Dogma

Προσπάθειες δέκα αιώνων των Ρώσων κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Οι Ρώσοι, το 1839, κατέλαβαν την ερημωμένη σκήτη του Προφήτη Ηλία και το 1849 το κελί του Αγίου Ανδρέα, κοντά στις Καρυές και τα μετέτρεψαν σε κοινοβιακές σκήτες, υψώνοντας γύρω τους τεράστια και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, που δεν είχαν όμως καμία σχέση με την αρχιτεκτονική των μοναστηριών. Παράλληλα, εγκαταστάθηκαν στο παλαιό ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, η ηγουμενία του οποίου πέρασε στον έλεγχό τους, το 1870.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.

Λίγο πριν το κλείσιμο της πρώτης χιλιετηρίδας (988), η οποία θεωρείται και η χρυσή εποχή του κράτους των Ρως, ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος καθιερώνει την χριστιανισμό ως επίσημη Θρησκεία. Μέχρι τότε, η ρωσική εκκλησία υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η πρώτη γνωστή μητροπολιτική έδρα ήταν το Κίεβο. Όταν η έδρα μεταφέρθηκε  από το Κίεβο στη Μόσχα κατά τον 14ο αιώνα, άρχισε επί της ουσίας και η προσπάθεια αύξησης της επιρροής έναντι των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών και κυρίως του Φαναρίου.

Είναι η περίοδος όπου γεννιέται η ιδέα της  Τρίτης Ρώμης. Η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει στα χέρια των Οθωμανών, η Δεύτερη Ρώμη γνωστή και ως Νέα Ρώμη, (διάδοχος της αρχαίας Ρώμης). Η Τρίτη Ρώμη, αν και επισήμως η Ρωσία την απορρίπτει, συνδέθηκε με τη Μόσχα, μετά το γάμο του Τσάρου Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας με την ανιψιά του νεκρού Βυζαντινού αυτοκράτορα, Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα. Στην ουσία, από τότε η Ρωσία, η οποία αναδεικνύονταν και σε ισχυρή πολιτική δύναμη, άρχισε να αμφισβητεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επεδίωκε να  ηγηθεί των ορθοδόξων στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, συνεργαζόμενη με την Τουρκία και με όποιον άλλο εχθρό του Φαναρίου.

Οι προθέσεις της δεν άργησαν να φανούν. Την περίοδο 1870 -1908, στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου εθνικισμού στα Βαλκάνια, ξέσπασε η ελληνοβουλγαρική εκκλησιαστική διαμάχη σε αντιπαράθεση δύο εθνικών κινημάτων για τον πολιτικό έλεγχο των ορθοδόξων των οθωμανικών Βαλκανίων. Οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν χωρίς καμία διάθεση για διάλογο. Η ρήξη που επήλθε στα 1860, όταν κατά την τέλεση της Λειτουργίας του Πάσχα στο βουλγαρικό ναό της Κωνσταντινούπολης παραλείφθηκε σκόπιμα η αναφορά στον Πατριάρχη ως κεφαλή της Εκκλησίας, δε στάθηκε δυνατό να γεφυρωθεί. Σε πολλές βουλγαρικές πόλεις ο πληθυσμός εξεδίωξε πραξικοπηματικά τους Έλληνες μητροπολίτες. Στην Πύλη κατέφταναν απ᾿ όλη τη Βουλγαρία αιτήσεις των κοινοτήτων για απόσχιση από το Πατριαρχείο.

Στην ελληνοβουλγαρική διαμάχη για την ίδρυση ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας αναμείχθηκε και η Ρωσία, που τελικά πήρε το μέρος της Βουλγαρίας.

Ο κόμης Νικόλαος Πάβλοβιτς Ιγνάτιεφ, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη και οπαδός του πανσλαβισμού, υποστήριξε την ίδρυση βουλγαρικής Εξαρχίας, αλλά και αυτόνομης βουλγαρικής επαρχίας.

