τοῦ Θεοῦ ἀντιστρατεύεται μέν τήν ἐπιστημονική ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, ἀποφαίνεται ὅμως, ὅτι ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό εἶναι ἕνα γεγονός ἀτομικό, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θέμα ὄχι τῆς ἐπιστήμης ἀλλά τοῦ ἐπιστήμονα!!! Οἱ θέσεις αὐτές ὅμως ἄν καί προέρχονται ἀπό ἕναν ἐπιστήμονα ἐξαιρετικῆς ἐπιστημονικῆς ἀκρίβειας συγχρόνως ἐκφράζουν ἁπλᾶ καί μόνο μία ἔντονη ἀτομική καί συναισθηματική θεώρηση τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος τῆς πίστης.

Μέ ὅλες τίς παραπάνω ἀναφορές, ἀρκετά ἐπιγραμματικά, προσπαθήσαμε νά διαζωγραφήσουμε τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ἔχει περιέλθει ὁ σύγχρονος διάλογος Ἐπιστήμης καί Θρησκείας, ὡς πρός τίς ἀφετηριακές του ἀρχές, ἀφοῦ τά ὅρια τῆς γνώσης καί τοῦ προσδιορισμοῦ του εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα, τόσο ὡς πρός τήν μεσαιωνική θεώρηση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὅσο καί ὡς πρός τόν πραγματιστικό καθορισμό τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας.

Ἐάν ἡ Ἐπιστήμη ἀντικειμενοποιεῖ τό Θεό καί ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξή του, μέσα ἀπό μία διαδικασία ἀποδεικτικῶν συλλογισμῶν, καί τῆς γνώσης, τότε τόν ἀποσυνδέει ἀπό τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν καθιστᾶ γεγονός νοητικῆς διεργασίας καί ἀντικείμενο λογικῶν ἐπεξεργασιῶν. Μία ὅμως τέτοιου εἴδους θεώρηση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σέ μία ἀμφισβήτηση, ἡ ὁποία εἶναι δυνατόν νά διακηρύξει τήν ἀπόρριψη ἤ τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἐνῶ λειτουργεῖ ἀντιθετικά καί ὡς πρός τό γεγονός τῆς Θρησκείας.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἐάν γιά τήν Θρησκεία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ τό βίωμα καί τήν ἐμπειρία τότε τά κριτήρια τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ὁδηγοῦν σέ μία γνωσιολογική ἀπροσδιοριστεία, ἀφοῦ καμμία βιωματική ἐμπειρία δέν μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ μέσα ἀπό τό πείραμα καί τήν ἐπιστημονική παρατήρηση, ἐνώ μιά τοιούτου εἴδους προσέγγιση ὁδηγεῖ τελικά σέ ἀντίστοιχο ἀντιθετικό ἀποτέλεσμα ὡς πρός τήν Ἐπιστήμη.

Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά εὐδοκιμήσει μία διαλεκτική Ἐπιστήμης καί Θρησκείας στήν ἐποχή μας ;

Τά ἴδια τά ὅρια τῆς γνώσης, στήν διαλεκτική Θρησκείας καί Ἐπιστήμης, ὅπως ἔχουν τεθεί μέχρι σήμερα εἶναι λανθασμένα καί ἐπιπλέον δέν μποροῦν νά καθορίζονται ἀπό τά γνωσιολογικά ὅρια περί τῆς ὕπαρξης ἤ μή τοῦ θείου, ἐπειδή, γιά μέν τή Θρησκεία τό θεῖον εἶναι ἄγνωστο, στίς περισσότερες ὀντολογικές προσεγγίσεις του, γιά δέ τήν Ἐπιστήμη ἀποτελεῖ μία ἀπόλυτα ἀπροσδιόριστη μή κοσμική ἔννοια.

