Dogma

Το θαυματουργό εικόνισμα της Φανερωμένης

Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος

Η λογοτεχνία στάθηκε για εμένα μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις και τέρψεις της ψυχής μου. Έχτιζα μ᾿ αυτήν έναν άλλον κόσμο, νέο, ομορφότερο. Τον εζωγράφιζα με δικά μου χρώματα, άλλοτε ανοιχτά και φανταχτερά, άλλοτε μουντά και κλαψιάρικα, ανάλογα πάντοτε με τη διάθεση της καρδιάς μου και τού έδινα ονόματα που κάθε φορά με ανέπαυαν.  Και κάθε που βαριόμουν, σιγά το πράγμα, τον εξαναβάπτιζα από την αρχή, τον εγκρέμιζα και τον αναστήλωνα «εκ βάθρων» και έτσι έβγαζα το άχτι μου, πως, τάχα, κάτι κάνω και εγώ, κάπως συμμετέχω στην όλη πλάση!

Πολλά χρόνια πριν, κάποτε στο Γυμνάσιο, είχα διαβάσει ένα από τα λίγα, ομολογουμένως (σε σχέση με τα μυθιστορήματα και τα άλλα έργα του) διηγήματα του Ξενόπουλου. Μου άρεσε και μου αρέσει ακόμη ο Ξενόπουλος και, δεν είναι υπερβολή, να καταθέσω ότι εδιάβασα όλα τα έργα του πολλές φορές το καθένα και ξεχωριστά. Ο τίτλος του διηγήματος είναι «Η Φανερωμένη» και αναφέρεται σε ένα θαυματουργό εικόνισμα που βρέθηκε στα δίχτυα των ψαράδων, της Ζακύνθου, αν ενθυμούμαι καλά, μιας και ο συγγραφέας Ξενόπουλος πάντοτε έκανε αναφορές στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Το εικόνισμα φωτιζόταν με ένα υπερκόσμιο φως. Το πήραν οι ναυτικοί με τιμές, το εναπόθεσαν στο νησί. Οι ιερείς έκαμναν λιτανείες και περιέφεραν το εικόνισμα προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για να χτίσουν εκκλησία στη Χάρη της Φανερωμένης, την οποία και έτσι ονόμασαν, αφού θαυματουργικά τους «φανερώθηκε».

Μετά την παρέλευση τεσσάρων χρόνων, κλήρος και λαός, έκαμναν την πρώτη Θεία Λειτουργία στον λαμπρότατο και περικαλλή ιερό ναό, που η αγάπη των νησιωτών έκτισε προς τιμήν Της Παναγίας μας. Και, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, λίγο πριν την ολοκλήρωσή της, υπερκόσμιο φως και άρρητο και πάλι έλουσε το θαυματουργό εικόνισμα, κάτι που έγινε διά οράσεως αντιληπτό σε όλους τους συμμετέχοντας στα λειτουργικά τελούμενα.

Αυτό ήταν! Επέρασαν 200 χρόνια από τότε και το εικόνισμα «εσίγησε». Κανένα σημάδι, ούτε φως πια, ούτε θαυματουργία, ούτε μαρτυρία κατατέθηκε ότι η Παναγία είναι εκεί και το εικόνισμά Της έχει Χάρη και την ευλογία Της. Και καταλήγει ο Ξενόπουλος στο διήγημά του πως, τι τα ήθελαν τα θαύματα πλέον οι Ζακυνθινοί; Μήπως δεν ήξεραν ότι η Παναγία είναι ολοζώντανη και θαυματουργεί αδιάκοπα και ασταμάτητα απανταχού;

Επήγε κάποιος προσκυνητἠς στον Αββά Παμβώ και τον ερώτησε ποια είναι τα θανάσιμα αμαρτήματα. Ο Ασκητής σκέφθηκε, προσευχήθηκε και του είπε: «Ως προς τη σάρκα, πορνεία, ακηδία, γαστριμαργία. Ως προς τον κόσμο, φιλαργυρία, ως προς τον μισόκαλο, οργή, φθόνος, υπερηφάνεια. Και, «ποιο είναι το φοβερότερο», ρώτησε ο προσκυνητής; «Η υπερηφάνεια», είπε ο Αββάς, «διότι σκοτίζει τον νου του ανθρώπου και ου δύναται να δει καθαρά». Αυτό, λοιπόν, σκέφτομαι, βασανίζει πολλούς από εμάς, η υπερηφάνεια. Και ένεκα αυτής, και εμείς, ως άλλοι Ζακυνθινοί ναυτικοί, δεν κατέχουμε και αδυνατούμε να δούμε και να γευθούμε τις αναρίθμητες θαυματουργίες που συντελούνται γύρω μας και ανάμεσά μας.

