Dogma

Παγκόσμιες διαστάσεις της προσευχητικής άσκησης και της λειτουργικής διάστασης της προσευχής (Α’)

Ο χριστιανός δεν «γεννᾶται», αλλά «ἀναγεννᾶται» στη σφαίρα του παγκοσμίου γίγνεσθαι μέσω της λατρευτικής διάδρασης της προσευχής, που δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς.

Του Δημητρίου Λυκούδη,

Διευθυντού Σύνταξης εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»

Η επίκληση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, μέσα στα πλαίσια της οποίας λαμβάνει χωρα η διάδραση της λειτουργικής διάστασης της προσευχής, είναι πράγματι επίκληση στο φρόνημα της Εκκλησίας. Πάντοτε η Εκκλησία είχε τη γνώση και κατανόηση της αλήθειας, της οντολογικής αλήθειας με την έννοια της αποκαλύψεως. Αυτή η αποκεκαλυμμένη αλήθεια έχει χαρακτήρα οικουμενικό και παγκόσμιο, δεν περιορίζεται, αυτοπροσδιορίζεται. Η μέθεξη στην αλήθεια που επιτυγχάνει ο προσευχόμενος μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής είναι μέθεξη στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος, μέθεξη στην αλήθεια του προσώπου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και μέσω αυτού στην κοινωνία με όλη την υπόλοιπη κτίση, πανανθρώπινη και παγκόσμια.

Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσεως Γιαννουλάτος γράφει: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀνήγγειλε ὁ Ἰησοῦς εἶναι πρός ὅλους ἀνοιχτή. Μέ τό γεγονός αὐτό, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό θεμελιῶδες πιστεύω τῶν ἐνσυνείδητων Χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἀρχίζει μία νέα κίνηση πρός ἑνότητα μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, μία ἄλλης τάξεως καί ποιότητος “κοινωνία”. Γιά τόν σκοπό αὐτό συγκαλεῖται ἐν Χριστῷ ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος “εἰς κοινωνίαν ἀγάπης”, καταργουμένων ὅλων τῶν συνόρων: φυλῶν, γλωσσῶν, φύλων, τάξεων, πολιτιστικῶν προϋποθέσεων. Ἡ ἀληθινή χριστιανική Ἐκκλησία δέ νοεῖται ἐντούτοις σάν μία νέα, κλειστή στόν ἑαυτό τῆς κοινότητα, σάν ἐταιρία ἡ ὁποία ζητᾶ τή δική της αὔξηση πρός ἐνίσχυση τῶν δυνάμεών της, ἀλλά ὡς σύμβολο, ὡς σημεῖο τῆς ποθητῆς παγκοσμίου ἑνότητος. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς “μυστήριον”, ὡς ζωτικός πυρήνας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πέραν τῶν αἰσθητῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Καθετί πού κατέχει, καθετί πού πράττει, ἀνήκει στόν κόσμο ὁλόκληρο· γίνεται – πρέπει νά γίνεται – πρός χάριν ὁλόκληρής της οἰκουμένης»[1].

Και συνεχίζει: «πρόκειται ἀκόμη γιά ἑνότητα πού δέν στηρίζεται στν ἰσοπέδωση καί δέν ὁδηγεῖ στή δημιουργία μάζας, σέ σύμφυρμα. Εἶναι ἡ ἑνότητα ἑνός ὀργανισμοῦ καί ὄχι ἑνός βράχου. Ὁ πιστός ἀποτελεῖ ζωντανό κύτταρο τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας. Κάθε πρόσωπο καί κάθε σύνολο προσώπων καλεῖται νά πραγματοποιήσει τόν ἰδιαίτερο ἑαυτό του, νά ἀναπτύξει τίς ὑπάρχουσες μέσα τοῦ δυνάμεις σέ ἁρμονία πρός τό ὅλον, ἐν ἀγάπη ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό βασικό χαρακτηριστκό τῆς “θείας εἰκόνος”. Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν σημαίνει ἀποκλειστικότητα, ἀλλά περιεκτικότητα»[2].

Ο χριστιανός δεν «γεννᾶται», αλλά «ἀναγεννᾶται»[3] στη σφαίρα του παγκοσμίου γίγνεσθαι μέσω της λατρευτικής διάδρασης της προσευχής, που δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς.

«Ἡ ἔνταση τοῦ μοναχοῦ καί κάθε πιστοῦ σέ προσευχή ἀπαιτεῖ καί αὐξημένη μετοχή του στή λατρεία. Στή λατρεία ὁ μοναχός πραγματώνεται. Γι’ αὐτό καί θέλει νά ζεῖ στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό βρέφος ἀναζητᾶ τή μητρική ἀγκάλη. Ἡ συμμετοχή τοῦ μοναχοῦ στή λατρεία τόν διακρατεῖ στή θεοκεντρική κοινωνία, ἀλλά καί σέ κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς του. Ἀποχή ἀπό τήν λατρεία εἶναι γιά τόν μοναχό ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Χριστό καί ἀποκοπῆ ἀπό τό μητρικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας»[4].

Ο π. Γεώργιος Καψάνης εύστοχα τονίζει: «Στή λατρεία τῆς ἐκκλησίας ὁ μοναχός καί κάθε πιστός παραδίδεται μέ ἀγάπη στό Θεό καί ὁ Θεός παραδίδεται σ’αὐτόν. Πολλές ὧρες κάθε μέρα ὁ μοναχός τίς περνᾶ στό ναό, λατρεύων τόν ἀγαπόμενο Κύριο. Ἡ μετοχή στή λατρεία δέν εἶναι “ὑποχρέωση”, ἀλλά ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πού διψᾶ γιά τό Θεό. Στά ἁγιορείτικα μοναστήρια κάθε μέρα τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία καί οἱ μοναχοί δέν βιάζονται νά τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ὅσες ὧρες κι ἄν διαρκεῖ, γιατί δέν ἔχουν νά κάνουν κάτι καλύτερο ἀπό τό νά εἶναι σέ κοινωνία μέ τό Λυτρωτή, τή Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ καί τούς Φίλους του Λυτρωτοῦ. Ἔτσι ἡ λατρεία εἶναι χαρά καί πανηγύρι, ἄνοιξη τῆς ψυχῆς καί πρόγευση τοῦ παραδείσου… Ἡ προτεραιότητα, πού δίνει ὁ μοναχισμός στή λατρεία τοῦ Θεοῦ ὑπενθυμίζει στήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο, ὅτι ἄν ἡ θεία λειτουργία καί ἡ λατρεία δέν ξαναγίνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς μας, ὁ κόσμος μας δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἑνοποιηθεῖ καί νά μεταμορφωθεῖ, νά ξεπεράσει τή διάσπαση, τήν ἀνισορροπία, τό κενό καί τό θάνατο, παρά τά φιλότιμα ἀνθρωπιστικά συστήματα καί προγράμματα βελτιώσεως τοῦ κόσμου»[5].

Αυτή η λατρευτική προσευχητική διάσταση εδράζεται στο φωτισμό, τη δύναμη, την επενέργεια και υπερμεσιτεία του Αγίου Πνεύματος[6]. Το Άγιο Πνεύμα είναι η δραστική αρχή κάθε ενέργειας και επιπρόσθετα η ενεργητική δύναμη όλων των λατρευτικών μυστηρίων και όλων των λατρευτικών πράξεων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό κάθε προσευχητική αναγωγή στο Θεό έχει παγκόσμια διάδραση, γιατί το ίδιο το σύμπαν περιλαμβάνεται στα δημιουργήματα της αγάπης Του[7].

Παραπομπές:

[1] Γιαννουλάτου Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, μελέτημα ορθοδόξου προβληματισμού, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 40-41, Βλ. σχ., Khodre G., The economy of Christ and the Economy of the Holy Spirit, Living Faiths and the Ecumenical Movement, Geneva 1971, σελ. 140.

[2] Γιαννουλάτου Αναστασίου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, σελ. 41.

[3] Μπέγζου Μάριου, Διόνυσος και Διονύσιος, Ελληνισμός και Χριστιανισμός στη Συγκριτική Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ 15.

[4] Μεταλληνού Γεωργίου, πρωτοπρεσβυτέρου, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σελ. 189-190.

[5] Καψάνη Γεωργίου, Αρχιμανδρίτου, Ευαγγελικός μοναχισμός, περιοδ. Όσιος Γρηγόριος, τεύχος 1, 1976, σελ. 68 και 70.

[6] Καρδαμάκη Μιχαήλ, πρωτοπρεσβυτέρου, Ορθόδοξη Πνευματικότητα, η αυθεντικότητα του ανθρώπινου ήθους, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1980, σελ. 112-113.

[7] Καλλιακμάνη Βασιλείου, πρωτοπρεσβυτέρου, Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής, Λεντίω ζωννυμένοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 226-230.