Ἐπιπλέον εἶναι γνωστόν, ὅτι γιά τή Θρησκεία τό θεῖον δέν ἐκλαμβάνεται ὡς μία ἀντικειμενική ἔννοια, ἡ ὁποία κατακτᾶται μέσα ἀπό τήν συλλογιστική τῆς ἔρευνας, τοῦ πειράματος καί τῆς παρατήρησης, οὔτε θεωρεῖται ὡς μία πραγματικότητα ἀποκομμένη ἀπό τή ζωή, ἀλλά σχετίζεται ἄμεσα πρός αὐτή τή ζωή καί πολλές φορές νοηματοδοτεῖ τήν σημασία καί τό ἀληθινό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ζωῆς στό χῶρο καί στόν χρόνο, καί μάλιστα στή βάση μιᾶς σχέσης του μέ τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο καί τό περιβάλλον.

Γιά τήν Ἐπιστήμη, ἡ σημασία, τό περιεχόμενο καί ἡ προοπτική τῆς ζωῆς θεωρεῖται «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ», ὡς τό κατεξοχήν ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς της ἀλλά καί θεώρησης τῆς πραγματικῆς διάστασής της.

Ἔτσι λοιπόν μέ τήν παροῦσα χωροχρονική προσέγγιση καί ὁριοθέτηση τῆς διαλεκτικῆς σχέσης Ἐπιστήμης καί Θρησκείας θεωρῶ, ὅτι ἔχουμε θέσει τό πρῶτο κριτήριο ἀνάπτυξης τῆς διαλεκτικῆς, ἐνῶ μποροῦμε εὐκολότερα νά προχωρήσουμε καί στόν προσδιορισμό τοῦ κατεξοχήν σημείου σύμπτωσής τους, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καί γιά τό ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἴδια ἡ ζωή καί μάλιστα ὡς γεγονός σχέσης του μέ τό ἴδιο τό περιβάλλον καί τούς συνανθρώπους του.

Ὁ ἄνθρωπος, χωροχρονικά ἀποτελεῖ τό πρῶτο, τό οὐσιαστικό καί τό κατεξοχήν στοιχεῖο ὡς πρός τή θεώρηση τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί τήν κορωνίδα κατανόησης τοῦ σκοποῦ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τῆς προοπτικῆς της.

Τά γνωσιολογικά ὅρια λοιπόν Θρησκείας καί Ἐπιστήμης ταυτίζονται μέ τά ἀνθρωπολογικά ὅρια τῆς ζωῆς, ἀφοῦ καί γιά τούς δύο χώρους τό ἐνδιαφέρον εἶναι ἡ περί τοῦ ἀνθρώπου ἀλήθεια ἀλλά καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον μπορεῖ νά ἐπιβιώσει ἡ ἀλήθεια αὐτή.

Ἔτσι λοιπόν ὁ τρόπος προσέγγισης καί κατανόησης τῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού διαφοροποιεῖ μεθοδολογικά τήν Ἐπιστήμη ἀπό τή Θρησκεία. Ἡ μέν πρώτη τόν προσδιορίζει μέσα ἀπό τό πείραμα καί τήν παρατήρηση, ἡ δέ δεύτερη σέ σχέση πρός τό φυσικό περιβάλλον καί τούς συνανθρώπους του, μέσα δηλαδή ἀπό τή θεώρηση μιᾶς συγκεκριμένης στάσης ὕπαρξης καί ζωῆς.

Τό ἐρώτημα λοιπόν, τί εἶναι ἄνθρωπος καί ποιός ὁ προορισμός του, ἀποτελεῖ τό δεύτερο ἀλλά καί οὐσιαστικότερο διαλεκτικό ὅριο μεταξύ Ἐπιστήμης καί Θρησκείας. Μάλιστα γύρω ἀπό αὐτό τό ἐρώτημα διαπλέκεται τόσο τό νόημα γιά τή ζωή, ὅσο καί ὁ σκοπός καί ἡ προοπτική αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ἀπάντησης στό δεύτερο αὐτό ἐρώτημα διαφαίνεται καί ἡ διαφοροποίηση ἀλλά καί ἡ διάκριση στό θρησκευτικό χῶρο.

