Dogma

Κυριακή Β´ Λουκά: Η αγάπη δεν είναι λόγια, είναι πράξεις

(Λουκ. 6.31-36) «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρ­μο­νες καθώς καί ὁ πα­τήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».

Μιά ἐντολή πού ὑπερ­βαίνει τά μέτρα καί τίς συνήθειες τῶν ἀν­θρώπων τῆς ἐπο­χῆς του δίδει σήμερα ὁ Χριστός μέ τό εὐ­αγ­γελικό ἀνά­γνω­σμα πού ἀκούσαμε. Στήν ἐντολή τοῦ Μω­σαϊκοῦ νόμου πού ζη­τοῦσε ἀπό τούς τηρητές του νά ἀνταποδίδουν τό καλό σέ ὅσους τούς ἔκαναν καλό, ἀλλά ταυ­­­τόχρονα ἐπέτρεπε καί τήν ἀνταπόδοση τοῦ κακοῦ, ὁ Χριστός ἀντιπαραθέτει τήν νέα ἐντολή τῆς ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης πού δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά αἰ­σθή­ματα καί τή στάση τοῦ ἄλλου ἀπέναντί μας, μιᾶς ἀγά­πης πού δέν ἔχει τήν ἀναφορά της στήν ἰδέα τοῦ δι­καίου ἤ τοῦ ἀδίκου, ἀλλά ἀνα­φέρεται ἀπευ­θείας στόν Θεό, γι’ αὐτό καί παίρνει νέες δια­στά­σεις καί χαράσ­σει νέα ὅρια. «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρ­μο­νες», ζητᾶ ὁ Ἰη­σοῦς, ὄχι μόνο πρός αὐτούς πού σᾶς φέρο­νται μέ καλό τρόπο, σ᾽ αὐτούς πού σᾶς ἀγα­ποῦν ἤ σᾶς εὐεργέ­τη­σαν, γιατί αὐ­τό εἶναι αὐτο­νόητο, εἶ­ναι ἀπολύτως φυσικό καί δέν ἔχει καμιά ἀξία στά μάτια τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν ἀποδεικνύει τίποτε γιά τήν ποιότητα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που· γιατί δέν ἀπαιτεῖ οὔτε κόπο, οὔτε προ­σπά­­θεια, οὔτε καλλιέρ­γεια. Ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τούς μαθητές τους νά καλύψουν μέ τήν ἀγάπη τους ὅ,τι κακό μπορεῖ νά τούς συμ­βαί­νει, ὅ,τι κακό μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τούς ἄλλους καί νά ἀπευθύ­νεται σ’ αὐ­τούς. Τούς ζητᾶ ὄχι μόνο νά τό καλύ­ψουν μέ τήν ἀγά­πη τους ἀλλά καί νά τό ἐξαλείψουν καί νά τό νικήσουν, γιατί γνω­ρί­ζει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι κυ­ρίως μία δύ­ναμη ψυ­χῆς, εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώ­που, ἐφόσον ἡ ἀγάπη εἶναι τό θ­εμέλιο καί ἡ ἀφετηρία τῆς δημιουρ­γίας του.
Γι’ αὐτό καί παρότι ἀκούεται ἀδιανόητο γιά τά ἀνθρώπινα δεδο­μένα, νά ἀνταπο­δί­δει κανείς ἀγάπη σ’ αὐτόν πού τοῦ ἔκανε κα­κό, ὁ Χριστός τό ζητᾶ ἀπό ὅλους μας, στηρίζοντας τήν ἐντολή του στόν ἴδιο τόν Θεό. «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ πα­τήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».
Ἄν ὁ σκοπός τοῦ ἀν­θρώπου στή γῆ εἶ­ναι, ἀδελφοί μου, νά μιμη­θεῖ τόν Θεό, ἐφό­σον πλάσθηκε «κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσίν» του, τότε δέν ὑπάρχει καμία ἀμ­φιβολία ὅτι πρέπει νά τόν μιμηθεῖ καί στήν ἀγάπη καί τήν εὐ­σπλαγ­­χνία του. Ἤ μᾶλ­λον πρέπει νά τόν μι­μη­θεῖ πρωτίστως σ’αὐ­τές, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρωπος εἶναι ἀπο­τέλε­σμα τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐ­σπλαγ­­χνίας τοῦ Θεοῦ.
Ἄς σκεφτοῦμε, ἀδελ­φοί μου, ὅτι ὁ Θεός δη­μιούργησε τόν ἄνθρω­πο ἀπό ἀγάπη, γιατί ἤθελε νά ἀπολαμβάνει μαζί του ὅ­λον τόν ὑπέ­ροχο κόσμο πού ἔπλασε γιά χάρη του. Ὁ Θεός συντηρεῖ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀγά­πη καί εὐσπλαγχνία, πα­ρότι ὁ ἄνθρωπος καί ὡς πρόσωπο καί ὡς γένος πολλές φορές πα­ρέβη τίς ἐντο­λές του, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, τόν ἀμφι­σβήτησε, τόν ἀρνήθηκε, ἁμάρτησε, κυ­λίσθηκε στόν βοῦρκο τῆς ἀκο­λασίας.
Ἄν ὁ Θεός φε­ρόταν ὅπως ἐμεῖς, τότε θά εἶχε καταστρέψει τόν κόσμο, θά εἶχε τι­μω­­ρήσει τόν ἄνθρωπο, πού τοῦ φέρθηκε τό­σο ὑβριστικά καί ἀγνώμο­να. Καί ὅμως ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν τόν κατέστρε­ψε, ἀλλά μέσα στό ἄπει­ρο ἔλεος καί τούς οἰ­κτιρ­μούς του προσέφε­ρε γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀπο­κατά­στασή του στό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἐξέπεσε, τόν μονογενῆ Υἱό του. Τόν ἔστειλε στή γῆ, τόν ἀνέ­βασε στόν Σταυρό καί μᾶς ἔδειξε μέ τόν πιό ἐμφαντικό τρόπο ποιός εἶναι ὁ δρόμος πού πρέπει νά ἀκο­λουθή­σουμε, ποιά πρέ­πει νά εἶναι ἡ στάση μας ἀπέ­ναντι στούς συνανθρώπους μας, ὑπομνη­μα­τίζοντας καί μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐντο­λή πού μᾶς εἶχε ἤδη δώσει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰ­κτίρ­μων ἐστί».
Ἀδελφοί μου, ἡ αγάπη δέν εἶναι λόγια, εἶναι πράξεις, δέν εἶναι ἀό­ριστο συναί­σθη­μα, εἶναι στάση ζωῆς ἀπέναντι στόν ἀδελ­φό μας, εἶναι ἀγώνας, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά προσ­φέρεις ἀγάπη, ὅταν δέν γνω­ρί­ζεις τόν ἄλλο ἤ ὅταν ὁ ἄλλος σέ ἔχει κάνει νά πονέσεις. Ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐ­σπλαγχνία εἶναι ἀγώνας, γιατί προϋπο­θέ­τει ὅτι ἔχεις νικήσει τόν ἐγωισμό καί τόν ἀτομισμό σου· καί ἄν τό ἔχεις καταφέρει αὐ­τό, τότε προσεγγίζεις τό ἰδα­νικό σου, προσεγ­γί­ζεις τήν ἁγιότητα, προ­σεγγίζεις τόν Θεό, ὅπως τό ἔκαναν καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτόν τόν ἀγώνα ἄς ἀποφασίσουμε νά ἀνα­λά­βουμε καί ἐμεῖς, ὥστε νά ἐπιτύχουμε τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων