Dogma

Ο Αββάς Σιλουανός που αγάπησε την ακτημοσύνη

Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος

Στον Ευεργετινό διαβάζουμε για τον αββά Σιλουανό που αγάπησε την ακτημοσύνη. Ο μαθητής του Ζαχαρίας, με τη σύμπραξη άλλων αδελφών, γκρέμισε το μεσότοιχο του φράχτη της καλύβης του αββά Σιλουανού και μεγάλωσε τη χωρητικότητά του.

Και αυτό για να μπορούν οι ασκητές της Σκήτης να καλλιεργούν περισσότερα λαχανικά και φρούτα για τις ανάγκες τους. Όταν, όμως, είδε ο Σιλουανός αυτή την εικόνα, αντέδρασε ως τού υποδείκνυε η πατρική και πνευματική του ιδιότητα: ως αββάς! Εφόρεσε το εξώρασό του και απειλούσε να φύγει οριστικά από την καλύβη, εάν δεν τακτοποιούσαν το φράχτη ως είχε, επαναφέροντας δηλαδή αυτόν στα αρχικά του όρια. Οι Μοναχοί, από φόβο μήπως στερηθούν στ᾿ αλήθεια, τον πνευματικό τους πατέρα, έσπευσαν να ικανοποιήσουν αμέσως το αίτημά του και η ειρήνη του Θεού επανήλθε στη φιλακόλουθη και φίλεργη Σκήτη τους (τόμος Δ’, Υπόθεσις Α’, ιζ’ 4, σελ. 33).

Πολλά, όμως, έχει να μας διδάξει και η απλότητα και άκρα ακτημοσύνη του αββά Μεγεθίου. Συνήθιζε να αφήνει το κελλί του και να εγκαθίσταται σε νέο, αρκετά μακριά από πριν, σε νέους τόπους, για νέες πνευματικές μάχες και αγωνίσματα. Όταν δε, τον ρωτούσαν πώς, πού αφήνει τα υπάρχοντά του, εκείνος, με αρκετή δόση απορίας στο πρόσωπό του, απαντούσε: «Μα δεν τ᾿ άφησα, εδώ, μαζί μου τα έχω! Και έβγαζε από το ράσο του τη ραφίδα, τη βελόνα με την οποία έκαμνε το εργόχειρό του και έσκιζε κλάδους φοινίκων! Μόνο αυτό είχε περιουσία επί της γης, εκείνος ο μακάριος!

Την ίδια πάλι στιγμή, χωρίς υπερβολή στα γραφόμενά μου, εμφανίζουμε και την αναίσχυντη συνήθεια να τρέμουμε την ελεημοσύνη! Ναι, και όμως, να τρέμουμε! Οικειοποιούμαστε τοιαύτης κλίμακας σπουδή και την ακάματη προσπάθεια να συγκεντρώσουμε όσα περισσότερα επί της γης, αλλά ούτε να ακούσουμε περί ελεημοσύνης. Αδέκαστοι, ανάλγητοι, αδιάφοροι, ασυγκίνητοι, αλλαχού πάντοτε τυρβάζοντες και μ᾿ άλλα ασχολούμενοι.

Ρώτησε κάποιος τον αββά Σεραπίωνα: «Αββά, ειπέ μοι ωφέλιμον λόγον ». Ο Σεραπίων ζήτησε να επισκεφθεί το κελλί του, σχεδόν απέναντι από τον δικό του τόπο ασκήσεως. Τότε ο αββάς τού υπέδειξε το ράφι του κελλιού, που ήταν γεμάτο βιβλία, και είπε: «Τι ημπορώ να σου είπω; Συ επήρες τα χρήματα των ορφανών και των χηρών και τα ετοποθέτησες εδώ. Εις τον ασκητήν δεν χρειάζονται τόσα πολλά βιβλία» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Υπόθεσις Α’, ιζ’ 5, σελ. 33).