Ἀπό τή μέθοδο προσδιορισμοῦ καί διερεύνησης τοῦ περιεχομένου τῆς ζωῆς καθορίζεται ἡ ἐπιστημονική πολλαπλότητα καί ποικιλία, ἐκφράζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὄχι μία συγκρουσιακή θεώρηση τῶν δύο δεδομένων, ἀλλά μία συμπληρωματικότητα ὡς πρός τήν ἔννοια «ἄνθρωπος», σέ ἀναφορά πρός τόν τελικό προορισμό του, τήν χωροχρονική του διάσταση καί τήν προοπτική του.

Τά ὅρια λοιπόν τῆς διαλεκτικῆς Θρησκείας καί Ἐπιστήμης εἶναι τά σχεσιακά ὅρια καθορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ προοπτική του ὡς ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Γιά τήν Θρησκεία ἡ προοπτική αὐτή προσδιορίζεται ὡς ἡ κατάσταση τῆς ἀθανασίας. Γιά τήν Ἐπιστήμη ἀποτελεῖ τόν στόχο γιά τήν διατήρηση καί διαιώνιση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Τό πρῶτο ἐρώτημα τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁριοθετεῖ τόν ὁποιοδήποτε διάλογο Ἐπιστήμης καί Θρησκείας, ὡς ἕνα ἐρώτημα καθαρά ὀντολογικό, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στή γνώση καί ὄχι ἁπλᾶ στήν ἠθική κατανόηση τοῦ βαθύτερου περιεχομένου τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό μπορεῖ νά ἀποτελέσει καί τήν κοινή συνισταμένη μεταξύ τῆς ἀλήθειας τῆς γνώσης καί τῆς πίστης.

Τό δεύτερο ἐρώτημα ἀφορά τήν σχεσιακή ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς δηλαδή ἡ σχέση προσιδιάζει στήν ἀλήθεια τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν σύγκλιση μεταξύ Ἐπιστήμης καί Θρησκείας, ἀρκεῖ νά ἐλεχθοῦν οἱ ἀποκλίσεις.

Στό πρῶτο λοιπόν ἐρώτημα τῆς ἀλήθειας γιά τό «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος», ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ψυχοσωματική ὀντότητα. Ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο ἡ ψυχή του ἀλλά ἡ ὀργανική ἑνότητα ψυχῆς, σώματος καί πνεύματος (πρβλ. τά περί δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀναφερόμενα, σῶμα-σάρκα, πνεῦμα-ψυχή. στό Γεν. Β΄, 7). Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεννιέται μαζί μέ τό σῶμα του καί τό σπουδαιότερο δέν ἀναπαύεται «αἰώνια» ἐάν δέν ἀνακτήσει τό σῶμα της (βλ. Ἰεζεκιήλ ΛΖ΄, 4-9). Ἕνας μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τό ἐξέφρασε ἐπιγραμματικά : «Τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι πτῶμα, μά καί ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα εἶναι φάντασμα, δέν εἶναι σέ καμμία περίπτωση ἄνθρωπος. Δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου».

Κάθε λοιπόν θρησκευτικότητα πού καταργεῖ ἤ ἀποδυναμώνει τόν ρόλο τοῦ σώματος καί ἀγωνίζεται μόνο «ὑπέρ σωτηρίας τῆς ψυχῆς» πρός ἐπίτευξη τῆς ἀθανασίας ἀντιβαίνει στήν ἀλήθεια καί στήν ὀντολογική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπίσης κάθε ἐπιστημονική ἔρευνα πού καταργεῖ ἤ ἀμφισβητεῖ τή ψυχή, ὡς στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἐπ’ ὠφελείᾳ μιᾶς σωματικῆς ἀποκλειστικότητας καί ἐπίτευξη μιᾶς τελειότητας ὁδηγεῖται σέ μία μονιστική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί πραγματικότητας.

