Dogma

Προσφυγική Μνήμη και Ταυτότητα μετά το 1950

Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικού

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη πανελλαδικά.

Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, πολλοί πρόσφυγες, κυρίως Πόντιοι, αναγκάστηκαν σε νέα προσφυγιά στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στη Σοβιετική Ένωση συνάντησαν συμπατριώτες τους Ποντίους, οι οποίοι είχαν βρει εκεί καταφύγιο μετά τη διάπραξη του μαζικού εγκλήματος (Γενοκτονίας;) από τους Κεμαλικούς, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν υποστεί νέους διωγμούς και εξορίες κατά τη σταλινική περίοδο. Τους εγκλωβισμένους αυτούς Έλληνες πολλοί  δεν τους ήθελαν στην Ελλάδα με τη βεβαιότητα ότι θα είχαν αποκτήσει και καλλιεργήσει ριζοσπαστικές δοξασίες.

Από την άλλη πλευρά, με την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952), άρχισε μία νέα περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με διμερή θέματα, όπως η μειονότητα των Μουσουλμάνων της Θράκης και η ελληνική κοινότητα Κων/πόλεως, Ίμβρου και Τενέδου.

Στο βιβλίο του Αλεξ. Διομήδη “Βυζαντιναί Μελέται” του 1942, εξαλείφθηκαν στη δεύτερη έκδοση του 1951 πολλά στοιχεία διωγμών και εξισλαμισμών των Ελλήνων προφανώς για να εξυπηρετηθεί η ελληνοτουρκική φιλία, που τότε ζούσε την περίοδο της ακμής της, εις βάρος βέβαια της “προσφυγικής μνήμης” και της “ιστορικής ταυτότητας” των προσφύγων. Κρίθηκε ακόμα αναγκαίο να μη δημοσιευθεί επί 25 χρόνια η γραπτή αναφορά στην επώδυνη ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού στο έργο της Τατιάνας Μιλλιέξ “Η Τρίπολη του Πόντου”, που γράφτηκε το 1952 και είδε το φως της δημοσιότητας μόλις το 1976. Πολλά στοιχεία της προσφυγικής παράδοσης ξεχάστηκαν ή υπήρξαν ελάχιστες σχετικές αναφορές.

Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της γενοκτονίας, και γενικότερα του προσφυγικού Ελληνισμού, είχε μείνει στο περιθώριο μετά τις τεράστιες δυσκολίες που προέκυψαν στην εγκατάσταση των προσφύγων τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς και εν συνεχεία στο κλίμα που δημιουργήθηκε με την πολιτική της “ελληνοτουρκικής φιλίας” το 1930. Όμως η ανάδειξη της Γενοκτονίας είναι ένα σοβαρό αίτημα δεμένο με την αναγνώριση της προσφυγικής ταυτότητας, αφού μαζί με τους ανθρώπους χάθηκε ένας μεγάλος πολιτισμός διεθνώς αναγνωρισμένος.

Η δικτατορία του 1967 έδινε προτεραιότητα και μεγάλη σημασία στην ελληνοτουρκική φιλία. Την περίοδο εκείνη πολλοί προσφυγικοί σύλλογοι έκλεισαν. Κατά τον ηγέτη της χούντας Γ. Παπαδόπουλο υπήρχε ανάγκη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας «…αι δύο χώραι να εύρουν ειρηνευτικήν λύσιν των διαφορών τους… με την Τουρκίαν είμεθα σύμμαχοι, έχομεν κοινόν συμφέρον…».

Εδώ δεν λησμονήθηκαν μόνον οι πρόσφυγες, λησμονήθηκαν και τα εγκλήματα εναντίον της ομογένειας της Κων/πόλεως του 1955 και οι διώξεις του 1964.

Μέσα σ᾽ αυτό το κλίμα οι πρόσφυγες μπορούσαν να χορεύουν και να τραγουδούν, όχι όμως να αναδεικνύουν τις πτυχές της τραγικής ιστορικής τους πορείας, που έβαζε σε κίνδυνο την ελληνοτουρκική συνεργασία!!

Πολλές προσφυγικές οικογένειες εγκατέλειψαν τις προσφυγικές κοινότητες στην ελληνική περιφέρεια. Έτσι εμφανίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα της παρακμής της παραδοσιακής πράξης. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και η αρχή της δεκαετίας του 1980 ανοίγει νέο κύκλο στο αίτημα της γενοκτονίας. Η Βουλή των Ελλήνων το 1994 όρισε τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης των Ελλήνων του Πόντου (Γενοκτονία;).

Ακολούθως το 1998 καθιέρωσε τη 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας από το τουρκικό Κράτος. Ωστόσο οι ημέρες αυτές “εορτάζονται” από το ελληνικό Κράτος περισσότερο ως ημέρες σεβασμού και νοσταλγίας, παρά ως επέτειοι απώλειας ενός ολοκληρωμένου, μεγάλου πολιτισμού, ο οποίος αποτελεί την ταυτότητα των Ελλήνων που αναγκαστικά ζήτησαν καταφύγιο στη Μητέρα Ελλάδα.

