Dogma

Οι διωγμοί των Ελλήνων προ του 1922

Οι διωγμοί των Ελλήνων κατά το 1913 και 1914, στα πλαίσια της ήττας των Τούρκων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, αποτέλεσαν την αρχική φάση του τουρκικού σχεδίου, το οποίο αναδείχθηκε κραυγαλέα με τη Γενοκτονία των Αρμενίων (1915-1916) και φυσικά την ολοσχερή εξαφάνιση της Μητροπόλεως της Ιωνίας, της Σμύρνης, το 1922.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.

Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικού

Διωγμοί των Ελλήνων προ του 1922. Οι Τουρκικές διώξεις του Θρακικού, του Μικρασιατικού και του Ποντιακού Ελληνισμού στα 1913-1914 και 1916-1922, όπως και η Αρμενική Γενοκτονία 1915-1916, αποτέλεσαν την έμπρακτη απόδειξη της πολιτικής των εθνικιστών Νεοτούρκων, των οποίων ο στόχος ήταν ο εκτουρκισμός ή η εξολόθρευση των αλλοεθνών κατοίκων της θεμελιωμένης στη βία και το αίμα Αυτοκρατορίας τους.

Με τη μέθοδο των απελάσεων, των εκτοπισμών ή και της οργανωμένης φυσικής εξόντωσης, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να απαλλαγούν από τους “επικίνδυνους” γι᾽ αυτούς υπηκόους τους αντιλαμβανόμενοι ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναμετρηθούν μαζί τους ιστορικά και πολιτισμικά.

Οι διωγμοί των Ελλήνων κατά το 1913 και 1914, στα πλαίσια της ήττας των Τούρκων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, αποτέλεσαν την αρχική φάση του τουρκικού σχεδίου, το οποίο αναδείχθηκε κραυγαλέα με τη Γενοκτονία των Αρμενίων (1915-1916) και φυσικά την ολοσχερή εξαφάνιση της Μητροπόλεως της Ιωνίας, της Σμύρνης, το 1922.

Άλλωστε για τις προς Δυσμάς (Βαλκάνια και Ευρώπη) βλέψεις της, η Τουρκία θεωρούσε πάντα την Ελλάδα ως το μεγαλύτερο εμπόδιό της.

Τον Μάιο του 1914 ο Πρόεδρος της Οθωμανικής Βουλής Χαλήλ Μπέη είπε, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ άλλων τα εξής: «Απευθύνομαι προς το Έθνος μου, και συνιστώ να μη λησμονήσει την Θεσσαλονίκη, λίκνο της ελευθερίας και του Συντάγματος, το καταπράσινο Μοναστήρι, το Κόσοβο, το Σκούταρι της Αλβανίας, τα Ιωάννινα και την ωραία Ρωμυλία. Ζητώ από τους δασκάλους, τους δημοσιογράφους και από όλους τους διανοούμενους να υπενθυμίζουν συνεχώς στη γενιά μας και τις μελλοντικές γενιές, με τα άρθρα και την ηθική επιρροή τους, ότι πέρα από τα σύνορα υπάρχουν αδέρφια, που πρέπει να ελευθερωθούν και τμήματα της πατρίδας μας, που πρέπει να ανακτηθούν» (Jakob M. Landau, Παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, σ. 80).

Το απόσπασμα αυτό, όπως και άλλες πληροφορίες γύρω από τον απρόκλητο επεκτατισμό των Τούρκων, έχουμε πάρει από το εγκεκριμένο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο βιβλίο του αειμνήστου Υποστρατήγου, και λογίου ιστορικού, Ελευθερίου Παπαγιαννάκη, με τίτλο Η Εξολόθρευσις της Ελληνικής Ομογένειας και η Τουρκική κατά της Ελλάδος επιβουλή, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995, σ. 13.

Δεν είναι υπερβολή να αναφερθεί, ότι ολόκληρη η ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν μία ιστορία κατακτήσεων, αίματος και καταστροφών.

Το 1326 (πριν από το 1453) είχαν εφαρμόσει το παιδομάζωμα για τη συγκρότηση των επιλέκτων σωμάτων των Γενιτσάρων, από μικρά παιδιά ελληνικών οικογενειών. Εφάρμοζαν τον βίαιο εξισλαμισμό των υποδούλων πληθυσμών με απάνθρωπα αντίποινα κατά των εναντιουμένων.

Ο επιφανής Άγγλος πολιτικός (τέσσερις φορές Πρωθυπουργός) του 19ου αι. Gladstone (Γλάδστον) ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ήταν στο σύνολό τους (οι Τούρκοι) από την πρώτη μέρα που μπήκαν στην Ευρώπη, το μόνο δείγμα της ανθρωπότητας που έδειξε τη μεγαλύτερη έλλειψη ανθρωπισμού. Οπουδήποτε και αν πέρασαν μία πλατειά κηλίδα αίματος έδειχνε το πέρασμά τους· σε όλη την έκταση της κυριαρχίας τους ο πολιτισμός εξαφανιζόταν».

Συμπληρώνοντας αυτά τα λόγια ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο Clemenseau (Κλεμανσώ) πρόσθεσε: «…σε όποια χώρα εγκαθιδρύθηκε τουρκική κυριαρχία σημειώθηκε μείωσις της υλικής ευημερίας και υποβάθμισις του πολιτισμού».

Στο τέλος του 19ου αι. η τουρκική επίθεση κατά των Αρμενίων μετατράπηκε σε σφαγή. Είναι γνωστό το ολοκαύτωμα χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών που είχαν καταφύγει στη μεγάλη αρμενική εκκλησία της Ούφρα. Δεν επιθυμούμε να προχωρήσουμε σε φρικιαστικές λεπτομέρειες.

Οι υπόδουλοι λαοί πίστεψαν στις ψεύτικες υποσχέσεις των Νεοτούρκων, οι οποίοι, κατά την Επανάστασή τους στις 19-7-1908, ταύτισαν τα δήθεν φιλελεύθερα ιδεώδη τους με τα ιδεώδη της Γαλλικής Επαναστάσεως. Όμως από την πρώτη στιγμή οι Νεότουρκοι φοβήθηκαν ότι υπό ελεύθερες και ισότιμες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο ιδίως των Ελλήνων, όπως και των Αρμενίων, οι οποίοι, κατά την άποψη των σφαγέων, θα διεκδικούσαν αργότερα και την εθνική τους αυτονομία. Τέθηκε έτσι σε εφαρμογή ένας φανερός γενικός διωγμός που εκδηλώθηκε με τρομακτική συχνότητα σ᾽ ολόκληρη τη Μακεδονία. Ο πυρήνας αυτής της κατατρόπωσης ήταν το μίσος εναντίον της Ορθοδοξίας και της κραυγαλέας πνευματικής υπεροχής της έναντι του Ισλάμ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα πάντοτε θύματα των Τούρκων ήταν οι Πρόκριτοι και οι Ιερείς. Η κοινή συμφορά που βρήκε τότε τους Ορθοδόξους Έλληνες, Βουλγάρους και Σέρβους τους ανάγκασε να ενωθούν και να κηρύξουν τον Οκτώβριο του 1912 τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο.

Οι Τούρκοι γνώριζαν καλά ότι ο συνεκτικός ιστός μεταξύ των Λαών της Βαλκανικής ήταν, από την εποχή του Βυζαντίου, το πανανθρώπινο πνεύμα της Ορθοδοξίας, της οποίας οι ρίζες ήταν βαθιά θεμελιωμένες σ᾽ αυτούς τους λαούς, γιατί η χριστιανική πίστη εξασφαλίζει ανυπέρβλητη δύναμη, που δεν μπορεί να την κάμψει μία ανθρώπινη δύναμη που βασίζεται στη βία, στο αίμα, στην απελπισία και στα δάκρυα.

Στη σημερινή γυμνή από Έλληνες Μικρά Ασία, ένας σημανικός αριθμός Τούρκων βιώνει την ηρεμία και τη γαλήνη που εκπέμπουν τα ορθόδοξα αγιάσματα, κρατώντας έθιμα και παραδόσεις τις οποίες άλλοτε μοιραζόταν με τους συντοπίτες και τις συντοπίτισσες Έλληνες και Ελληνίδες.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους το ηττημένο Τουρκικό Κράτος δεν κρυβόταν, όπως παλαιότερα, πίσω από συμμορίες ατάκτων.

Ο υπουργός Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλαάλ, εμπνευστής της επιχειρήσεως γενοκτονίας, με απόρρητη διαταγή του, τον Μάιο του 1914, ορίζει προς τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές: «Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι της περιφέρειας αποτελούν πλειονότητα, η οποία δυνατόν να αποβεί επικίνδυνη. Όλοι όσοι ζουν στα παράλια της Μ. Ασίας πρέπει να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν στους νομούς Ερζερούμ, Ερζιτάν και αλλού. Αν αρνηθούν να εκκενώσουν τις περιοχές τους, δώστε οδηγίες στους Μουσουλμάνους αδελφούς μας να τους εξαναγκάσουν μεταχειριζόμενοι κάθε μέσον και κάθε είδους έκτροπα. Οι Έλληνες πρέπει να υπογράψουν βεβαίωση ότι εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους θέληση…».

Αυτό το τηλεγράφημα προς τον Τούρκο Διοικητή της Σμύρνης αποκάλυψε και δημοσίευσε στις 29-7-1916 η γαλλική εφημερίδα “Le Temps” (Ελευθ. Παπαγιαννάκη έ.α., σσ. 51-52).

– Την Άνοιξη του 1914 απελαύνονται μέσα σε μια νύκτα οι Έλληνες της Περγάμου.