Ἔτσι λοιπόν ὅσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ψυχή γιά τήν ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου ἄλλο τόσο εἶναι ἀπαραίτητο καί τό σῶμα γιά τήν προσωπική παρουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ τό σῶμα, ὡς στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου, τόν συνδέει ἀδιάρρηκτα μέ τό φυσικό του περιβάλλον καί μέ τούς ἄλλους συνανθρώπους του. Ἡ ἰδιαίτερη αὐτή σχέση του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλά καί μέ τό φυσικό του περιβάλλον εἶναι ἀπαραίτητο γιά νά μποροῦν νά συνυπάρχουν. Ἡ ἄποψη αὐτή ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τίς σύγχρονες θεωρίες τῆς φυσικῆς καί τῆς κοσμολογίας, κυρίως δέ μέ τήν λεγόμενη «ἀνθρωπική ἀρχή» (antropic principle), ὅπου «δέν προσαρμόζεται μόνο ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμο ἀλλά καί ἐπίσης καί ὁ κόσμος στόν ἄνθρωπο» (Berrow and Tipler)».

«Αὐτή ἡ σχέση ἀλληλοεξάρτησης συνεπάγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν νοεῖται ἀποκλειστικά καί μόνος, ἀλλά πάντοτε βρίσκεται σέ μία σχέση ἀνάπτυξης καί δημιουργίας μέ τό φυσικό του περιβάλλον, δίνοντάς του ἕναν ἄλλο προορισμό καί μία ἄλλη θεώρηση καί λειτουργία. Αὐτό ὑποδεικνύεται καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, ὅταν λαμβάνει τήν ἐντολή νά ἐργάζεται καί νά φυλάττει τή δημιουργία (Γεν.Α΄, 26-28 καί Β΄, 15). Χωρίς τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ δημιουργία εἶναι «νεκρά» ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος χωρίς τή φυσική δημιουργία εἶναι «μόνος».

Τέλος ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό φυσικό του περιβάλλον ἀναδεικνύεται καί ἡ τρίτη ἀνθρωπολογική ἀρχή πού εἶναι ἡ «κίνηση», ὡς τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικό πραγμάτωσης τοῦ κόσμου καί τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς, ἀφοῦ ὁ κόσμος δέν ἔγινε ἁπλᾶ γιά νά παραμένει στάσιμος ἀλλά γιά νά «κτίζεται πάντοτε» (Γρηγόριος Νύσσης), δηλαδή γιά νά κινεῖται δυναμικά μέσα στήν ἱστορία καί νά δίνει μία προοπτική σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε ζωή, ἡ ὁποία κατανοεῖται ὄχι μέ τήν ἔννοια κάποιας ἰσόρροπης σχέσης συστατικῶν ἀλλά ὡς γεγονός ἀναφορᾶς καί σχέσης πρός τούς ἄλλους, γι’ αὐτό καί κατά τό λόγο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὁ ἄνθρωπος «καί ᾖρηται καί οὐ παύσεται» Αὐτή ἡ ἔννοια τῆς ἀθανασίας εἶναι στενά συνδεδεμένη, τόσο στή Θρησκεία ὅσο καί στήν Ἐπιστήμη, μέ τήν ἴδια τήν διαινώνιση καί διατήρηση τῆς ζωῆς ἕως ἐσχάτων».

«Στήν μέν Θρησκεία σχετίζεται χρονικά πρός αὐτήν τήν ὑπερχρονική διάσταση τῆς αἰωνιότητας, δηλαδή ὡς τόν ἀγῶνα γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, στήν δέ Ἐπιστήμη κατανοεῖται χωρικά ὡς ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ὁ ὅρος γενικά «ὑγεία» ἐκφράζει τήν στενή, ἰσορροπημένη καί ἀδιατάρακτη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον του, μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁρίζεται καί τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας, ἀντίθετα δέ ὡς ἀσθένεια καθορίζεται ἡ ὁποιαδήποτε διατάραξη ἤ διαταραχή αὐτῆς τῆς ἰσόρροπης σχέσης. Ἡ κατάκτηση ὅμως τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀλλά καί ἡ ἐπίτευξη τῆς ὑγείας ἀπαιτοῦν μία ἀκτητική, ὡς ἀγῶνα μεταμόρφωσης ἔναντι τῆς κάθε μορφῆς ἀλλοτρίωσης, ἀλλοίωσης ἤ καταστροφῆς.

