Dogma

Η Εκκλησία θεραπεύει δεν τιμωρεί

Η Εκκλησία ως «ιατρείο ψυχής» μπορεί να προσεγγίσει και να θεραπεύσει τους πλανεμένους αδελφούς. Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, ο μακαριστός αυτός υπερασπιστής της πίστεως, διέκρινε ότι πολ­λές φορές η επέμβαση του εκκλησιαστικού και οικείου περιβάλλοντος των θυμάτων αποτελεί συνισταμένη πανικού, απόρριψης, αποκλεισμού, λανθασμένης διάγνωσης και το βασικότερο, παντελούς άγνοιας του σεναρίου και της σκηνοθεσίας που μεθοδεύουν οι αιρέσεις με σκοπό να δελεάσουν και να εξασφαλίσει οπαδούς[4].

Η εκ των προτέρων κατ’ αρχάς αποδοχή του άλλου ως έχει, δηλαδή με τα ελαττώματά του, τις αδυναμίες του, την τυχόν εξωτερική του εμφάνιση κ.λ.π. είναι ένα σωστός τρόπος προσέγγισής του. Αγάπη, προς το απολωλός ή τον αδιάφορο θα πρέπει να εκδηλώνεται χωρίς υστεροβουλία. Αυτό που χρειάζεται είναι η περίθαλψη και η απεριόρι­στη αγάπη και κατανόηση. Πολύ σωστά η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρισθεί ως ένα μεγάλο Νοσοκομείο όπου όλοι όσο βαριά άρρωστοι και εάν είναι μπορούν ν’ αποθεραπευτούν. Η Εκκλησία οικοδομείται με τη μετάδοση της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος[5].

Ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας επισημαίνει ξανά και ξανά ότι ο άξιος ποιμένας δεν τρέχει να αναζητήσει το χαμένο πρόβα­το με σκοπό να το δείρει. Κανένας σωστός ποιμένας δεν είναι τόσο σκληρός, ώστε να μη δείχνει έλεος. Γι’ αυτό χρειάζεται σύνεση, κατα­νόηση, αγάπη. Πρόκειται για σοβαρά ασθενείς, που δεν έχουν συναί­σθηση ότι πάσχουν, θεωρούν τον εαυτό τους γιατρό, ικανό να δώσει στον καθένα μας συνταγές θεραπείας[6].
Ο άνθρωπος αναζητεί αγάπη και ζεστασιά. Εάν δεν βιώνει αυτή του τη ανάγκη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής σίγουρα θ’ ανα­ζητήσει να την γεμίσει κάπου αλλού.
Πολλοί συνάνθρωποί μας, λόγω προσωπικών, ψυχολογικών, οικογε­νειακών περιπετειών έχουν βιώσει στη ζωή τους το μαρτύριο της έλλει­ψης ζεστασιάς και αγάπης. Δεν έχουν κάποιο άνθρωπο δίπλα τους για να τους συμπαρασταθεί και να σταθεί δίπλα τους, για να καλύψει το κενό που πρέπει να πληρωθεί με αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά και ενδια­φέρον.
Η επίγεια ζωή του ανθρώπου δεν είναι χαρές και γέλια αλλά κυρίως λύπες και πίκρες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το Θεό. (Γεν. 2.8,15-17,3.1-0). Ο άνθρωπος βιώνει τις συνέπειες της πτώ­σης του, της παρακοής στο θέλημα του Θεού. (Γεν. 3,7-13). Πολλές φορές η ζωή εκδιπλώνεται ενώπιον μας με τραγικό και δραματικό τρόπο. Προσωπικές αποτυχίες, οικογενειακές και κοινωνικές συγκρού­σεις, προσωπικά δράματα, ψυχολογικός κλονισμός, έρχονται να ταρά­ξουν την ύπαρξή μας. Ειδικά, ο θάνατος προσφιλών προσώπων κλονί­ζει τα θεμέλια του ψυχολογικού μας κόσμου, συγκλονίζει συθέμελα το ανθρώπινο είναι. Τα γεγονότα αυτά μας θέτουν ενώπιον των οριακών καταστάσεων που μπορεί να φτάσει η ύπαρξή μας. Βιώνοντας αυτές τις οριακές καταστάσεις, βιώνουμε τον προσωπικό μας Άδη, εκείνη την κατάσταση της απόλυτης μοναξιάς, βρισκόμαστε σε τραγικό αδιέξοδο. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ζεστασιά, συντροφιά, αγάπη, κατανόηση, ένα λόγο παρηγοριάς. Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο άνθρωπος είναι ανοιχτός σε κάθε είδους πράξη αγάπης και φροντίδας και γίνεται ευάλωτος σε «επιθέσεις αγάπης» πολλών αιρετικών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την κατάστα­ση απώλειας προσφιλών προσώπων ο άνθρωπος παρουσιάζει ανησυ­χίες, αγωνίζεται να μάθει την τύχη των αποθανόντων πλέον προσφι­λών του προσώπων, και ενδιαφέρεται να μάθει για τη θρησκευτική και μεταφυσική διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Σε αυτή τη στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν αιρετικοί, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι οποί­οι θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν αυτό το μεταφυσικό κενό του υποψηφίου και βασανισμένου από τα χτυπήματα της ζωής προσήλυτου παρουσιάζοντας τις αφελείς τους διδασκαλίες περί ανάστασης των νεκρών και τη διδασκαλία τους περί της δευτέρας Παρουσίας του Κυρί­ου μας. Παράλληλα, με συνεχείς επισκέψεις αποκτούν μια προσωπική οικειότητα με το υποψήφιο θύμα και του δίδουν ζεστασιά και αγάπη, προσπαθώντας ν’ αναπληρώσουν το δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του. Ο υποψήφιος προσήλυτος τους εμπιστεύεται και η παρουσία του σε μια και περισσότερες συναθροίσεις των αιρετικών αυτών αποτελεί πια θέμα χρόνου.
Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας παρουσιάζει ένα όπλο των αιρέ­σεων και ειδικά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και αυτό είναι ο λεγόμενος «βομβαρδισμός αγάπης». Η αγάπη όμως αυτή ερμηνευομένη από τους σκοπούς που υπηρετεί είναι υποκριτική, επίπλαστη χωρίς βάθος και έννοια. Είναι η «αγάπη» ενός προβατόσχημου λύκου απέναντι σε αγνό αμνό, το δέλεαρ της οργάνωσης για να προσελκύσει τους ανυποψία­στους ανθρώπους στις «φυλακές» της αίρεσης[4].
Η «αγάπη» των αιρετικών μοιάζει με την «αγάπη» που δείχνει ο κυνηγός προς το θήραμά του. Πλησιάζει το θήραμά του με «καλοσύνη», προσπαθεί να γίνει φίλος του, το πλησιάζει σιγά-σιγά, ώστε να μην καταλάβει τις εχθρικές του διαθέσεις, χρησιμοποιεί κινήσεις των χεριών του για να δείξει στο θήραμά του ότι το αγαπά και θέλει μόνο να το ταΐσει και όταν έρχεται σε μια ικανή απόσταση βολής, τότε εκτο­ξεύει τα βέλη του ή χρησιμοποιεί το μαχαίρι του για να το σφάξει και να επιφέρει το θάνατό του.
Αυτού του είδους «αγάπη» είναι «αγάπη των αδελφών στις συνα­θροίσεις» των αιρετικών. Αυτού του είδους η «αγάπη» εφαρμόζεται από τους περισσότερους αιρετικούς οι οποίοι πίσω από αυτή την επί­πλαστη και ουσιαστικά ανύπαρκτη αγάπη καλύπτουν τις πραγματικές διαθέσεις τους.
Ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Είναι ένωση πνευματικού και υλι­κού στοιχείου. Στην ύπαρξή του ενώνεται ο πνευματικός και ο υλικός κόσμος. Είναι ένα όν μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Ο Απόστολος Παύ­λος στην προς Εβραίους επιστολή μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης όταν τον συγκρίνει με το νοητό κόσμο. (Εβρ. 2,7).
Ο Απόστολος Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολή, μας παρουσιάζει την αληθινή έννοια της αγάπης. Η αγάπη είναι η υπέρτατη αρετή, το υπέρτατο πνευματικό απόκτημα, το χάρι­σμα μπροστά στο οποίο φανερώνεται όλος ο πλούτος της εν Χριστώ ζωής. (Α’ Κορ. 13,1) Η αληθινή αγάπη έχει μακροθυμία, δεν κυριαρ­χείται από ζηλοφθονία, ανέχεται τα πάντα και υποχωρεί στα πάντα. (Α’ Κορ. 13,4). Η αληθινή αγάπη δεν κρύπτει ιδιοτέλεια όπως των αιρετικών αλλά ανιδιοτέλεια. Πρέπει ν’ αγαπούμε «εν αγάπη ανυποκρίτω» (Β’ Κορ. 6,6) διότι ο ίδιος ο Θεός «αγάπη εστίν» (Α’ Ιωανν. 4,8)
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή: «Τίς σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι» (Α’ Κορ. 11,29), συμμετέ­χοντας στα υπαρξιακά προβλήματα των Κορινθίων. Η κατανόηση του ανθρώπινου προβληματισμού βοηθά αυτόν που ασχολείται με την σωτηρία των ανθρώπων να συμμετάσχει ουσιαστικά στα προσωπικά προβλήματα του ποιμενόμενου. Η δική μας προσωπική συμμετοχή στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και η κοινωνία αγάπης που θα πρέπει να δημιουργήσουμε θα μας δώσει την δυνατότητα να οικοδομή­σουμε και να εντάξουμε ουσιαστικά τους ανθρώπους στην ποίμνη του Χριστού.
Η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να το κάνει πειθήνιο όργανό της αλλά διότι έτσι εκφράζει τη φύση και την απο­στολή της, αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να τον εξουσιάζει αλλά διότι ακολουθεί πιστά το λόγο του Κυρίου (Ιωάν), η Εκκλησία δεν αγαπά μόνο όσους ανήκουν σε αυτήν αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αυτούς που την αγαπούν και αυτούς που την υπηρετούν και αυτούς που την εχθρεύονται. Είναι η ολοκληρωτική έκφραση της αγάπης.

αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής
[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου. ο.π.. σελ. 13.
[5] Αρχ. Χριστόφορου Τσιάκα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των αιρέσεων και της παρα&ρησκείας. Μια σύγχρονη απειλή για την Ορθόδοξη πίστη και τον πολιτι­σμό μας. Λεμεσός 1993. σελ. 29.
[6] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.ττ., σελ. 242.
[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.π., σελ. 14.