Ο απόστολος Παύλος παροτρύνει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5.17). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σημειώνει ότι «πιο πολύ πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό [και φυσικά να προσευχόμαστε] παρά να αναπνέουμε» (Λόγος 27, Θεολογικός Α΄, 4).
Φοβερός λόγος! Χωρίς αναπνοή δεν ζούμε ούτε για λίγο. Άρα δεν μπορεί χωρίς συντροφιά με τον Θεό να ζήσει η ψυχή ούτε για ελάχιστο. Η προσευχή είναι ο ομφάλιος λώρος ο ζωοδότης, είναι ο σωλήνας του αστροναύτη ο τροφοδότης.
Ας θυμηθούμε και τον βασιλιά Δαβίδ που του «βράχνιασε ο λάρυγγας» κράζοντας στον Θεό (Ψαλμ. 68.4).
Η αδιάλειπτη, «ακοίμητη» προσευχή αγίασε την ατμόσφαιρα των αρχαίων μοναστικών κέντρων Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Καππαδοκίας κλπ. Αγιάζει και σήμερα το Άγιον Όρος. Είναι όμως κατορθωτή από μη μοναχούς;
Η Γραφή απευθύνει το «αδιαλείπτως» προς όλους, και όχι αποκλειστικά στους μοναχούς. Μα αλήθεια είναι βαρύς ο λόγος. Είναι εύκολο στον σύγχρονο άνθρωπο να προσεύχεται διαρκώς; Μπορώ να περπατώ στον δρόμο και να έχω ανοιχτή τη Σύνοψη και να διαβάζω; Ή η νοικοκυρά να μαγειρεύει στην κουζίνα, και με τα βρεγμένα χέρια να γυρίζει τα φύλλα του προσευχηταρίου; Αυτός που βαδίζει δεν θα πέσει πάνω στους άλλους; Της νοικοκυράς δεν θα της «πιάσει» το φαγητό; Πώς είναι δυνατό να προσεύχεται αδιάλειπτα;
Με την ευχή! Δεν χρειάζονται βιβλία, δεν χρειάζεται ν’ απασχολούμε τα μάτια μας. Και ένας τυφλός λέει την ευχή· ελάχιστες λέξεις που απομνημονεύονται αμέσως. Να γιατί η ευχή είχε και έχει τόσο μεγάλη διάδοση.
Οδηγείς το αυτοκίνητό σου; Λέγε την ευχή. Είσαι στο εργαστήρι σου, στο κατάστημά σου, στο εργοστάσιό σου; Τα χέρια ας κάνουν τη δουλειά τους, και ο νους τη δική του, την ευχή. Είσαι μητέρα και ετοιμάζεις το φαγητό της οικογένειάς σου; Λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς». Μέσα στο υλικό (στην τροφή) βάλε και το πνευματικό (την προσευχή). Νοστίμεψε το πιάτο του συζύγου και των παιδιών σου. Είσαι γιαγιά και χαϊδεύεις το εγγονάκι σου; Λέγε και καμιά ευχή για τούτο. Ας την ακούει και το παιδάκι να μαθαίνει. Βρίσκεσαι μέσα σε συνωστισμό; Ίσως κανείς τους δεν προσεύχεται. Δεήσου συ για όλους.
Την ευχή τη χρησιμοποιεί – την καλλιεργεί, κατά τη μοναχική ορολογία – και ο άγιος που έχει φθάσει σε μέτρα τελειότητας, ο όσιος στην έρημο, μα και ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος, που βαδίζει στην πολύβουη και πολύκοσμη έρημο της Αθήνας. Ταιριάζει σε ποικίλες συνθήκες. Διάλεξε και πάρε.
Ας έχουμε δε υπ’ όψιν ότι προσευχή είναι ό,τι γίνεται κατά Θεόν. Αληθινά, όταν κάνουμε διανοητική εργασία ή κοιμόμαστε, δεν είναι δυνατό να λέμε προσευχή. Ο Παύλος που έθεσε το «αδιαλείπτως», οριοθέτησε και τα πλαίσιά του: «Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α΄ Κορ. 10.31). Συμβουλεύει, βλέπουμε, να γίνονται προς δόξαν Θεού και οι πιο υλικές εκφάνσεις του βίου, το φαΐ και το ποτό.
Όταν λοιπόν δεν ζεις για να τρως (γαστρίμαργα), αλλά τρως για να ζεις όπως θέλει ο Θεός, όταν κατακλίνεσαι όχι για αμαρτία αλλά για να αναλάβεις δυνάμεις, ώστε την επομένη να κινηθείς και να πολιτευθείς όπως θέλει ο Θεός, προς δόξαν Θεού, αυτό είναι ένα είδος προσευχής. Η δοξολογία είναι το ένα συστατικό της – το δεύτερο είναι η ικεσία.
Ιερομόναχος Ιουστίνος