– Λίγο αργότερα σφάζονται οι κάτοικοι της Φώκαιας και λεηλατούνται οι περιουσίες τους. Την ίδια τύχη είχαν και οι κάτοικοι άλλων πόλεων της Μ. Ασίας, ενώ εκτοπίζονται στα βάθη της Ασίας 284.172 Έλληνες της Θράκης και της Μακεδονίας.

–  Οι εκτοπίσεις που έγιναν κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με τις προηγούμενες εκτοπίσεις, υπερβαίνουν τις 774.235 Έλληνες. (Η ακριβής αυτή καταγραφή εμποδίσθηκε τότε από πολλούς παράγοντες).

Πριν εκθέσουμε τα γεγονότα τα σχετικά με τον οριστικό ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις Μικρασιατικές και Θρακικές εστίες του θα αναφερθούμε στην προσπάθεια αυτονόμησης των Ποντίων μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό (1919).

Οι Έλληνες του Πόντου, σε συνεργασία με τους Αρμένιους, προσανατολίσθηκαν προς ένα αυτόνομο Ποντοαρμενικό Κράτος. Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης διαδραμάτισε τότε ένα σημαντικό ρόλο, ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων του Πόντου, απέναντι των Τουρκικών και Ρωσικών Αρχών. Αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Τον Ιανουάριο του 1920 υπογράφηκε συμφωνία για τη συγκρότηση αυτού του κράτους μεταξύ του Μητροπολίτη Χρύσανθου και του Πρωθυπουργού των Αρμενίων Χατισιάν. Η συνθήκη των Σεβρών αναγνώρισε (θέρος του 1920) αυτή τη συμφωνία για ένα Ποντοαρμενικό Κράτος εκτεινόμενο από την Τραπεζούντα έως τα αρμενικά σύνορα της Καυκασίας (σημερινή Γεωργία). Όμως τον Νοέμβριο του 1920 οι Αρμένιοι νικήθηκαν στο Ερζερούμ από τον Κεμαλικό στρατό και οι Έλληνες του Πόντου έμειναν στο έλεος της τουρκικής εκδίκησης σε μία εποχή εθνικού φανατισμού, που τον τροφοδοτούσε η παρουσία του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Από τότε άρχισε να εκδηλώνεται καθαρά η μανία των Τούρκων εναντίον των Ποντίων, ενός πυκνού και ακμαίου ελληνικού πληθυσμού με αδιάσπαστη από την αρχαιότητα ιστορική ενότητα και κοινωνική συνοχή, που συνέχιζε με γενναιότητα να υποστηρίζει και να ανθίσταται στη βίαιη παρέμβαση εξωγενών παραγόντων, ως μία συνέχεια της Ακριτικής παράδοσης. Τον Δεκέμβριο του 1920, με τη συνθήκη του Alexandropol η Κεμαλική Τουρκία και η Σοβιετική Ένωση μοίρασαν μεταξύ τους αρμενικά εδάφη, ενώ εκδηλωνόταν η συνεχής προσπάθεια των Τούρκων εθνικιστών για την εξολόθρευση του Γένους των Ποντίων.

Οι επαναστατικές αυτές κινήσεις των Ποντίων και των Αρμενίων, η παρουσία του Ελληνικού στρατού και η διείσδυση των Άγγλων, των Γάλλων και των Ιταλών στα ενδότερα της Ανατολής, τόνωσαν τον εθνικισμό των Τούρκων οι οποίοι, με αδιαφιλονίκητο ηγέτη τον Μουσταφά Κεμάλ, αξιωματικό του στρατού και ηγετικό στέλεχος των Νεοτούρκων (το 1908), αποφάσισαν τη δυναμική συγκρότηση εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο Κεμάλ δυνάμωσε τον στρατό του με πλήθος στρατιωτών που είχαν λιποτακτήσει από τα σουλτανικά στρατεύματα. (Στη συνθήκη των Σεβρών ο Σουλτάνος είχε υπογράψει και τον αφοπλισμό του στρατού του). Έτσι ο Κεμάλ σταθεροποίησε το ρόλο του σωτήρα του Τουρκικού λαού.

Άλλωστε από τον Μάιο του 1919 ο Κεμάλ είχε αρχίσει να διαμορφώνει σχέδια δράσης ενάντια στους ξένους που είχαν εισβάλει στη χώρα του: Οι Έλληνες διεκδικούσαν πολιτικά τη Σμύρνη. Για οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα οι Γάλλοι είχαν διεισδύσει στην Κιλικία, οι Ιταλοί είχαν αποβιβαστεί στην Αττάλεια, οι Άγγλοι σε διάφορα στρατηγικά σημεία και ο συμμαχικός στόλος έλεγχε τα Στενά μαζί με την Οθωμανική Κυβέρνηση της Κων/πόλεως.