Dogma

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας – Φιλοθεϊτης: Περί εγωισμού

Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἕνα παράλογο πάθος ποὺ μαστίζει κυριολεκτικὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀσθένεια. Τὸν ἐγωιστὴν ἄνθρωπον ὁ ἐγωισμὸς τὸν ρεζιλεύει καὶ τὸν θεατρίζει. Αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καλούμεθα ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ τὸν καταπολεμήσουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτόν.

Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐμπαθὴς κατάστασις τῆς ψυχῆς καὶ στὴν κυριολεξία εἶναι ἐγωισμός. Ὅλα τὰ πάθη, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅλες οἱ πτώσεις, ἔχουν τὴν ἀρχὴ των, τὴν ἀφετηρία των εἰς τὸν ἐγωισμόν. Μεγάλο κακό. Δὲν ἄφηνει τὸν ἄνθρωπο ἥσυχο- τὸν τυρυννεῖ νύχτα – μέρα. Ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό, καὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός.

* * *

Στὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἤμουνα κοντὰ στὸν ἅγιο Γέροντά μου, ὅταν πρωτοπῆγα κοντὰ του ἐκεῖ σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀπαράκλητο τόπο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γνώρισα καὶ εἶδα στὴν πράξη τὸν ἐγωισμό μου.

Ὅταν ἤμουνα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγὼ ἀντιδροῦσα σ’ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, πλὴν ὅμως σιγὰ – σιγὰ οἱ ἔπαινοι μοῦ κάνανε κακὸ καὶ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ εἶδα στὴν πράξη, ὅταν ἔβαλα τὴν κατὰ Θεὸν ἀρχὴν νὰ θεραπευθῶ ψυχικὰ ἀπὸ ὅλα μου τὰ πάθη.

Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε ὁ Γέροντας τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴν θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζότανε αὐστηρὰ – μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα. Ὁ ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καὶ μοῦ ἔλεγε· γιατί μόνο σὲ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ παιδεία, γιατί νὰ μὲ μαλλώνει, γιατί καὶ γιατί… Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελλάκι μου καὶ ἔπαιρνα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:

«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακὰ· τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἴχανε μεγάλη κακία ἀπέναντί σου. Καὶ ἐσὺ ἀνεξικάκως ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴν δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρωμαι καὶ νὰ λέω, γιατί μοῦ βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου; Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνον πρέπει νὰ κάμνω ὑπομονὴν νὰ σηκώσω τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖο μοῦ χάρισε ἡ ἀγαθότης Σου πρὸς σωτηρίαν μου».

Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλαυθμὸν ἔνοιωθα μία γιγάντωση μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ γιὰ νὰ δεχθῶ στὴν συνέχεια τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
* * *

Πολλὰ παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώπων μᾶς δίνουν πολὺ κουράγιο γιὰ νὰ σηκώσωμε καὶ ἐμεῖς αὐτὸν τὸν σταυρόν, αὐτὴ τὴ δυσκολία στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ τρομεροῦ ἐγωισμοῦ. Κακὸ πάθος, δύσκολο. Τὴν καρδιὰ τὴν ἔχει περιπλέξει πολὺ δύσκολα. Γι’ αὐτὸ ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς ἐρήμου, ὁ Ποιμήν, λέγει, ὅτι «ὁ θέλων ἀνασπᾶσαι», ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξερριζώνει τὰ πάθη του, πονάει καὶ αἱμορραγεῖ. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια.

Ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξει, μᾶς προσβάλει, ἀμέσως μέσα μας γίνεται ἕνα κλώτσημα, μία δυσκολία ἐσωτερική, μία στενοχώρια, ἕνας πνιγμός, μία πίεσις ὅπου μᾶς σπρώχνει νὰ ἀντιμιλήσωμεν, νὰ ἀνταποδώσωμε, νὰ θυμώσωμε σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μᾶς ἔκανε τὸν μέγα. Ἐκείνη τὴν ὥρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται νὰ καταπιοῦμε μέσα βαθειὰ στὴν ψυχή μας, τὸ φαρμάκι αὐτὸ τοῦ ἐγωισμοῦ. Νὰ πνίξουμε τὸ θηρίο ποὺ ἔρχεται νὰ βγεῖ πρὸς τὰ ἔξω γιὰ νὰ μᾶς ἐνοχοποιήσει. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια, σὲ κάθε τέτοια περίπτωση, ἀντιμετωπίσωμε τὸ κακὸ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πνίγοντας τὸ θηρίο ὅταν πρόκειται νὰ βγεῖ πρὸς τὰ ἔξω, σὺν τῷ χρόνῳ ἐσωτερικὰ θὰ ψοφήσει. Ὅταν ἕνα θηρίο τὸ κλείσει κανεὶς μέσα σ’ ἕνα κλειστὸ χῶρο καὶ δὲν τὸ τροφοδοτεῖ, δὲν τοῦ ρίχνει τροφή, κατὰ φυσικὴ συνέπεια, μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα χρόνου θὰ τελειώσει. Ἔτσι καὶ μὲ τὸ θηρίο αὐτὸ τοῦ ἐγωισμοῦ, ἐὰν δὲν τὸ τροφοδοτοῦμε μὲ ὑποχωρήσεις, χάριτι Θεοῦ σιγὰ – σιγὰ θὰ ἐκλείψει.

Μία παρθένος πῆγε στὸν Ἀββᾶ Παμβὼ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀββᾶ, ἐγὼ νηστεύω πολὺ καὶ τρώγω ἀνὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Κάνω καὶ διάφορες ἄλλες ἀσκήσεις. Ἔχω ἀποστηθίσει τὴν Πάλαιαν καὶ Καινὴ Διαθήκη. Τί μοῦ ὑπολείπεται ἀκόμη νὰ πράξω, ὥστε νὰ φθάσω στὴν τελειότητα;»
Ὁ σοφὸς γέροντας τῆς λέγει:
«Παιδί μου, λέγει, ὅταν κανεὶς σὲ ὑβρίσει, σὲ χλευάσει, σοῦ φαίνεται μέσα σου σὰν νὰ σὲ ἐπαινεῖ;»
— Ὄχι.
— Ὅταν σὲ ἐπαινεῖ κάποιος, σοῦ φαίνεται μέσα σου σὰν νὰ σὲ ὑβρίζει;
— Ὄχι Ἀββᾶ.
— Ἄντε παιδάκι μου πήγαινε, λέγει, καὶ τίποτα δὲν ἔχεις κάνει μέχρι τώρα.

Ὁ Ἄββας Ποιμὴν εἶχε ἄλλους ἕξι ἀδελφούς. Ὁ μεγαλύτερος ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ. Καὶ κάποτε ὅλοι μαζὶ πήγανε καὶ κατοικήσανε σὲ ἕνα κελλί, σὲ ἕνα παληὸ εἰδωλεῖο ποὺ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ ἦταν στημένο ἕνα ἄγαλμα, μία θεότης. Καὶ κάποια ἡμέρα ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ, κατὰ παράδοξο τρόπο, πῆγε καὶ ἄρχισε νὰ πετροβολεῖ, νὰ ρίχνει πέτρες στὸ ἄγαλμα καὶ νὰ τὸ ὑβρίζει. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγε καὶ τὸ προσκυνοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε πολλά, ἔτσι, ἐπαινετικὰ λόγια.

Ὅταν εἶδαν τὸν Ἀββᾶ Ἀνοὺβ νὰ κάνει κάτι τέτοιο, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ρώτησαν:
— Γέροντα μ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανες τί θέλεις νὰ μᾶς διδάξεις;
— Νά, λέγει, ὅταν μὲ εἴδατε ποὺ πῆγα καὶ τὸ λιθοβολοῦσα καὶ τὸ ὕβριζα τὸ εἴδωλο αὐτό, μοῦ ἀπαντοῦσε;
— Ὄχι.
— Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα, εἴδατε νὰ τὸ προσκυνῶ καὶ νὰ τὸ ἐπαινῶ, εἴδατε πάλι νὰ μοῦ πεῖ τίποτα;
— Ὄχι, Ἀββᾶ.
— Ἐ, ἂν θέλετε κι ἐσεῖς νὰ μείνουμε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ βιώσουμε μὲ ἀγάπη, ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε. Νὰ ὑπομένουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

* * *

Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι μία κληρονομία ποὺ δεχθήκαμε ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Καὶ οἱ πρωτόπλαστοι ὑποσκελίσθησαν ἀπὸ τὸν διάβολον, τὸν ἑωσφόρο. Ἐκεῖνος ξεκίνησε τὸ θέμα.

Ὁ ἑωσφόρος εἶχε τὸ πρῶτο τάγμα τῶν ἀγγέλων. Ἦταν τὸ πλησιέστερο πρὸς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἀπελάμβανε τὴν πρώτη χάρη. Ἐδέχετο τὶς πληροφορίες, τὶς ἀποκαλύψεις πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα 9 τάγματα. Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴ δόξα του καὶ τὴ χάρη του, σκέφτηκε πονηρὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ. «Ἀναβήσομαι ὑπεράνω τῶν νεφελῶν καὶ ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ». Ἔλεγε στὸ λογισμὸ του ὁ ἑωσφόρος: «Γιατί ὁ Θεὸς νὰ εἶναι τόσο ψηλά; Γιατί νὰ ἔχει αὐτὴ τὴ δόξα; Γιατί νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Γιατί νὰ τοῦ ὑποτάσσονται τὰ πάντα. Καὶ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ γίνω Θεός; Θ’ ἀνεβῶ κι’ ἐγὼ ψηλὰ καὶ θὰ καθίσω δίπλα Του. Θὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὅμοιός Του. Καὶ θὰ μὲ προσκυνοῦν τὰ πάντα. Καὶ θὰ ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν ἴδια δόξα.

Ὅταν σκέφτηκε αὐτὰ καὶ τὰ πίστεψε, ἀμέσως ὁ Θεὸς τὸν ἀπέρριψε ἀπὸ τοῦ προσώπου Του• τὸν κατέρραξε κάτω. Ὅλο τὸ τάγμα χάθηκε στὴν ἄβυσσο. Ἔτσι καὶ κάθε ὑπερήφανος καὶ ἐγωιστής· ἀποβάλλεται ἀπὸ τὸν Θεόν.

Ἀλλὰ ὁ διάβολος, ὁ ἑωσφόρος, δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἰδικὴν του μόνον πτῶσιν, ἀλλὰ φθόνησε καὶ τὸν ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον εἶχε πλάσει κατὰ ἰδιαίτερον τρόπον ὁ Θεός. Καὶ τὸν εἶχε κάμει βασιλέα μέσα στὸν παράδεισον, καὶ εἰς ὅλην τὴν κτίσιν. Σοῦ λέγει: «Γιατί αὐτὸς νὰ ἀπολαμβάνει τέτοια εὐτυχία; Ὄχι! Καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ προσβάλει τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ Τοῦ ὑποτάσσεται· καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ πλανηθῆ. Καὶ τὸν πλησιάζει καί τοῦ ψιθυρίζει τά ἴδια πράγματα, μέ τό νά τοῦ πεῖ «γιατί ὁ Θεός νά σοῦ ἀπαγορεύσει νά φᾶς ἀπό αὐτό τόν καρπό· αὐτό εἶναι πονηριά τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή γίνεις κι ἐσύ Θεός, ὥστε νά γνωρίζεις τό καλό καί τό κακό, τό πονηρό καί τό ἀγαθό φάε καί θά δεῖς ὅτι θά γίνεις Θεός».

