Dogma

Το σήμερα, το χθες και το για πάντα για την ταφή και την καύση των νεκρών

Όταν δημοσιεύθηκαν στην “Καθημερινή” κάποιες σκέψεις μου, που προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το ήθος και το φρόνημα της πίστεως και παραδόσεώς μας σχετικά με την καύση των νεκρών, υπήρξε μιά επιστολή εντόνου αντιθέσεως προς τα γραφόμένα μου, γραμμένη όμως με ευγένεια, ειλικρίνεια και σοβαρότητα τέτοια που δεν θα μπορούσα εύκολα να αντιπαρέλθω.

Ο επιστολογράφος κατά την γνώμη μου ήταν δικαιολογημένος, αλλά δεν είχε δίκιο. Μιλούσε σωστά για την πραγματικότητα, αλλά δεν ακομπούσε την αλήθεια. Ο λόγος του θεολογικού βιώματος της διαχρονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας και η βαθύτερη ελπίδα των πραγμάτων του φάνηκε προκλητικά και υπερβολικά “εξωραϊσμένος”. Έπαυσε η κοινωνία μας να έχει αντίστοιχα βιώματα.

Σκέφθηκα, λοιπόν, πως χρέος μου  σήμερα, σ’ αυτήν την ημερίδα, θα ήταν να αναφερθώ λίγο στη σημερινή και την παραδοσιακή πραγματικότητα του τρόπου της ταφής των νεκρών, αφήνοντας μέσα από αυτήν να διαφανεί η πνευματική αλήθεια για την πρόταση καύσης των νεκρών, όπως την ζει η Εκκλησία μας. Η πρόταση αυτή προφασίζεται την πραγματικότητα της ζωής και τα γεγονότα, διαψεύδεται όμως από την βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων.

1. Η πραγματική εικόνα σήμερα

Σε μιά πόλη μεγάλη σαν την Αθήνα έχει πλέον δημιουργηθεί μιά νέα εικόνα της κηδείας. Ο νεκρός δεν διανυκτερεύει στο σπίτι του, αλλά σέ ψυγείο. Ούτε θάβεται την επομένη, αλλά συνήθως καθυστερεί. Οι γείτονες, αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο και ερμητικά κλεισμένοι στον εαυτό τους ο κάθενας αρνούνται το θέαμα και την  κατάσταση που αυτό δημιουργεί. Η εκφορά του νεκρού δεν γίνεται πλέον από το σπίτι του -τον τόπο της εκφράσεώς του-, αλλά από το δημόσιο κοιμητήριο -τον τόπο της δημοτικής εκμεταλλεύσεώς του. Έτσι δεν τον ξαγρυπνούμε. Ο χώρος αποχαιρετισμού του είναι το απρόσωπο περιβάλλον του κοιμητηρίου, και μάλιστα μαζί με άλλους. Το γεγονός χάνει τη μοναδικότητά του.

Οι μεταφορείς της σωρού, οι νεκροθάπτες, οι ψάλτες είναι άγνωστοι, που πληρώνονται και που συνεχώς αυτή την δουλειά κάνουν. Πρόσωπα εθισμένα και ως άγνωστα εντελώς αμέτοχα στην ιερότητα ή τουλάχιστον στο συναισθηματικό δράμα της ακολουθίας και στο πραγματικό της οικογενείας. Οι φίλοι και οι γνωστοί δεν συμμετέχουν ενεργά στην πρακτική διαδικασία της κηδείας, απλά παρακολουθούν παθητικά.

Ο ιερέας, το ίδιο κουρασμένος, ψυχρός και συχνά αδιάφορος. Όπως ο γιατρός έχει συνηθίσει τους ασθενείς, αυτός έχει συνηθίσει να βλέπει τους νεκρούς. Αδυνατεί να συμμετάσχει. Τα λερωμένα του άμφια, η σκληρή και ξερή από τον κόπο και τη συνήθεια φωνή του, η μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στόν κακόγουστο διάκοσμο -απογοητευτικό αποτέλεσμα τυποποιημένης επαγγελματικής διαδικασίας και όχι ευλαβούς ευαισθησίας προσφιλών προσώπων- τα χιλιοπατημένα χαλιά, τους ανούσιους λόγους και τις παγερές όψεις των δημοτικών υπαλλήλων του κοιμητηρίου ή τις επαγγελματικές των εργολάβων, δεμένων με τους δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιας παράταιρης χορωδίας ή την μοιρολογική φωνή ενός ψάλτη της παλαιολιθικής εποχής, συνθέτουν μιά εικονα που θυμίζει πιο πολύ τον θάνατο απ’ όσο ο ίδιος ο νεκρός.