Τη 4η του μηνός Νοεμβρίου, η Εκκλησίας μας εορτάζει την οσιακή μνήμη του Οσίου Γεωργίου του Καρσλίδη. Όσοι, αγαπητοί αναγνώστες, θυμόσαστε καλύτερα από εμένα και διαβάζετε συχνά ετούτη τη στήλη, ξέρετε πως δε λησμονώ, συχνά κάμνω αναφορές στα κείμενά μου για τον όσιο της «εσχάτης ταπεινώσεως», ως ονομάστηκε ο Όσιος Γεώργιος (ο τίτλος αυτός, «Άγιος της εσχάτης ταπεινώσεως» εδόθη και στον Άγιο Νήφωνα Β’, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος πήγε στην Ι. Μ. Διονυσίου, στο Άγιον Όρος, και διακονούσε στο στάβλο της Μονής, χωρίς να φανερώσει την πρώην πατριαρχική του θέση). Ο Όσιος Γεώργιος (1901-1959, αγιοκατάταξη 2008) πολλά βασανίστηκε και υπέμεινε, πολλά. Σπάνια διαβάζω τόσες κακουχίες και δυσκολίες να συναντούν άνθρωπο επί της γης. Ήταν απλός, λιτός, μόνιμα φιλάσθενος, λιγομίλητος, ασκητής και νηστευτής των παλαιών χρόνων! Λειτουργούσε καθημερινά για 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς διακοπή και μνημόνευε καθημερινά στην Ι. Προσκομιδή περισσότερα από 3.000 ονόματα, ζώντων και κεκοιμημένων. Ποιος; Αυτός ο μακάριος που δεν εμπορούσε να σταθεί, ένεκα αναρίθμητων προβλημάτων υγείας που τον παρασημοφόρησαν οι κακουχίες που εσυνάντησε επί της γης, ούτε ένα λεπτό όρθιος! Και συνήθιζε να λέγει με κάποια δόση εντροπής και απλότητας: «Σπάνια λειτουργώ μόνος, σπάνια! Ο Τίμιος Πρόδρομος, ο Ιερός Χρυσόστομος, ο Άγιος Νικόλαος έρχονται και λειτουργούν με τον ταπεινό Γεώργιο…».

Ο Ιερός Χρυσόστομος, που λίγο πριν αναφέρθηκε, λέγει: «Και τη κακία ας νηπιάζωμεν». Πρἀγματι! Ας νηπιάζουμε στα πάθη και στις μικρότητες που μας κάμνουν και λησμονούμε όχι μόνο την πνευματικότητα, αλλά και αυτή ακόμη την έννοια της ανθρωπιάς γύρω μας. Είναι καιρός, κατά το δυνατόν που μπορεί καθένας να αγαπήσει και τον Χριστό μας να ερωτευθεί, να λογίζουμε την πορεία και τη σωτηρία της ψυχής μας πλέον σοβαρά και υπεύθυνα σε σχέση με το χθες. Ας ξεκινήσουμε το γκρέμισμα της μιαρής και παμμίαρης υπερηφανείας. Απαιτεί κόπο, πολύμοχθο δια βίου αγώνα και θυσίες υπέρμετρες από μέρους μας. Θέλει έμπειρο πνευματικό οδηγό, εξομολόγο. Όμως, δεν είμεθα μόνοι. Θυμηθείτε τα λόγια του Ξενόπουλου στο διήγημά του «Φανερωμένη». Θυμηθείτε, παρακαλώ πάλιν και πολλάκις, τα λόγια ενός σύγχρονου γέροντα πως «η νοσταλγία του Παραδείσου θα μας κάνει απρόθυμους για την αμαρτία και συντελεί θαυματουργικά και μεταμορφωτικά, ώστε να πολιτευόμαστε επί της γης ως παρεπίδημοι». Θυμηθείτε, τέλος, και τον ταλαίπωρο Δημήτριο Λυκούδη, που ετόλμησε να αγγίξει αυτό το τόσο δύσκολο θέμα της υπερηφανείας και να γράφει περί αυτής, όταν τον εβασανίζει και τον συντροφεύει αυτή η μιαρή υπερηφάνεια σε κάθε έργο και λογισμό του.

Εξεκίνησα σήμερα, να γράφω με αφορμή το διήγημα του Ξενόπουλου «Φανερωμένη». Και καταλήγει ο Ξενόπουλος στο διήγημά του πως, τι τα ήθελαν τα θαύματα πλέον οι Ζακυνθινοί; Μήπως δεν ήξεραν ότι η Παναγία είναι ολοζώντανη και θαυματουργεί αδιάκοπα και ασταμάτητα απανταχού;