Τόν ἄκουσε ὁ πρωτόπλαστος καί στή συνέχεια ἔγινε τό παραπάτημα· γνώρισε στήν πράξη ὅτι ἔπρεπε νά πειθαρχήσει στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωισμός ἔβγαλε τούς πρωτοπλάστους ἀπό τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Κληρονομήσαμε καί μεῖς σάν μία περιουσία τόν ἐγωισμό αὐτό καί τώρα ὑποφέρουμε καί ἀγωνιζόμαστε μέχρις αἵματος γιά νά ἀπαλλαγοῦμε.

Ὁ μοναχισμός εἶναι τό ἄμισθο ἰατρεῖο εἶναι ἡ κλινική τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος γιά νά γίνει καλά. Τόν καλεῖ ὁ Θεός μέ κλήση ἁγία καί τόν φέρνει μέ τήν ἀγάπη του σ’ αὐτό τό ἰατρεῖο.

Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τή θεραπεία του καί φωνάζει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

-Ναί, θά σέ ἐλεήσω, ἀπαντᾶ ὁ Θεός. Καί ἀρχίζει ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τή θεραπεία.

Μᾶς στέλλει διάφορες θλίψεις, ἐπιτρέπει πειρασμούς. Καί ὅλα αὐτά εἶναι τά φάρμακα, τά πικρά φάρμακα πού θεραπεύουν τή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

Βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι στόν καιρό τῆς ἐγχειρήσεως ἤ τῆς ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως δέν πονᾶ, δέν ἀγωνίζεται νά ξεπεράσει τό πόνο καί τή θλίψη ὡστόσο ὅμως στό τέλος τῆς θεραπείας γίνεται ψυχικῶς καλά.

Ὅταν ὁ Γέροντάς μου ἦταν ἀρχάριος στήν ἔρημο, ἦταν στήν ὑποταγή τοῦ γέροντα Ἐφραίμ, ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἕνα γεροντάκι εὐλογημένο. Κάποτε ἕνας γείτονας μοναχός, δέν γνωρίζω τί εἶχε συμβεῖ, τό ἔθλιβε τό Γεροντάκι. Ὁ παππούς φώναζε διότι δέν μποροῦσε νά τά βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, ἔβγαζε φωνές, τσίριζε …; Ὁ Γέροντας ὁ δικός μου, νέο παιδί, δυνατό πού μποροῦσε νά τά βάλει μέ δέκα ἀνθρώπους, ὅταν ἄκουγε τό Γέροντά του νά φωνάζει ἔξω καί ὁ ἄλλος νά σηκώνει τό ἀνάστημά του, μέσα του ἄρχιζε νά βράζει ὁ θυμός καί ἡ ὀργή. Μόλις εἶδε τόν κίνδυνο ὅτι ἄν βγεῖ ἔξω δέν μποροῦσε νά προβλέψει τί θά συνέβαινε, σάν νέος πού ἦταν, ἀμέσως τρέχει στήν ἐκκλησία, γονατίζει κι’ ἀρχίζει νά φωνάζει: «Παναγία βοήθησέ με». Καί ἄρχισε νά κλαίει, νά κλαίει, καί νά παρακαλεῖ, ὥστε νά ἐπέμβει ἡ Παναγία νά βοηθήσει μή τυχόν καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση βγεῖ ἔξω. Καί ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ, καί ἔχυσε πολλά δάκρυα, τότε εἶδε τό θηρίο τοῦ ἐγωισμοῦ καί τοῦ θυμοῦ νά μαλακώνει καί νά ὑποχωρεῖ. Ὅταν εἶδε ὅτι ἦρθε σέ μία κατάσταση πού μποροῦσε νά βγεῖ ἔξω καί νά μιλήσει μέ πραότητα καί ἠρεμία, βγῆκε καί ἀπάλλαξε, βέβαια μέ ἤρεμο τρόπο καί μέ εὐγένεια, τόν γέροντα ἀπό τό γείτονα. Καί αὐτό μᾶς τό ἔλεγε σάν παράδειγμά τοῦ πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ ἐγωισμός στή πράξη.