Η κηδεία κατήντησε να είναι περισσότερο μιά τελετή συμπαραστάσεως στους συγγενείς, παρά μιά εκκλησιαστική έκφραση συντόνου και εντόνου προσευχής για τον αποθανόντα. Μιά πράξη ανθρώπινης παρηγοριάς παρά μιά κίνηση εκζητήσεως της θεϊκής παρακλήσεως. Κάτι που γίνεται γι’ αυτούς που μένουν πίσω, παρά κάτι που επιτελείται γι’ αυτόν που αναχωρεί.

Όλο αυτό το σενάριο δημιουργεί σε ορισμένους τέτοια τραυματική εμπειρία συναισθηματικής και ιδεολογικής αποστροφής που, επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται, θέλουν οριστικά να την ξεχάσουν. Και επειδή αυτό δεν γίνεται, θέλουν να υποβαθμίσουν το γεγονός. Αυτό εύκολα στις μέρες μας οδηγεί στην πρόταση για καύση των νεκρών. Αυτό θα οριστικοποιήσει την ασέβεια.

2. Το παραδοσιακό παρελθόν

Δίχως να πέσουμε στην παγίδα μιας εξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δεν θα αδικούσαμε την αλήθεια, αν λέγαμε ότι το παρελθόν είχε πολύ περισσότερη ανθρωπιά, σεβασμό και υπογραμμισμένα τα πρόσωπα.

Ο κοινωνίες ήσαν μικρότερες, οι δεσμοί και οι σχέσεις πολύ πιο έντονες και αυθεντικές. Γι ‘ αυτό και η συμμετοχή του καθενός σε τόσο ιδιαίτερες στιγμές πολύ πιο προσωπική. Στά χωριά το γεγονός του θανάτου ήταν γεγονός που φαινόταν. Επικέντρωνε το ενδιαφέρον όλων.  Μονοπωλούσε τις συζητήσεις. Έδινε ταυτότητα στην κοινωνική ζωή του συνόλου. Γι’ αυτό και το επισφράγισμα του θανάτου, η κηδεία και η ταφή είχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια και προσωπική συμμετοχή.

Απ’ όπου περνούσε η κηδεία, σταματούσε κάθε κοσμική ή εμπορική συναλλαγή. Οι καταστηματάρχες κατέβαζαν τα στόρια -στη  Θράκη και τη Μικρά Ασία, ακόμη και οι τούρκοι και οι μωαμεθανοί- όλοι σταυροκοπιόνταν, σταματούσε και το αντίθετο ρεύμα της κυκλοφορίας για να αποδώσει κι αυτό το σεβασμό του.

Η ίδια εικόνα διατηρείται σήμερα και στα μοναστήρια. Όλα επιτελούνται με μοναδική προσοχή στις λεπτομέρειες -υτές υπογραμμίζουν την  πίστη μας στο μυστήριο και το σεβασμό μας σ’ αυτά που  διακηρύττουμε. Αν η Εκκλησία δεν μπορεί να πει ναι στην καύση των μοναχών, δεν μπορεί να συγκατατεθεί ποτέ και με την καύση του οιουδήποτε πιστού της.