Oι Oθωμανοί επιχείρησαν, κατ’ αρχήν, να συμβιβάσουν τις δύο πλευρές, όταν όμως διαπίστωσαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, τάχθηκαν υπέρ των Βουλγάρων, από τη μια, για να αποτρέψουν πιθανές εξεγέρσεις στις βουλγαρικές περιοχές και, από την άλλη, για να αποδυναμώσουν το Πατριαρχείο, το οποίο «έκριναν ότι κινδύνευε να γίνει υποχείριο των Ελλήνων». Με παρόμοιο τρόπο, αν και για άλλους λόγους, κινήθηκαν οι Ρώσοι. Στην αρχή προσπάθησαν να αποτρέψουν τη διάσπαση των ορθοδόξων, οι οποίοι αποτελούσαν το νομιμοποιητικό επιχείρημα για τις επιδιώξεις τους στα Βαλκάνια. Μόνον όταν οι προσπάθειές τους απέτυχαν, πήραν το μέρος των Βουλγάρων. Aπό τη μια, θεώρησαν ότι ο προσεταιρισμός των Βουλγάρων θα αποτελούσε αντίβαρο στην επιρροή που ασκούσε η Μεγάλη Βρετανία στην Eλλάδα και, από την άλλη, ανταποκρίθηκαν στις επιταγές των ρώσων πανσλαβιστών, οι οποίοι, αν και βεβαίως δεν καθόριζαν τη γραμμή πλεύσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, κέρδιζαν ολοένα έδαφος στη διανόηση και στην κοινή γνώμη της τσαρικής Aυτοκρατορίας, προπαγανδίζοντας την πολιτική ένωση όλων των Σλάβων υπό ρωσική κηδεμονία.

Μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά πολλοί ιστορικοί βλέπουν πίσω από τις αντιδράσεις για τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, το 1901 (Ευαγγελικά), τη Ρωσία , προφανώς γιατί η βασίλισσα Όλγα, ως αδελφή του Ρώσου τσάρου, εργαζόταν πυρετωδώς υπέρ της ρωσικής πολιτικής. Τότε, η γερμανική διπλωματία, που δραστηριοποιούνταν έντονα στην Ελλάδα, διαθέτοντας τεράστια ποσά, εξαγόρασε μια σημαντική μερίδα του ελληνικού Τύπου της εποχής, που διατάχτηκε να επιτεθεί κατά της μετάφρασης του Ευαγγελίου, προκειμένου να μειωθεί το κύρος της βασίλισσας Όλγας, η οποία είχε την πρωτοβουλία της αρχικής μετάφρασης και, παράλληλα, να κατασυκοφαντηθεί και η ρωσική πολιτική, ότι δήθεν επιδίωκε την αλλοτρίωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και των χριστιανικών δογματικών τους παραδόσεων. Στα πλαίσια της γερμανικής αυτής προπαγάνδας διαδιδόταν ότι η έκδοση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου είχε γίνει με «ρωσικά ρούβλια» .Το συνθήματα που φώναζαν οι διαδηλωτές (υπήρξαν συγκρούσεις με νεκρούς) ήταν «Κάτω οι Σλάβοι», «Κάτω τα ρούβλια», «Κάτω οι Πανσλαβιστές», «Κάτω η Πανσλαβιστική Εταιρεία», «Ζήτω η πριγκίπισσα Σοφία».

Λίγο πριν, το ρωσικό Πατριαρχείο είχε αποφασίσει να επεκταθεί στη Μέση Ανατολή, όπου έπληξε την ελληνική παρουσία στο Πατριαρχείο Αντιόχειας.

Παράλληλα, είχε ιδρύσει την «Ορθόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορική Παλαιστίνειος Εταιρεία», το 1882, με σκοπό να προωθήσει τα ρωσικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, όπου ίδρυσαν σχολεία, νοσοκομεία και μοναστήρια.

Τα χειρότερα είχαν προηγηθεί .Το 1850 παρατηρήθηκε διχογνωμία για την εκλογή Πατριάρχη στο Πατριαρχείο Αντιόχειας. Την περίοδο εκείνη το Φανάρι εξέλεξε τον  Ιερόθεο (1850 – 1884). Την ίδια στιγμή  αναζωπυρώθηκε το αίτημα για Άραβα Πατριάρχη. Η εποχή της πατριαρχίας του Ιεροθέου ήταν ταραγμένη, γιατί έγινε εμφύλιος πόλεμος και σφαγές χιλιάδων χριστιανών από το 1860 και ύστερα. Οι σφαγές σταμάτησαν με την επέμβαση των Γάλλων και ο Λίβανος κέρδισε την αυτοδιοίκησή του.