Ἔρχεται καί στόν μοναχό ὁ πειρασμός καί τοῦ ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα μέ ἐκεῖνα πού ψιθύρισε στόν Ἀδάμ. Ἄν ὁ Γέροντας τόν μαλώνει ἤ τοῦ κόβει τό θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ὁ ἐγωισμός καί ψιθυρίζει στό μοναχό νά ἀντιλογήσει, νά φιλονικήσει, νά στήσει τό δικό του θέλημα μ’ αὐτό τόν τρόπο δέν πρόκειται νά θεραπευθεῖ ποτέ.

Ὁ μοναχός πρέπει νά ἔχει συνεχῶς τήν προσοχή γιά νά ἀντιμετωπίζει τήν κάθε περίπτωση, τόν κάθε πειρασμό μέ ἐπιτυχία, ὥστε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Στή θέση τοῦ παλαιοῦ νά μπεῖ ὁ νέος, ὁ κατά Χριστόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπάθειας καί τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἀγώνας δέν εἶναι μικρός, οὔτε καί σέ λίγο χρόνο κατορθώνεται ἡ νίκη καί ὁ θρίαμβος κατά τοῦ ἐγωισμοῦ. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.

Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ λέει: «Μέ λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μή σοῦ συντρίψει τά ὀστᾶ.»

Αὐτό τό θηρίο εἶναι ὁ Ἐγωισμός. Σάν λιοντάρι παραφυλάει καί μᾶς ἐπιτίθεται. Ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε στά χέρια μας τό ὅπλο καί τό μαχαίρι τῆς ἀντιρρήσεως κατά τῶν λογισμῶν.

Οἱ τύραννοι τῶν χριστιανῶν στούς χρόνους τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσαν νά παρασύρουν τούς Μάρτυρες στό νά ἀρνηθοῦν τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τούς ὑπόσχονταν πολλά πλούτη, δόξες τιμές. Οἱ Μάρτυρες ὅμως δέν ὑποχωροῦσαν. Θριαμβευτικά ὁμολογοῦσαν τή πίστη στό Χριστό καί στό τέλος δέχονταν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, καί ἔτσι ὁ Χριστός δοξαζόταν.

Καί τώρα οἱ τύραννοι τῶν παθῶν μᾶς πιέζουν. Τά πάθη μᾶς ὑπόσχονται, ἄν ὑποχωρήσουμε, ἀπόλαυση καί ἱκανοποίηση. Δέν πρέπει ὁ μοναχός νά ὑποχωρεῖ σέ μία τέτοια βία, ἀλλά νά ἀντιστέκεται μέ ὅλη τήν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καί νά περιμένει μετά ἀπό μία νόμιμη πάλη τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ Μάρτυρες μαρτύρησαν σέ λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σέ λίγα λεπτά δεχθήκανε τό στεφάνι. Ὁ μοναχός μαρτυρεῖ συνέχεια, σέ ὅλη του τή ζωή. Ὄχι σέ ἕνα τύραννο ἄλλα σέ πολλούς. Κάθε πάθος καί ἕνας τύραννος. Γι’ αὐτό ὄχι λιγότερο θά στεφανωθοῦν οἱ μοναχοί πού θά ἀντισταθοῦν στή βία τῶν παθῶν καί θά ὁμολογήσουν τήν καλή ὁμολογία τῆς ἀσκήσεως, τῆς μή ὑποχωρήσεως.

Μᾶς σπρώχνει τό πάθος τῆς ἀντιλογίας. Ἐμεῖς πρέπει νά βάλουμε ἐμπόδιο, φράγμα, νά ἀνοίξουμε ὄρυγμα, νά πέσει τό ἅρμα τῆς ἀντιλογίας μέσα μας.

Ὁ ἀγώνας πρέπει νά εἶναι συνεχής. Νά μήν παρουσιάζουμε κενά διότι τά κενά τά ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καί σφηνώνει μέσα στά κενά καί μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση ἐπικίνδυνη. Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ἀκατάπαυστη. Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο μας. Καί μόνο νά προσεύχεται κανείς, ὁ διάβολος δέν τόν πλησιάζει εὔκολα.

Ἄς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον κυρίως αὐτοῦ τοῦ πάθους, διότι ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Καί τό κυρίως φάρμακο κατά τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ Κύριός μας, μᾶς εἶπε· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ ταπείνωση καί ἡ πραότητα χαρίζουν μία πνευματική ἀνάπαυση στή ψυχή. Τῆς χαρίζουν φῶς καί βλέπει καθαρότερα τά πράγματα.

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τήν ταπείνωση τήν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τήν ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί μπόρεσε καί κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί μπόρεσε ἡ γῆ νά τόν δεχθεῖ χωρίς νά καταφλεχθεῖ.

Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ὅπου καί ἄν σταθεῖ, ὅπου καί ἄν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καί γίνεται ἀγαπητός καί προσφιλής. Τήν ταπείνωση οἱ δαίμονες τήν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ ἕναν ὑποτακτικό.

Ἕνας χριστιανός εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καί τήν πῆγε σέ πολλούς γιατρούς ἀλλά δέν βρῆκε τή θεραπεία της. Αὐτός ὁ χριστιανός εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μέ τούς μοναχούς, καί λέγοντάς του τό παράπονο, τόν πόνο του γιά τό κορίτσι του, τοῦ λέει ἐκεῖνος «Τό παιδί σου θά βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καί ἔλθει στό σπίτι σου καί κάνει μία εὐχούλα, θά δεῖς ἀμέσως τό παιδί σου θά γίνει καλά.

-Καί ποῦ θά τόν βρῶ ἐγώ αὐτόν τόν μοναχό;

-Νά! Κάτω στήν ἀγορά κατεβαίνουν, λέει, ἀπό τήν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοί μοναχοί καί πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχό πές του· «Ἔλα στό σπίτι νά σοῦ πληρώσω τά ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δέν ἔχω χρήματα». Καί πές του νά σοῦ κάνει μία εὐχή καί θά δεῖς ὅτι τό παιδί σου θά γίνει καλά.

Αὐτός ἀμέσως τό πρωί κατεβαίνει στήν ἀγορά, βλέπει ἕνα νέο μοναχό νά πουλᾶ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.

Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τά δίνεις αὐτά;

-Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.

-Μπορεῖς νά ἔλθεις μέχρι τό σπίτι νά σέ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δέν ἔχω χρήματα;

-Ἔρχομαι, λέει.

Καί ἀφοῦ προχωροῦσαν πρός τό σπίτι καί πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τό πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νά πάρει τό ἐξιτήριό του καί νά φύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καί αὐτός. Καί μπαίνοντας ὁ μοναχός μέσα στό σπίτι, τόν συναντᾶ ἡ κόρη καί σηκώνει τό χέρι καί τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μονάχου. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ προσώπου καί τοῦ δίνει καί ἀπ’ ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καί ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω κι’ ἔβγαζε ἀφρούς. Καί στό τέλος, φεύγοντας τό δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ μέ βγάζει καί μέ διώχνει. Καί ἀμέσως τό παιδί ἔγινε καλά.

Ὁ ὑποτακτικός αὐτός, ἀπό τήν πράξη αὐτή φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχός ὁ ὁποῖος θά εἶχε ἐξασκηθεῖ στήν παιδεία καί τή θεραπεία τῆς ψυχῆς του.

Στήν προσευχή μας πάντοτε νά παρακαλοῦμε καί νά δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ αὐτό τό θηρίο, τόν ἐγωισμό, καί νά μᾶς χαρίζει τήν ἁγία ταπείνωση τῆς ψυχῆς.