«Μέ βάση λοιπόν ὅλα τά παραπάνω ἀκόμη καί ἡ ἁλματώδης ἐπιστημονική πρόοδος τῆς βιοτεχνολογίας καί οἱ προκλήσεις της γιά τήν ἴδια τή Θρησκεία θέτει νέους προβληματισμούς, ὄχι πλέον ἠθικούς ἀλλά ὀντολογικούς, ἀφοῦ πλέον δέν προσπαθοῦμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα ἐάν ἔχουμε καλό ἤ κακό ἄνθρωπο ἀλλά τελικά ἄν ἔχουμε ἄνθρωπο, μέ τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις πού περιγράψαμε παραπάνω. Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοιαν ἡ «Βιοηθική» θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει ἕνα ἐργαλεῖο σύνθεσης καί ὁριοθέτησης τῆς σχέσης Ἐπιστήμης καί Θρησκείας, ἐνῶ θά μποροῦσε νά συντελέσει στήν ἀπομύθευση ὁποιασδήποτε δυσειδαίμονης ἀλληλοϋπονόμευσης τοῦ ἑνός χώρου ἀπό τόν ἄλλον καί στήν ἀνάπτυξη μιᾶς κοινά ἀποδεκτῆς γέφυρας διαλόγου καί συνεργασίας, πρακτικά καί ἄμεσα, μεταξύ τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας καί τοῦ βιώματος, τῆς ἐρευνητικῆς γνώσης καί τοῦ πειράματος.

Οἱ ἐπιστήμονες ὡς γνωστόν σήμερα κατάφεραν νά χαρτογραφήσουν τά περισσότερα ἀπό τά χρωματοσώματά μας, κάνοντας ἔτσι δυνατό τό χειρισμό τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν χαρτογράφηση κατάφεραν νά καθορίσουν τά χρονικά ὅρια τῆς ζωῆς, νά προσδιορίσουν τήν προοπτική τῆς ζωῆς ἀλλά καί νά ἐπιβεβαιώσουν τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου, σέ σημεῖο μάλιστα νά ὁμιλοῦν πλέον μέ βεβαιότητα γιά τήν «μοναδικότητα τῆς γονιδιακῆς μας ταυτότητας» (πρβλ.Στυλιανός Ἀντωναράκης-Καθηγητής Γενετικῆς)».

«Ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ γονιδιακή χαρτογράφηση ἐπιβεβαίωσε καί τήν ὀντολογική, ὑπαρξιακή καί ζωτική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον του, σχέση ἀλληλοεξαρτώμενη, ἀλληλοπροσδιοριστική, συνεχής καί ἀδιάκοπη, μέσα ὅμως ἀπό τήν ὁποίαν κατανοεῖται καί ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀλλά καί ἑρμηνεύεται ἡ ἐξελικτική καί ἀναπτυξιακή του διαφοροποίηση.

Στήν διαλεκτική λοιπόν Ἐπιστήμης καί Θρησκείας, ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε πλέον νά τά παρατηροῦμε μέ ἀδιαφορία. Εἶναι ἕνα θέμα πού ἀπαιτεῖ προβληματισμό, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῶν συνεπειῶν του. Εἶναι δέ τόσο καινούργιο, ὥστε κάθε προβληματισμός χωρίς ὁριοθετήσεις ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά σέ νέα περίπλοκα ζητήματα σχέσεων καί ὀντολογίας γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νά πῶ, πώς εἶναι μᾶλλον ἀφελές νά ὑποθέσουμε ὅτι μποροῦμε νά τά προσεγγίσουμε ἁπλῶς ὡς θέματα ἠθικῆς ἀξιολόγησης, γιατί ἁπλᾶ δέν δημιουργοῦν θέσεις συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες ζωῆς. Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο νά ἀναπτυχθεῖ ἡ παροῦσα διαλεκτική ὅπου οἱ ἀρνήσεις, οἱ συγκρούσεις, οἱ ἀντιπαλότητες καί οἱ ἰδεοληπτικές ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος δέν θά ἔχουν καμμία πλέον θέση.

*Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε σαν ομιλία απο τον μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, στην εκδήλωση με θέμα:«Επιστήμη και Θρησκεία. Αλληλεπιδράσεις και διάδραση στον πολίτη και στην καθημερινότητά του».