Dogma

Δύο λόγια για την Ημέρα της Κρίσεως

Του Δρ. Αλ. Κωστάρα

Μιλώντας κάποιος αυτή την περίοδο των απόκρεω για ένα κατ’ εξοχήν μεταφυσικό ζήτημα, όπως είναι η Δευτέρα Παρουσία, δείχνει να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Όπως ο ιεροκύρηκας εκείνος, ο οποίος αισθάνεται της ανάγκη να πει δυο λόγια για την άλλη, την μη βλεπόμενη, πλευρά της ζωής, αλλά η συγκυρία που διαλέγει να μιλήσει στους άλλους για ένα ζήτημα που υπερβαίνει τα γήινα είναι ατυχής. Θέλει να τους κάνει κήρυγμα την ώρα που αυτοί  έχουν παραδοθεί στους χορούς, στα γλέντια και στα ξεφαντώματα. Αυτό προσδίδει στο εγχείρημά του ένα τόνο φαιδρότητας. Δεν είμαι ιεροκύρηκας. Ούτε κάν θεολόγος. Και δεν θέλω να κάνω κήρυγμα με τις σκέψεις που διατυπώνω εδώ. Προσπαθώ απλά να σχολιάσω ένα θέμα επίκαιρο ψάχνοντας να βρω συνηχήσεις ανάμεσα στα πιστεύματα που είναι συνυφασμένα με αυτό και σε όσα συντελούνται μέσα στο χρόνο. Έχω λοιπόν απόλυτη συναίσθηση του χρόνου που διάλεξα, για να να διατυπώσω τις σχετικές με την Ημέρα της Κρίσεως σκέψεις μου. Και ο χρόνος αυτός εναρμονίζεται πλήρως με το λειτουργικό τυπικό της Εκκλησίας μας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι όρισαν να εορτάζεται η Ημέρα της Κρίσεως αυτή την περίοδο γνώριζαν πολύ καλά ότι η συγκεκριμένη περίοδος είναι περίοδος των απόκρεω.

Όπως επίσης γνώριζαν από παλιά, τί σηματοδοτεί η περίοδος των απόκρεω για όσους έχουν κοσμικό φρόνημα διασκέδασης, άσχετα αν πέρα από αυτό κουβαλούν μέσα τους και το φόνημα του πιστού. Όπως συμβαίνει με πολλούς κοινωνούς. Είναι περιττό να τονισθεί εδώ ότι το φρόνημα της διασκέδασης, εφ’ όσον αυτό εκδηλώνεται χωρίς υπερβολές με έλλογο τρόπο, δεν είναι ασύμβατο με το φρόνημα του πιστού.  Μόνον ο κόσμος του μοναχισμού είναι αποξενωμένος από τις κοσμικές χαρές. Και η Εκκλησία με τους κανόνες της δεν αποβλέπει ασφαλώς να εντάξει τους πιστούς στις τάξεις του μοναχισμού, αλλά να τους κάνει συνεπείς Χριστιανούς, σύμφωνα με όσα διδάσκει ο Χριστός. Ο μοναχισμός δεν είναι άλλωστε για όλους. Ανήκει μόνο σε εκείνους ή σε εκείνες που έχουν μέσα τους την σχετική κλήση να στραφούν προς αυτόν.

Γυρνώντας με τις σκέψεις αυτές στην σχετική ευαγγελική περικοπή, η οποία διαβάσθηκε στις Εκκλησίες την προηγούμενη Κυριακή και μάς προβάλλει την Ημέρα της Κρίσεως, διαπιστώνουμε ότι η περικοπή αυτή, εάν εξαιρέσουμε το διαδικαστικό μέρος αυτής, δεν μάς λέει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από εκείνο που ομολογούμε κάθε Κυριακή στην Θεία Λειτουργία με το Σύμβολο της Πίστεώς μας.

Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε εδώ, τί λέμε στο «Πιστεύω», που αποτελεί τον Καταστατικό Χάρτη της Ομολογίας κάθε Χριστιανού, και πώς όσα διακηρύσσουμε σε αυτό εναρμονίζονται με όσα μάς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στην ευαγγελική περικοπή για την Ημέρα της Κρίσεως (Ματθ. κε΄ 31-46). Κατ’ αρχάς στο «Πιστεύω»  διακηρύσουμε την πίστην μας στον Ένα αληθινό Θεό-Πατέρα, που είναι ο Δημιουργός του Ουρανού και της Γης και όσων ορατών ή αοράτων περιβάλλουν το Σύμπαν. Ακολουθεί ύστερα η ομολογία της πίστης μας στον Κύριο Ημών Ιησούν Χριστόν, «τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Στην συνέχεια προσδιορίζουμε την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, που Τον βλέπουμε ως «Φως εκ Φωτός» και ως «Θεόν Αληθινόν, εκ Θεού Αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα», είναι δε ομοούσιος προς τον Πατέρα, «δι ου  τα πάντα εγένετο».

Ακολουθεί ο προσδιορισμός της προέλευσής του Χριστού, της ενανθρωπίσεώς Του, αλλά και του λόγου της Πρώτης Παρουσίας Του στην γη, καθώς και του Εκουσίου Πάθους και της Αναστάσεώς Του, αλλά και της Αναβάσεώς Του στους Ουρανούς, στοιχεία που τα συνοψίζουν οι στίχοι: «Τον κατελθόντα εκ των Ουρανών δια την ημών σωτηρίαν και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου  και ενανθρωπίσαντα. Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα. Και αναστάντα τη Τρίτη ημέρα, κατά τας γραφάς. Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός». Και ακολουθεί ο στίχος που συνδέει το Σύμβολον της Πίστεως με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, δηλ. με την Ημέρα της Κρίσεως: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος…». Η διαφορά ανάμεσα στην Πρώτη και στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού στην γη είναι προφανής. Μάς έχει μιλήσει άλλωστε για αυτήν ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος.

Για την Πρώτη Παρουσία Του μας έλεγε συχνά ότι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήλθε, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να τον σώσει από την αμαρτία μεταφέροντας σε αυτόν το Θέλημα του Πατρός Του. Αντιστοίχως στην Δευτέρα Παρουσία Του μας παρέπεμπε ο Ναζωραίος κάθε φορά που μιλούσε για την Ανάσταση των Νεκρών. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους ότι η πεμπτουσία της Χριστιανικής Διδασκαλίας είναι ο Σταυρό-Αναστάσιμος χαρακτήρας της.

Την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και συνακόλουθα την Ημέρα της Κρίσεως την απορρίπτουν όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό και συνεπώς στην Ανάσταση των Νεκρών, την οποία διεκήρυξε ο Ίδιος κατά την Διδασκαλία Του και την επιβεβαίωσε άλλωστε με την δική Του Ανάσταση. Κάποιοι από τους αρνητές της Ημέρας της Κρίσεως την απαξιώνουν με σοφιστική επιχειρηματολογία: «Εάν ο Θεός είναι Αγάπη», λένε, «όπως υποστηρίζει η Χριστιανική Διδασκαλία, τότε δεν μπορεί αυτός ο Θεός της Αγάπης να έχει εκδικητικότητα μέσα του και να τιμωρεί στέλνοντας στην Κόλαση όσους δεν συμμορφώθηκαν με τις εντολές του»! Μια τέτοια προσέγγιση της Χριστιανικής διδασκαλίας διαστρεβλώνει πλήρως το νόημα αυτής. Είναι άλλο πράγμα να απορρίπτει κάποιος την Χριστιανική Διδασκαλία, διότι δεν είναι συμβατή με τις μεταφυσικές του πεποιθησεις (αυτό είναι απολύτως θεμιτό) και άλλο πράγμα να την νοθεύει με δικές του ερμηνείες και να την απαξιώνει, εφ’ όσον δεν ευθυγραμμίζεται με αυτές.

Ο Θεός της Χριστιανικής Διδασκαλίας είναι πράγματι Αγάπη υπό την έννοια ότι βοηθάει τους ανθρώπους να διαμορφώσουν σωστές σχέσεις μεταξύ τους. Η Αγάπη που εδίδαξε ο Ναζωραίος δεν φθάνει ποτέ στον Θεό μέσω μιας αφηρημένης ομολογίας πίστης προς Αυτόν, αλλά μέσω της συμπεριφοράς που δείχνουμε προς τον συνάνθρωπό μας. Προς τον πλησίον. Και αυτό είναι σαφές, μεταξύ άλλων, και από την απλή ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής της Ημέρας της Κρίσεως. Ο Θεός είναι επίσης Αγάπη και όταν ακόμη ξεστρατίζουμε μερικές φορές από τον δρόμο των εντολών Του, εφ’ όσον όμως βρούμε την δύναμη να ομολογήσουμε την πτώση μας και να μετανοήσουμε ζητώντας συγχώρηση από τον Θεό-Πατέρα για αυτήν. Τα παραδείγματα του Ασώτου και του Τελώνη των αντιστοίχων παραβολών, της μεταμεληθείσης πόρνης, αλλά και του ευγνώμονος ληστή επάνω στην σταυρό μάς δείχνουν το μέτρο της Αγάπης που χαρακτηρίζει τον Θεό-Πατέρα απέναντι στους παραβάτες των εντολών Του. Τί σημαίνει, αλήθεια, συγκατάβαση του Θεού προς τους αμετανόητους παραβάτες των εντολών του, την οποία ζητούν κάποιοι στο όνομα της Αγάπης; Πόση δικαιοσύνη θα είχε μέσα της η Αγάπη του Θεού, όπως την εννοούν οι αντιλέγοντες, όταν ο Θεός κατά την Ημέρα της Κρίσεως γνωρίζοντας ως Παντογνώστης ότι κάποιοι έχουν διαπράξει φόνους ή άλλα αναρίθμητα βαρειά εγκλήματα και έχουν πλουτίσει αθέμιτα στην ζωή τους πατώντας επί πτωμάτων αποφεύγει να τους δείξει την πόρτα της Κολάσεως μόνο και μόνο για να μη αδικήσει το στερεότυπο του Θεού που έχουν διαμορφώσει για Αυτόν οι αρνητές Του; Ημέρα της Κρίσεως σημαίνει απόδοση Δικαιοσύνης από τον Θεόν προς τον καθένα κατά τα έργα του.

Όσοι  φοβούνται αληθινά την Ημέρα της Κρίσεως, εάν θέλουν να μη βρεθούν στους κόλπους των κατηραμένων της Κολάσεως, ας φροντίσουν να πράξουν τα δέοντα στην ζωή τους. Αλλιώς, «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».