Dogma

Το έλεος του Θεού

 «… σώσον με ένεκεν του ελέους σου» (Ψαλμ. 6:5).

Σώσε με –λέει ο Δαβίδ στον Θεό– κατά το έλεός σου, χάριν του ελέους σου, χάριν της ευσπλαχνίας σου. Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο Δαβίδ, ο οποίος ζει στην Παλαιά και όχι στην Καινή Διαθήκη, προστρέχει στο έλεος του Θεού. Πολλές φορές το βρίσκουμε αυτό μέσα στους ψαλμούς, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός επανειλημμένως λέει ότι είναι Θεός εύσπλαχνος, Θεός οικτίρμων, ότι είναι Θεός που ελεεί τον άνθρωπο. Και ο Δαβίδ έχει πείρα αυτού του ελέους, αυτής της αγαθότητος, αυτής της αγάπης του Θεού, και προστρέχει σ’ αυτό το έλεος.

Θα πρέπει να πούμε ότι εμείς, όταν κάνουμε λόγο για το έλεος του Θεού, πιθανόν να το συνδέουμε με την αμαρτία. Όταν δηλαδή έχουμε αμαρτίες, τότε έχουμε ανάγκη του ελέους του Θεού. Όμως δεν είναι έτσι. Όλη η εκδήλωση του Θεού προς τον άνθρωπο, όλη η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, όλη η οικονομία του Θεού προς τον άνθρωπο, όλο αυτό το οποίο δίνει ο Θεός στον άνθρωπο είναι έλεος. Δεν είναι δηλαδή έλεος μόνο όταν είναι αμαρτωλός ο άνθρωπος κι έρχεται ο Θεός να τον συγχωρήσει, αλλά η φανέρωση του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου, η κάθε ενέργεια και η κάθε βοήθεια του Θεού προς τον άνθρωπο είναι έλεος, είναι φιλανθρωπία.

Σήμερα, που ζούμε στα χρόνια της Καινής Διαθήκης και γνωρίζουμε πολύ καλύτερα από ό,τι γνώριζαν οι της Παλαιάς Διαθήκης το έλεος του Θεού, πολλοί χριστιανοί δυστυχώς δεν έχουν πείρα του ελέους του Θεού και δεν προστρέχουν στο έλεος του Θεού και δεν ζητούν το έλεος του Θεού. Μολονότι, όταν ψάλλουμε στους ναούς, λέμε «Κύριε, ελέησον», μολονότι και σε άλλες προσευχές, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούμε λόγια, λέξεις των προσευχών της Εκκλησίας, κάνουμε λόγο για το έλεος του Θεού, για την ευσπλαχνία του Θεού, όμως ο χριστιανός των ημερών μας δεν είναι σύνηθες να προστρέχει στο έλεος του Θεού, να στηρίζεται στο έλεος του Θεού και, καθώς παίρνει θάρρος από το ότι ο Θεός είναι ελεήμων, να τρέχει στον Θεό.

Μην παραξενεύεστε γι’ αυτό που λέω· θα το εξηγήσω αμέσως καλύτερα. Άνθρωπος που δεν έμαθε να προσεύχεται, χριστιανός που δεν αγαπά την προσευχή, χριστιανός που δεν λέει πότε να βρει ώρα να προσευχηθεί, που δεν προστρέχει σε κάθε μια ευκαιρία δια της προσευχής στον Θεό, δεν πιστεύει στο έλεος του Θεού. Είναι αδύνατον αυτός που γνωρίζει το έλεος του Θεού και πιστεύει στο έλεος του Θεού να μην αγαπά την προσευχή, είναι αδύνατο να μην επιζητεί την προσευχή, είναι αδύνατο να μη χαίρει που μπορεί να προσεύχεται, που του δίνει ο Θεός την ευκαιρία να προσεύχεται. Από δω λοιπόν θα καταλάβουμε και θα γνωρίσουμε εάν βρήκαμε το έλεος του Θεού: από το κατά πόσο επιζητούμε να προσευχόμαστε.

Και κάτι άλλο: όλο αυτό το οποίο παρουσιάζεται σ’ εμάς, στους χριστιανούς των ημερών μας, το ότι δηλαδή σαν να μην αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού, σαν να είναι μακριά μας ο Θεός, σαν να μη μας ακούει, σαν να μην έχουμε σχέση με τον Θεό, σαν να είμαστε εμείς μακριά του και εκείνος μακριά από μας, όλο αυτό σημαίνει ότι δεν γευθήκαμε το έλεος του Θεού, δεν γνωρίζουμε το έλεος του Θεού.

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Ο άνθρωπος του Θεού”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 180 (αποσπάσματα από την ερμηνεία του 6ου ψαλμού).