Σήμερα στην εκταφή, ο αρμόδιος υπάλληλος του Δήμου έχει τα γάντια του για να μη  μολυνθεί, απλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα “σκουπιδιών” ή “απορριμάτων” -έτσι γράφει η κορδέλλα- από τον Βασιλόπουλο ή τον Μαρινόπουλο και αρχίζει βιαστικά να σκάβει και να ψάχνει για τα οστά. Δίπλα του, ένα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, άχρηστα αντικείμενα και εργαλεία, το ίδιο με το οποίο γίνεται η μεταφορά των σκουπιδιών του κήπου, σού υπενθυμίζει απάνθρωπα το ενδεχόμενο να δεις τον αγαπημένο σου άλειωτο σκουπίδι να πετιέται σε μιά γωνιά για ένα ακόμη χρόνο. Ο άνθρωπος που τα κάνει αυτά εδώ πληρώνεται. Σού είναι πολύ δύσκολο να του πεις να προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεί και να θυμώσει.

Το παρελθόν και εδώ είναι διαφορετικό· γυναίκες με καθαρές λεκάνες, άνδρες με κασμάδες και φτυάρια -που άφησαν για τη μέρα τη δουλειά τους- ο παπάς και οι συγγενείς πηγαίνουν για την εκτάφή. Απλώνουν πρώτα ένα πεντακάθαρο σεντόνι ή μιά αχρησιμοποίητη πετσέτα, όλα άσπρα και μέσα σε υποβλητική ησυχία, με συγκίνηση και αγωνία, στόν απόμερο χώρο του κοιμητηρίου, δίχως θορύβους επιτελείται η ιεροτελεστία της εκταφής. Αντί για αδικαιολόγητους φόβους, ο πόθος της καινούργιας συναντήσεως. Αντί για ψυχρή επαγγελματική βιασύνη, η τρυφερότητα των αισθημάτων και η υπομονή του σεβασμού. Ο χρόνος τραβάει, διαρκεί. Όλα πλένονται όχι σε φορμόλη ή άλλα χημικά, αλλά σε αγνό κρασάκι από το αμπέλι και με πεντακάθαρο νερό. Έτσι ξανασυναντά κανείς το τελευταίο υπόλειμμα του θησαυρού του προσώπου. Αυτό είναι αδύνατο να σκεφθεί κανείς να το κάψει. Δεν μπορεί.

Σίγουρα η εικόνα αυτή με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να επανέλθει στη σημερινή πραγματικότητα. Η γνώση όμως και η διαρκής ανάμνησή της είναι βασική προϋπόθεση στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης πνευματικής πρακτικής, συμβατής με τα δεδομένα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητος και της αιώνιας και διαχρονικής εκκλησιαστικής αλήθειας. Η κηδεία από υπόθεση δημοτικής εκμεταλλεύσεως πρέπει να ξαναγίνει ιερή πράξη καθαρά εκκλησιαστικής φύσεως.

3. Οι προφάσεις για την καύση των νεκρών  

Οι λόγοι που συνήθως παρουσιάζονται για να υποστηρίξουν την καύση των νεκρών είναι οι εξής:

α. Έλλειψη χώρου

Το πρώτο επιχείρημα είναι η έλλειψη χώρου. Αυτό ισχύει κυρίως για την Αθήνα.  Μιά τεράστια πόλη με δυσανάλογο προς την έκτασή της πληθυσμό είναι πολύ φυσικό να διαθέτει περιορισμένης εκτάσεως κοιμητήρια για να φιλοξενήσουν ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό νεκρών. Είναι όμως αυτο το επιχείρημα πειστικό; Είναι η δυσκολία ανυπέρβλητη; Κατά καιρούς έχουν προταθεί λύσεις, λιγότερο ή περισσότερο πρακτικές, σχετικά με τους  οικογενειακούς τάφους ή την αποσυμφόρηση των κοιμητηρίων με μετάθεση της ταφής στην επαρχία, όπου αυτό είναι δυνατόν κ.ο.κ.

Στην ουσία, το επιχείρημα ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήρια μας ή χώρους για κοιμητήρια αποτελεί πρόφαση, που ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Όπως είναι ανάγκη στην πολύκοσμη Αθήνα να δημιουργηθούν χώροι για parking, αναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., έτσι μπορεί να ληφθή και η δέουσα πρόνοια για τους νεκρούς. Η αγάπη και ο σεβασμός δημιουργούν και χώρο και προϋποθέσεις. Αν καταλάβουμε ότι η ανάγκη να σεβασθούμε τους νεκρούς μας είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε πρακτική ανάγκη, τότε θα βρεθούν και οι κατάλληλοι χώροι.