Οι τρεις Πατριάρχες που ακολούθησαν έδειξαν χαλαρή στάση και όταν παραιτήθηκε ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης Σπυρίδων (1898), η Σύνοδος διασπάστηκε, με τη μειοψηφία να ζητά να γίνει κατάλογος εκλογίμων και με πρόσωπα από άλλα Πατριαρχεία, όπως γινόταν μέχρι τότε και την πλειοψηφία να διαφωνεί, θέλοντας να αποκλεισθούν όσοι δεν ανήκαν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Τελικά, ύστερα από παλινωδίες της Υψηλής Πύλης και επεμβάσεις των Ρώσων, εξελέγη ο Αραβας Πατριάρχης Λαοδικείας Μελέτιος Ντουμάνι το 1899.

 

Το Άγιον Όρος και οι Ρώσοι

Ήδη, από τον 19ο αιώνα, η Ρωσία και η Βουλγαρία προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν ερείσματα στο Άγιο Όρος με την οικονομική ενίσχυση των μοναστηριών και την αποστολή εκατοντάδων μοναχών.

Η Ρωσία στόχευε στην ίδρυση νέων μοναστηριών και πέτυχε την επάνδρωση παλαιών κελιών και, στη συνέχεια, στην ανύψωσή τους σε κοινοβιακές σκήτες, με τελικό στόχο να αναγνωριστούν ως μονές.

Οι Ρώσοι, το 1839, κατέλαβαν την ερημωμένη σκήτη του Προφήτη Ηλία και το 1849 το κελί του Αγίου Ανδρέα, κοντά στις Καρυές και τα μετέτρεψαν σε κοινοβιακές σκήτες, υψώνοντας γύρω τους τεράστια και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, που δεν είχαν όμως καμία σχέση με την αρχιτεκτονική των μοναστηριών. Παράλληλα, εγκαταστάθηκαν στο παλαιό ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, η ηγουμενία του οποίου πέρασε στον έλεγχό τους, το 1870.
Είχαν προηγηθεί οι Βούλγαροι, οι οποίοι το 1833 εγκαταστάθηκαν στη μονή Ζωγράφου και το 1835 κατέλαβαν το παλαιό κελί του Ξυλουργού και το μετέτρεψαν σε κοινοβιακή σκήτη, με το όνομα Μπογκορόντιτσα. Στα μέσα του 19ου αιώνα έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στη Μονή Χιλανδαρίου. Όταν την επισκέφθηκε το 1896, ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος, βρήκε αποκλειστικά Έλληνες και Βούλγαρους μοναχούς. Γρήγορα όμως, με την εξόφληση των χρεών της μονής, την υψηλή ετήσια επιχορήγηση και την αποστολή πολλών Σέρβων μοναχών άλλαξε ο εθνολογικός χαρακτήρας της Μονής.

Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, οι Βούλγαροι έδειξαν ξεκάθαρα τις βλέψεις τους και για το Άγιο Όρος. Ωστόσο, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και στο χρονικό διάστημα ως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους, το έδαφος του οποίου θα γινόταν ουδέτερο και θα τελούσε υπό την προστασία της Ελλάδας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας.
Προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους όμως, έγινε και στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου από τη Ρωσία. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Βιέννης και του Λονδίνου, που ζήτησαν επίσης τη συμμετοχή τους στη διοίκηση του Αγίου Όρους, καθώς οι υπήκοοί τους (Βόσνιοι και Κύπριοι) διαβιούσαν στις Μονές.
Στη διάσκεψη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913), δεν λύνεται οριστικά το θέμα. Ωστόσο, το Άγιο Όρος περιήλθε κατά κάποιον τρόπο σε ελληνική κυριαρχία, καθώς βρίσκεται εντός των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.
Όλα αυτά όμως, και ιδιαίτερα οι ρωσικές ενέργειες, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Αγιορειτών μοναχών.

Με την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία, οι προσπάθειες των Ρώσων ατόνισαν. Μετά την κατάρρευση όμως, της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική Εκκλησία επανήλθε δυναμικά στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή διαθέτοντας σημαντικά ποσά για ναούς, μοναστήρια και ιδρύματα. Σερβία, Συρία, Βουλγαρία δέχονται τη βοήθειά της. Παράλληλα, αμφισβητεί το Φανάρι. Δεν συμμετέχει στην Πανορθόδοξη του 2016, στην Κρήτη. Στηρίζει κάθε τι εχθρικό προς τον Βαρθολομαίο και μετά την αναγνώριση της Ουκρανίας, προωθεί μια επεκτατική πολιτική στην Αφρική, αλλά και όπου υπάρχουν Ρώσοι.