Dogma

Ο Θεός προσκαλεί τον άνθρωπο στην Εκκλησία

Είναι πρώτιστον καθήκον της Εκκλησίας η ανεύρεσις εξαγιασμένων ανθρώπων, διότι τα άγια έργα της εκκλησίας πρέπει να διακονούνται υπό ανθρώπων εξαγιασμένων όχι ως τυχόντες υπάλληλοι και εργάται μισθωτοί, αλλά ως λειτουργοί μυσταγωγοί, προσφέροντες λατρείαν θεού κατενώπιον Εκείνου και με την δύναμιν Εκείνου.  

Αρχιμανδρίτης Κων/νος Χαραλαμπόπουλος

Η ευλογία και η χάρις του Θεού ήνοιξεν την οδόν της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Ενότης, αδελφική αγάπη, διακονία δια τους πάσχοντας και ενδεείς, τις χήρες, τα ορφανά. Ο αναστάσιμος ενθουσιασμός πληρούσε την καρδίαν όλων. Όμως «πληθυνόντων των μαθητών» ανεφύησαν προβλήματα.

Οι «Ελληνισταί» Χριστιανοί, προερχόμενοι εκ των Ιουδαίων της διασποράς, ήγειρον παράπονα εναντίον των «Εβραίων» των Χριστιανών, που ήσαν γηγενείς Ιεροσολυμίται. Είχον την εντύπωσιν ότι «παραθεωρούντο αι χήραι αυτών». Αυτό το μήνυμα έλαβον οι Απόστολοι. Της δυσλειτουργίας της Εκκλησιαστικής κοινότητος. Ήλθεν λοιπόν η ώρα της οργανώσεως της Εκκλησίας, για να ημπορέση να επιτύχη έτι περισσότερον τον σκοπόν της.

Οι Απόστολοι ησχολούντο με το κήρυγμα, αυτό ήτο το πρωταρχικόν και κύριον μέλημά των και όχι η διακονία του φαγητού και άλλων ζητημάτων, τα οποία θα ηδύναντο κάποια άλλα μέλη της Εκκλησίας να διαχειρισθούν. Εξέλεξαν λοιπόν επτά αξίους άνδρας, τους Στέφανον, Φίλιππον, Πρόχορον, Νικάνορα, Τίμωνα, Παρμενάν και Νικόλαον Αντιοχέα. Τους «έστησαν» ενώπιον των Αποστόλων και εκείνοι κατεκύρωσαν με ειδικήν ευλογίαν την εκλογήν και «προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας». Τώρα, το πνευματικόν έργον της Εκκλησίας θα συνεχίζετο απροσκόπτως.

Ο λόγος του Θεού ηύξανε, ο αριθμός των μαθητών «επληθύνετο σφόδρα» και όχλος πολύς «υπήκουον τη πίστει» έσπευδον να μαθητεύσουν και να υπαχθούν εις την νέαν θρησκείαν του Ναζωραίου. Επληρώθη λοιπόν ένα κενόν εις την όλην δομήν της Εκκλησίας δια της αποκλειστικής ενασχολήσεως των επτά διακόνων εις την όλην διοργάνωσιν του έργου της φιλανθρωπίας.

Εβοήθησαν ούτως το έργον της Εκκλησίας, διότι ήσαν άνθρωποι «πλήρεις Πνεύματος Αγίου». Εκινούντο με την πνοήν του Αγ. Πνεύματος. Η πρωτοχριστιανική κοινότης των Ιεροσολύμων διαφοροποιείται εκ των κατεστημένων κοσμικών αντιλήψεων της ζωής. Οι όλες εκδηλώσεις της είναι γεμάτες εκ πνεύματος αγάπης Χριστού και αντανακλά την κατά Χριστόν «καινήν ζωήν».

Εντεύθεν, η Εκκλησία επορεύθη εις τα ίδια πρότυπα των Αποστόλων. Κατέστησεν συνεργούς τα πιστά μέλη της, αναθέτουσα εις αυτά αρμοδιότητας. Έως της σήμερον η Εκκλησία αναθέτει διακονίαν εις τα μέλη της κληρικούς και λαϊκούς δια την καλλιτέραν διαποίμανσιν του έργου της.

Πρότυπα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων αποτελούν αι Ιεραί Μοναί της Εκκλησίας μας, δια της βιώσεως του αρχαίου κοινοβιακού συστήματός της.Εκεί ο ορθόδοξος τρόπος ζωής δεν ενυπάρχει εγωκεντρικά αλλά ζει εν στενή σχέση με τους εν Χριστώ αδελφούς. Έχομεν και σήμερον ανάγκην από εκλεκτά στελέχη δια την Εκκλησίαν, τα οποία με ευσυνειδησίαν να επιδοθούν εις το έργον που θα τους ανατεθεί. Όπως ήσαν εκείνοι οι επτά διάκονοι που αναφέρονται εις το σημερινόν αποστολικόν ανάγνωσμα.

Είναι πρώτιστον καθήκον της Εκκλησίας η ανεύρεσις εξαγιασμένων ανθρώπων, διότι τα άγια έργα της εκκλησίας πρέπει να διακονούνται υπό ανθρώπων εξαγιασμένων όχι ως τυχόντες υπάλληλοι και εργάται μισθωτοί, αλλά ως λειτουργοί μυσταγωγοί, προσφέροντες λατρείαν θεού κατενώπιον Εκείνου και με την δύναμιν Εκείνου.

Ας ρίψωμεν ένα βλέμμα εις τας Ιεραποστολικάς κοινότητας, εκεί όπου οι αδελφοί μας γνωρίζουν τώρα την αλήθειαν του Ευαγγελίου και τους αγωνιστάς κληρικούς που διοργανώνουν την τοπικήν εκκλησίαν. Αναζητούν στελέχη που να ενυπάρχει εντός αυτών ο σπόρος της μεταδόσεως της πίστεως και δια των οποίων να λαμπρύνεται και να ακμάζη διαρκώς η Εκκλησία, λουσμένη δια του φωτός και της χαράς της Αναστάσεως του Κυρίου.

Ο Θεός προσκαλεί τον άνθρωπον να μετάσχη του ουρανίου φυράματος της Εκκλησίας και να εμφορείται από την αύρα του Αγίου Πνεύματος. Όλοι είμεθα χαρισματούχοι του Αγίου Πνεύματος. Βαπτιζόμεθα, χριόμεθα, κοινωνούμεν εκ του θειοτάτου ποτηρίου της ζωής. Αυτά τα χαρίσματα ενός εκάστου εξ ημών σκιαγραφούν την χριστιανικήν ζωήν, όπου το συστατικόν της είναι η κοινωνία αγάπης. Αυτήν την αγάπη πρέπει να κατέχουν τα μέλη και στελέχη της Εκκλησίας παντός βαθμού και διακονήματος δια την επίτευξιν του σωτηριώδους έργου Της.