Η κοινωνία μας συχνά εκφράζει και τή στενότητα που νοιώθει όχι για τους νεκρούς, αλλά και για τους επερχομένους ζωντανούς. Ούτε γι’ αυτούς δεν έχει χώρο ο κόσμος μας. Γι’ αυτό και νομιμοποιεί τις αμβλώσεις. Έτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε το σπαρμένο στα σπλάγχνα της μητέρας έμβρυο. Κατά ανάλογο τρόπο, καίμε το σώμα στά σπλάγχνα της γης για να μην ζήσει αιώνια. Όχι γιατί δεν θέλουμε αυτό να ζήσει, αλλά γιατί δεν θέλουμε εμείς να ζήσουμε αιώνια. Η ύπαρξη, η  ζωή του μας  θυμίζει την αιωνιότητα. Εμείς μ’αυτήν έχουμε πρόβλημα, όχι με τον νεκρό, με τον Θεό.

Στις μωαμεθανικές χώρες, που απαγορεύεται η εκταφή ή η κατακόρυφη σε επίπεδα ταφή, που οι πληθυσμοί είναι πυκνοί και αυξανόμενοι, οι θάνατοι πιο σύντομοι, πώς χωρούν τα κοιμητήρια;

Εάν τελικά ισχύσει το κριτήριο της έλλειψης του χώρου, τότε σύντομα θα περάσουμε και σ’ ένα πρόβλημα, την έλλειψη του χρόνου. Δεν θα υπάρχει χρόνος για την κηδεία. Αυτό θα είναι το επόμενο βήμα και θα είναι πιο λογικό. Δεν θα προλαβαίνουμε. Αφού καταργήσουμε την ταφή, θα  αντικαταστήσουμε την ακολουθία της κηδείας με  μιά ευχή “αναπαύσεως” για να συντομεύσουμε τη  διαδικασία. Η Εκκλησία πάντα θα προτιμά την διανυκτέρευση στο σπίτι, στην κηδεία στην ενορία και την ταφή στο κοιμητήριο. Αν δεν μπορούμε να τηρήσουμε αυτό τον τύπο της ταφής, ας μη θυσιάσουμε την ουσία της τιμής.

β. Λόγοι υγείας, αποφυγή μικροβίων

Ένας δεύτερος λόγος που ακούγεται συχνά ότι επιβάλλει την καύση των νεκρών είναι οι λόγοι υγιεινής. Αλλά τι ειρωνεία! Σε μιά εποχή όπου, εντελώς αδικαιολόγητα και από χιλιάδες αιτίες, έχει καταμολυνθεί το οικοσύστημα και όπου απειλείται με απονέκρωση το σύνολο της γήινης βιόσφαιρας, σε μιά εποχή που πετούμε πιό πολλά απ’ όσα χρησιμοποιούμε, που εισπνέουμε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακος απ’ όσο εκπνέουμε, που η ατμόσφαιρα της Αθήνας θυμίζει ατμόσφαιρα ανθρακωρυχείου και οι γειτονιές της χωματερές, είναι πράγματι υποκριτικό, ενώ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ό,τι φαίνεται και ζει, τώρα να νοιώθουμε πως κινδυνεύουμε από τα μικρόβια των νεκρών, που ούτε φαίνονται, ούτε απειλούν, ούτε φυσικά υπάρχουν στα κοιμητήρια· υπάρχουν μόνο στά μυαλά των συγχρόνων μηδενιστών. Τη μόλυνση την δημιουργούν οι ζωντανοί, όχι οι νεκροί.

γ. Ανθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση ευθανασίας;

Ένας ισχυρός λόγος, που κάποιοι προτάσσουν για την καύση, είναι τα λεγόμενα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα. Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου· η διατήρηση του σώματός του αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -κι ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου -αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον κάψουμε εμείς!