«Το προσφυγικό ζήτημα είναι ιστορία του αρχαίου ελληνικού, βυζαντινού και νεοελληνικού πνεύματος, είναι παιδεία, είναι πολιτισμός, είναι το μεγάλο ζήτημα της γενοκτονίας», γιατί τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία κάνουν αυτή τη γενοκτονία πολύ σοβαρή και άκρως εγκληματική, αφού καταστράφηκε ένας πανθομολογούμενος μέγας πολιτισμός, ακριβώς στα εδάφη στα οποία είχε από αιώνες αναπτυχθεί. Και είναι ιστορικά αληθινό το ότι από αυτόν τον πολιτισμό οι σφαγείς του είχαν επί αιώνες επωφεληθεί, όπως επωφελήθηκε και το ελληνικό Κράτος, όταν ήλθαν εδώ, ως αναμμένες, λαμπάδες, οι φορείς αυτού του πολιτισμού.

Η πρώτη και δεύτερη γενιά των προσφύγων βίωσαν κάποιο κλίμα εχθρότητας από τους Ελλαδίτες.

Η δεύτερη γενιά αντιμετώπισε το κλίμα καταστροφής μέσα από τις διηγήσεις των δικών της ανθρώπων, αλλά βίωσε και το περιβάλλον εξόντωσης της μνήμης, ως πολίτης της Ελλάδας. Εκτός από την υφαντουργία, ταπητουργία, τους τεχνίτες πέτρας και ορισμένα αγροτικά προϊόντα δεν μπόρεσε και η δεύτερη γενιά να αναδείξει άλλα παραγωγικά συστήματα γνωστά στους Μικρασιάτες. Οπωσδήποτε όμως συνέβαλε σοβαρά στον τομέα βιοτεχνίας-βιομηχανίας.

*

Πριν αναφερθώ στην τρίτη γενιά αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά τους Συνέδρους του 5ου Συμποσίου, που έγινε στο Δήμο Ν. Ιωνίας τον Νοέμβριο του 2011, στους οποίους οφείλω τις σύγχρονες απόψεις αναφορικά με τον σύνδεσμο μεταξύ της μη, εκ μέρους των Ελλαδιτών, ουσιαστικής γνώσης της ταυτότητας των Μικρασιατών με τη μη παραδοχή της γενοκτονίας τους.

Με δυο λόγια, εάν το ελληνικό Κράτος είχε θεσμοποιήσει και είχε προβάλει την ουσιαστική ταυτότητά τους, θα είχε φροντίσει περισσότερο και για την επίγνωση όλων των Ελλήνων, ως προς τη σοβαρότητα της γενοκτονίας, την οποία ξένοι λαοί ήδη την έχουν παραδεχτεί και την ομολογούν.

*

Η τρίτη γενιά, μετά από μια περίοδο κάποιας σιωπής γύρω από το προσφυγικό, έθεσε το ερώτημα: «Μπορεί ο Ελληνισμός της Ανατολής να είναι μόνο χορός και τραγούδι, φορεσιές και ρομαντικές εξιστορήσεις για την εξαιρετική διαβίωση στην πατρίδα, που κάποιοι δυναμίτισαν;» (Πρακτικά 5ου Συμποσίου, σ. 177).

Αυτό και άλλα ερωτήματα οδήγησαν τους ειδήμονες πρόσφυγες σε κινήσεις βαθύτερης αυτογνωσίας. Αυτή η νέα γενιά πορεύεται προς την ανάδειξη ενός ολοκληρωμένου προσφυγικού πολιτισμού, ως προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της ταυτότητας και την τροφοδότηση της δημιουργικότητας. Η πολιτισμική παράδοση της Θράκης, του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας δεν μπορεί να είναι μία στατική εκδήλωση, που μπορεί να ολοκληρωθεί σε μία μέρα το χρόνο, όπου μνημονεύεται η Γενοκτονία.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 είδαν το φως οι πρώτες εκδόσεις για τον Ελληνισμό των αλησμόνητων πατρίδων, οι οποίες ανέφεραν τη μαζική βία εναντίον των Ελλήνων κατοίκων τους. Οι εκδόσεις αυτές, ειδικά για τις βιαιότητες εναντίον των Ποντίων, συνεχώς ανανεώνονται μετά τη δεκαετία του 1980 και 1990. Λεπτομερής βιβλιογραφία για τα σχετικά βιβλία Ποντίων συγγραφέων στα Πρακτικά του 5ου Συμποσίου, σ. 178, σημ. 79. Στα βιβλία αυτά κυριαρχεί το θέμα της Γενοκτονίας, που πλαισιώνεται από μία ευρεία ενημέρωση αναφορικά με την πραγματική ιστορικά πολιτισμική ταυτότητα των Ποντίων, ώστε να λειτουργεί σε όλους τους Έλληνες η μνήμη, για να εκλείψει επί τέλους η αμνησία, η υπανάπτυξη, το φολκλόρ.

Είναι γεγονός ότι ο Ποντιακός πολιτισμός υπέστη από χρόνια μία υποτίμηση. Κατά την περίοδο εκείνη τη θέση του “τουρκόσπορου” κατέλαβε “ο γελοιοποιημένος Πόντιος”. Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος υποστήριζε ότι «τα αντιποντιακά ανέκδοτα εκφράζουν ακριβώς την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης ομάδας προσφύγων που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας» (Ηλ. Πετρόπουλος, “Οι Πόντιοι”, περιοδ. Σχολιαστής, τεύχ. 54, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1987).

Χειρότερα από τους Ποντίους πρόσφυγες του ᾽22 υποδέχτηκαν οι γηγενείς Έλληνες τους πρόσφυγες του Πόντου που ήλθαν από τη Σοβιετική Ένωση μετά τη σοβιετική κατάρρευση (1989-2000). Οι Πόντιοι αυτοί είχαν καταφύγει στη Σοβ. Ένωση εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ήταν προς αυτούς η συνήθης συμπεριφορά της Ελλαδικής κοινωνίας. Το συναίσθημα που επικρατεί στους νέους αυτούς πρόσφυγες αποτυπώνεται στον εξής τίτλο μιας ποντιακής εφημερίδας: «Το Κράτος φέρεται στους Ποντίους σαν να είναι αλλοεθνείς μετανάστες» (εφημ. “Ποντιακά Νέα”, αρ. 365, 31/12/2000).

Επίσης στηλιτεύεται η αστυνομική βία που ασκείται στους νεοπρόσφυγες.

Είναι απαραίτητο να υπάρξουν συνειδητοποιημένοι φορείς μιας προσφυγικής αναγέννησης με ευθύνες έναντι της καταγωγής τους, η οποία για πολλά χρόνια πολεμήθηκε με αποτέλεσμα τη σιωπή και την εξαφάνιση για να αποτελούν οι πρόσφυγες, όχι μόνον οι Πόντιοι, ένα λαό μουσείων, ενδυμασιών, χορών και τραγουδιών. Θεωρούμε ότι οι ορθές κινήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει, ώστε ο νέος κύκλος δραστηριοτήτων για την αναγέννηση της νέας γενιάς προσφύγων να ολοκληρωθεί χωρίς κάποιο ξένο ή εγχώριο εμπόδιο να τον σταματήσει.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι ο Νίκος Καζαντζάκης, στη δεκαετία του 1960, απεσταλμένος του Υπουργείου Πρόνοιας στον Καύκασο για να παραλάβει τους εκεί Έλληνες, γράφει στο έργο του “Αναφορά στο Γκρέκο”, Αθήνα 1969, σ. 516 και σ. 522): «…Έντεκα μήνες βάσταξε η θητεία μου· ολοένα κατέφθαναν βαπόρια φορτωμένα ανθρώπους και ζωντανά… έβλεπα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό και Ελληνόπουλα τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα· έμπαινε αίμα καινούργιο στις φλέβες της Ελλάδας. Γύριζα τη Μακεδονία και τη Θράκη και διάλεγα τα χωράφια και τα χωριά που ᾽χαν αφήσει οι Τούρκοι φεύγοντας· έκαναν κατοχή καινούργια αφεντικά· άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν».

Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, στην ουσία είχε για στόχο τη λήθη. Η κοινή ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η Δικτατορία ήταν οι σημαντικότερες αιτίες για την απουσία της γνώσης και της σκέψης του ελληνικού λαού σχετικά με την πραγματική ταυτότητα και τη γενοκτονία που υπέστησαν οι νεοφερμένοι Μικρασιάτες. Το ελλαδικό θεσμικό σύστημα και η πολιτική συνέχιζαν – και ίσως συνεχίζουν–, να αδιαφορούν για τη διεθνοποίηση του εγκλήματος.

Και όμως… Η γενοκτονία αναγνωρίστηκε από την “Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη Γενοκτονιών” (International Association of Genocide Scholars – IAGS) το Δεκέμβριο του 2007. Το ψήφισμα, που έλαβε το 83% των ψήφων των μελών της Ένωσης, αναφέρεται στις πρακτικές του οθωμανικού Κράτους ενάντια στις χριστιανικές μειονότητες Αρμενίων, Ασσυρίων, Ελλήνων (Ποντίων, Θρακών, Ιώνων), που οδήγησαν στη γενοκτονία εναντίον τους. Το ψήφισμα αυτό μεταξύ άλλων γράφει ότι η οθωμανική εκστρατεία ενάντια στις χριστιανικές μειονότητες της αυτοκρατορίας, μεταξύ 1914 και 1923, αποτέλεσε μία γενοκτονία ενάντια σε Αρμένιους, Ασσύριους και Έλληνες.