Αυτό το σημείο ιδιαίτερα ενόχλησε τον επιστολογράφο της “Καθημερινής”. Αν κάποιος θέλει να καεί μετά θάνατον πώς εμείς θα τον αφήσουμε; Και δεν διερωτάται, γιατί αυτός ο κάποιος, όχι απλώς ο κάποιος, όχι απλώς να δέχεται -αυτό το καταλαβαίνουμε- αλλά να επιθυμεί έντονα να καεί; Τι βαθύτερο και συνάμα ανώτερο κρύβει μιά τέτοια επιθυμία, ώστε να κληρονομεί σε μας  το σύνολο την υποχρέωση της καύσης;

Το κοινωνικό αγαθό ως αξία είναι ανώτερο κάθε ατομικής επιλογής. Αν η ταφή αποτελεί αξία, τότε η καύση δεν μπορεί να είναι ατομικό δικαίωμα. Αν πάλι η επιθυμία ενός να καεί είναι υπερτέρα της ανάγκης της κοινωνίας για σεβασμό του νεκρού σώματος, τότε το ίδιο επιχείρημα δεν θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο από νέα οπτική το θέμα της ευθανασίας; Αν η κοινωνία έχει υποχρέωση να κάψει όποιον το επιθυμεί, τότε θα είναι και υποχρεωμένη να διευκολύνει και τον θάνατο αυτού που της το ζητεί. Η υποχώρηση στην καύση των νεκρών με το αιτιολογικό του ατομικού δικαιώματος θα καταστήσει την ευθανασία επιβεβλημένη κοινωνική υποχρέωση.

δ. Το αποτρόπαιον του θανάτου

Η ταφή αποτελεί αναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εικόνα. Βλέπεις το οικείο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, για τελευταία φορά να κατεβαίνει ανεπίστρεπτα στα σπλάγχνα της γης. Δεν θα ξαναντικρύσεις την οικεία όψη. Σε λίγα λεπτά θα ακολουθήσει η διαδικασία της αποσυνθέσεώς του. Ο πειρασμός να αποφύγει κανείς την εμπειρία δεν είναι αμελητέος. Η στρουθοκαμηλική νοοτροπία της εποχής μας προκρίνει το να αγνοούμε ή να μην αντικρύζουμε την πραγματικότητα, παρά να την προβάλουμε πάνω στην αλήθεια. Προτιμάει κανείς να βλέπει ένα κουτάκι παρά να αντικρύζει ένα πτώμα. Το πρώτο είναι απλό αντικείμενο. Το σώμα είναι νεκρό υποκείμενο. Βλέποντας το πρώτο ξεχνάς το πρόσωπο. Αντικρύζοντας το δεύτερο θυμάσαι το θάνατό του, αισθάνεσαι το θάνανατό του και αυτό πονά.

4. Βαθύτερα αίτια του αιτήματος της καύσης

Πέραν όμως των διαφόρων προφάσεων υπάρχουν βαθύτερα αίτια που το θέμα της καύσης των νεκρών κατά καιρούς εμφανίζεται στο προσκήνιο. Αυτά είναι ο μηδενιστικός τρόπος ζωής, η επιθυμία αποθρησκευτικοποιήσεως της κοινωνίας και η κυριαρχία της χρηστικής αντίληψης εις βάρος του σεβασμού και των αξιών.

Όλα αυτά οδηγούν σε μιά προσπάθεια πρόκλησης της Εκκλησίας και σταδιακής νέκρωσης του αισθητηρίου της ψυχής όλο και απομακρύνεται από την εμπειρία της ζωής μας. Κάθε τι που την υπενθυμίζει και διακριτικά την υπογραμμίζει βαθμιαία γίνεται ανεπιθύμητο στην αποδοχή και εντοχλητικό στην πρακτική του.

Η ταφή έχει μιά τελετουργία εμφανώς πιο έντονη από την καύση. Η προσπάθεια εισαγωγής της καύσης δημιουργεί μιά απότομη αλλοίωση στα κοινωνικά μας ήθη και εισάγει εικόνες, στον τρόπο μας. Αυτό το νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει το μονοπώλιο της εκκλησιαστικής και μεταφυσικής εικόνας της κηδείας που χαρακτηρίζεται από την ταφή. Η ταφή είναι περισσότερο μυστήριο, ενώ η καύση τελετή ή διαδικασία.

Η πρακτική και χρηστική αντίληψη έχουν επικρατήσει και μας έχουν πείσει, γιατί μέσα στην καρδιά μας  έχει έντονα αδυνατίσει η πνευματική και βιωματική διάσταση του γεγονότος. Όλα γίνονται βιαστικά και τυπικά. Ό,τι όμως δεν έχει υπομονή δεν έχει ούτε βάθος, ούτε διάρκεια· ούτε ρίζες, ούτε αιωνιότητα. Έτσι ψέλνουμε “αιωνία η μνήμη” αλλά ταυτόχρονα η δική μας μνήμη είναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθούμε να ξεχάσουμε.

Τέλος,  δεν είναι λίγοι αυτοί που επικαλούνται και οικονομικούς λόγους για την καύση, άσχετα αν το επιχείρημα αυτό δεν φαίνεται αντικειμενικά να ευσταθεί. Η αναγωγή όμως και μόνον του θέματος του θανάτου και του λειψάνου του σώματος σε οικονομική λογική, τι άλλο δείχνει παρά ότι οι αξίες και οι ιδέες τελούν εν διωγμώ στις κοινωνίες μας;

5. Το χρέος της Εκκλησίας

Η Εκκλησία, βαθειά μέσα στίς ρίζες της παραδόσεώς της, κρύβει το θησαυρό των εμπειριών της, τον οποίο έχει μεγάλο χρέος να παρουσιάσει και με τον λόγο και με την πράξη της. Κατόπιν τούτων οφείλει:

α. Να περιγράψει τη ζωντάνια της ψυχής

Η ψυχή δεν είναι ούτε φαντασία ούτε αφηρημένη έννοια. Είναι η ουσία του ανθρώπου. Έχει τέτοια δύναμη και τόση ζωή που δεν μπορεί να εξαντλήση τα αποθέματα της σ’ αυτή τή ζωή·  γι αυτό και δεν μπορεί παρά να ζει αιώνια.

β. Η Εκκλησία μέσα από την ταφή μπορεί να εκφράσει:

• Την αλήθεια της, την πίστη της στή αιωνιότητα και αθανασία της ψυχής και στη δυνατότητα για θέωση του ανθρώπου. Το σώμα είναι ναός του Θεού και εικόνισμα της μελλούσης καταστάσεως. Τους ναούς και τα εικονίσματα ποτέ δεν τα καίμε.

• Το φιλάνθρωπο, την ανθρωπιά της.

• Την αιώνια πνευματικότητα και ελπίδα της.

• Την εσωτερική μυστική χαρά της.

• Την αισθητική της.

Λένε πολλοί ότι η καύση των νεκρών δεν είναι δογματικό θέμα. Κάθε τι όμως που έχει να κάνει με τον άνθρωπο, την ψυχή του και την ισόρροπη σχέση τους αναφέρεται στο δόγμα της ενανθρωπήσεως, την αιώνια ζωή και τη θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεί να μην υπάρχει δογματική διατύπωση, σίγουρα όμως υπάρχει δογματική αλήθεια. Δόγμα δεν είναι μιά διατύπωση που δεν μας επιτρέπεται να παραβούμε, αλλά μιά αλήθεια που μας είναι απαραίτητη για να εξαγιασθούμε.

Το λείψανο αποτελεί εικόνα της ανθρώπινης υποστάσεως. Όπως η Εκκλησία έδωσε για χρόνια ανυποχώρητη τον αγώνα της για τη διαφύλαξη των εικόνων της, έτσι και τώρα καλείται να υποστηρίξει τις ανθρώπινες εικόνες, τα υπολείμματα, τις υπομνήσεις της ψυχής σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης του σώματος είναι εικονοκλαστική στη φύση της και προσβάλλει το χριστολογικό δόγμα.

Η καθημερινή συνήθεια, η ιστορική παράδοση και η διαχρονική πρακτική της Εκκλησίας συντήρησαν ένα φρόνημα το οποίο καλλιέργησαν και ενίσχυσαν και εγέννησαν, μιά εμπειρία δογματικής αλήθεια που ίσως με τη σημερινή της κοινωνική πίεση περιμένει πλέον και τη θεολογική της διατύπωση. Δογματικό δεν είναι μόνον ό,τι έχει πει κάποια Οικουμενική Σύνοδος με το φωτισμένο λόγο της, αλλά και ό,τι έχει αδιάψευστα επαναλάβει η οικουμενική Εκκλησία με το εξαγιασμένο και καθολικό μήνυμά της και την καθημερινή πράξη της.

γ. Να υπογραμμίσει την ιερότητα της ζωής και του θανάτου

Ο άνθρωπος ξεκινάνει με άκρα ταπείνωση -την κυτταρική μορφή του- και καταλήγει πάλι ταπεινά -με τη λειψανική μορφή του. Η τέλεια εξουθένωσή του συγχρονίζεται με την τέλεια ταπείνωσή του. Η ανθρώπινη φύση βρίσκεται στη  μεγαλύτερη της ένταση και δυναμική, όταν εγκαθίσται η ψυχή στό σώμα -έμβρυο- ή όταν αποχωρίζεται από αυτό -λείψανο. Οι δύο αυτές καταστάσεις είναι οι μοναδικές που ο άνθρωπος δεν αμαρτάνει. Τότε που αυτός δεν έχει φωνή, τού αναγνωρίζουμε εμείς την ταυτότητα. Καταστρέφοντας και τα έμβρυα και τα οστά είναι σαν να καταστρέφουμε την ανθρώπινη ταπείνωση.

Το  γεγονός του θανάτου στην  Εκκλησία δεν αντιμεωπίζεται ως μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε- αλλά ως εκκλησιαστικό και  κοινωνικό γεγονός -κάποιος μας έφυγε και η αναχώρησή του έχει άμεση σχέση με  τη ζωή μας.

δ. Να αποτυπώσει το θεολογικό βίωμά της στην πράξη της

Η λογική της  πρέπει να είναι η λογική του σεβασμού, η δε πρακτική της απόλυτα ξεκομμένη από κάθε χρηματική ή οικονομική αντίληψη και εντελώς ξένη από πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες και διαπραγματεύσεις.

“Κηδεία” σημαίνει την τελευταία και ιερότερη φροντίδα μας στον νεκρό. Ετυμολογικά προέρχεται η λέξη από το ρήμα “κήδομαι”, φροντίζω. Όταν κάποιον θέλεις να τον φροντίσεις, τότε ούτε την ιερότητά του περιορίζεις ούτε και τη φυσική υπόστασή του λιγοστεύεις. Αρνείσαι τη βία επάνω του, όχι για να μην  πονέσει το σώμα του, αλλά για να μην πονέσει η ψυχή σου.

Με την ταφή όμως, όταν αυτή γίνεται όπως πρέπει, μπορούν οι συγγενείς να πάρουν τεράστια ελπίδα·  αισθάνονται ότι ο άνθρωπός τους υπάρχει, κάπου είναι και κάτι περιμένει·  σίγουρα δεν τέλειωσε. Όσο το σώμα διατηρείται και δεν τελειώνει, τόσο και η αίσθηση της ψυχής συνεχίζει να υπάρχει μέσα μας και να μας υποβοηθεί στην ανάμνησή της. Η ταφή μπορεί να είναι αρχή ζωής, σπορά.

Κάθε μνημόσυνο, κάθε ανάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο είναι ένα πότισμα σ’ αυτούς τους σπόρους που υπάρχουν μέσα στη  γη, στους κήπους, στα περιβόλια των κοιμητηρίων. Η Εκκλησία μας φυτεύει κάθε σώμα με ιερά αισθήματα, όχι μόνο ανθρώπινα, αλλά κατ’ εξοχήν πνευματικά και εκεί εναποθέτει όλη της την πίστη και όλη μας την ελπίδα στην αιωνιότητα και στην ανάσταση, κατεβάζοντας τον κάθε σπόρο, το κάθε σώμα, μέσα στά σπλάγχνα της γης. Αν τα καίγαμε τα σποράκια, όσο νερό και να ρίχναμε από πάνω ποτέ δεν θα βλάσταινε.

Για την Εκκλησία δεν είναι πτώματα τα νεκρά σώματα. Ούτε είναι κόκκαλα τα απομεινάρια των λειωμένων πτωμάτων. Για την κοινωνία μπορεί να είναι κάτι τετοιο ή να είναι οστά. Για μας υπάρχει η ιερή λέξη λείψανα· αυτή περιγράφει την ουσία τους, διότι αυτή υπογραμμίζει την ύπαρξη της ψυχής και την ελπίδα της αναστάσεώς της.

Η Εκκλησία, λοιπόν, αρνείται την καύση, γιατί αρνείται το ανθρώπινο τέλος και τη βία πάνω στον άνθρωπο. Επιλέγει την ταφή, γιατί έχει πίστη και ελπίδα στο αιώνιο μέλλον του ανθρώπου και αναθέτει στη φύση την ευθύνη της φυσιολογικής φθοράς του φυσικού παρόντος του ανθρώπου.

6. Συμπεράσματα

Ο σύγχρονος κόσμος θέλει να κάψει τους νεκρούς. Τους λείπει το αιώνιο, το θεϊκό, η τιμή του υλικού, το επέκεινα, το μετά ταύτα. Αρνείται τουλάχιστον σκεφθεί τη ζωή που υπάρχει χωρίς όμως να φαίνεται. Ούτε στα σπλάγχνα ως έμβρυο την δέχεται, ούτε στόν τάφο ως λείψανο, ούτε στην σκέψη ως αιώνιο προόσωπο, ούτε στον πόθο ως υπέρτατη αξία, ούτε στην ψυχή ως χάρη θεώσεως. Τα δεσμά του εδώ και τώρα σπάζουν μόνο κάτω από την πίεση της αιώνιας αλήθειας.

Καίμε ό,τι έχει αξία, ομορφιά και ζωή. Ό,τι έχει χρόνο μέσα του και διάρκεια. Καίμε τα δάση, καίμε τις περιουσίες μας, καίμε τις αιώνιες αξίες με τους νόμους, καίμε τις παραδόσεις μας (αποποινικοποίηση της μοιχείας, νομιμοποίηση των αμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλεουμε να καίμε και τα σώματά μας. Όταν κάψουμε την υπόμνηση της αιώνιας προοπτικής και του θανάτου μας, θα έχουμε προσδώσει στο τοπίο της ζωής μας την εικόνα που αντικρύζουμε μπροστά σε ένα καμμένο δάσος. Η Εκκλησία δυσκολεύεται να ενταχθεί σε μιά τέτοια λογική.

Πνεύμονες της ζωής είναι τα δάση. Πνεύμονες της ψυχής είναι τα λείψανα. Στα μοναστήρια μπορούμε να συναντήσουμε την πεμπτουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως.  Τα κεντρικά τους σημεία, εκεί που διαφυλάσσεται ο πνευματικός θησαυρός τους είναι το ιερό θυσιαστήριο, οι λειψανοθήκες και το οστεοφυλάκιο. Στο πρώτο επιτελείται το μυστήριο -προσφέρεται ο Θεός- από το δεύτερο προχέεται  η χάρις των αγίων -προβάλλει η Εκκλησία- και το τρίτο αποτελεί το Πανεπιστήμιο της εν Χριστώ φιλοσοφίας, το εργαστήριο  της μνήμης του θανάτου -αναδύει το πρόσωπο. Και τα τρία έχουν λείψανα. Και τα τρία δεν θα υπήρχαν, αν η Εκκλησία υιοθετούσε την καύση των νεκρών της. Η Εκκλησία δεν μπορεί να απορρίψει την παράδοσή της, δεν μπορεί να προδώσει την εμπειρία και την  πίστη της· η Εκκλησία δεν μπορεί να κάψει τα σπλάγχνα της και να αρνηθεί τον εαυτό της.

 

Του Σεβ. Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου
πηγή: Γραφείο Γεότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών