Dogma

Βιβλική και επιστημονική ηλικία του Σύμπαντος

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Με αφορμή την πρόσφατη επιστημονική ανακάλυψη

Ανακοινώθηκε πριν από λίγες ημέρες η καινούργια επιστημονική ανακάλυψη, σύμφωνα με την οποία, από την ανάλυση των σχετικών φωτογραφιών που ελήφθησαν από το διάστημα με το τελειότερο μέχρι σήμερα τηλεσκόπιο, προκύπτει ότι το Σύμπαν έχει ηλικία 13 δισεκατομμυρίων ετών! Με αφετήριο ασφαλώς χρονικό σημείο την λεγόμενη «Μεγάλη Έκρηξη», η οποία αποτελεί την κρατούσα στην επιστημονική θεωρία άποψη για την δημιουργία του Σύμπαντος, χωρίς όμως να δίνει πειστικέ απαντήσει μεταξύ άλλων και στο συνδεδεμένο με αυτήν θεμελιώδες ερώτημα, πώς είναι δυνατόν, ένα τυχαίο περιστατικό, όπως είναι η «Μεγάλη Έκρηξη», να δημιουργεί την θαυμαστή νομοτέλεια, που διέπει την λειτουργία του Σύμπαντος.

Εν πάση περιπτώσει η εν λόγω πρόσφατη ανακάλυψη έδωσε λαβή να διατυπωθούν  πολλά σχετικά ερωτήματα από ορισμένους, ιδίως άθεους ή αγνωστικιστές, οι οποίοι ζητούν να μάθουν,  εάν την ηλικία αυτή έχει και η γη και φυσικά και ο άνθρωπος που κατοικεί επάνω σε αυτήν. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του ερωτήματος αυτού τίθεται μια σειρά περαιτέρω συναφών ερωτήσεων:, όπως π.χ.: Πώς εναρμονίζεται η εν λόγω ανακάλυψη με το αδιαμφισβήτητο από την χριστιανική Διδασκαλία γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, που μας δίνει την εξήγηση για την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, έχει ηλικία μόλις 2.000 περίπου ετών από τότε ήλθε στην γη ο Χριστός; Και ακόμη: Πού ήταν ο Θεός τόσα δισεκατομμύρια χρόνια νωρίτερα;

Και γιατί απεφάσισε να παρέμβει στα γήινα αυτή την ύστερη ιστορική περίοδο στέλνοντας τον Υιό Του τον Μονογενή, για να γεννηθεί εκ της Παρθένου Μαρίας και να επωμισθεί έτσι ως  Θεάνθρωπος το βάρος της εκπλήρωσης του προαιώνιου Σχεδίου της Θείας Οικονομίας για την σωτηρία του κόσμου; Εάν πάλι η απάντηση στο συζητούμενο βασικό ερώτημα είναι αρνητική, τότε, εκτός από τα προαναφερθέντα ερωτήματα, πρέπει να απαντηθεί και το άλλο ερώτημα, πώς και γιατί μπορούμε να διαφοροποιούμε την ηλικία της γης από την ηλικία του Σύμπαντος;

Η συζήτηση των ζητημάτων που θέτει η εν λόγω επιστημονική ανακάλυψη χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι στα ζητήματα αυτά ελλοχεύει ο κίνδυνος να αξιολογήσει κάποιος τις απόψεις της Επιστήμης με τα κριτήρια της Εκκλησίας ή αντιστρόφως τις απόψεις της Εκκλησίας με τα κριτήρια της Επιστήμης. Μόλις που χρειάζεται να τονισθεί εδώ, πόσο εσφαλμένη είναι η σχετική συλλογιστική, η  οποία  αυτό που χρειάζεται επιστημονική λογική τεκμηρίωση, για να γίνει αποδεκτό, το επικαλύπτει με μεταφυσικούς δογματικούς αφορισμούς και το αφήνει έτσι αναπάντητο μέσω αυτών, ενώ εκείνο που απαιτεί ενοραματική προσέγγιση, για να γίνει πιστευτό, το επιφορτίζει με το βάρος της απόδειξης της αληθείας του. «Αστοχήματα βολής» και στις δύο περιπτώσεις.

Ούτε η Επιστήμη έχει ανάγκη την Μεταφυσική, στην οποία κινείται η Εκκλησία, για να αποδείξει την αλήθεια των προτάσεών της. Ούτε όμως από την άλλη μεριά και η Μεταφυσική χρειάζεται την επιστημονική επιβεβαίωση, για να εξοπλίσει με πειθώ τις δογματικές της θέσεις. Το γεγονός ότι οι δυο σχετικοί φορείς, η Επιστήμη δηλ. και η Μεταφυσική, δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στα τιθέμενα ερωτήματα, δεν σημαίνει ότι  ο ένας φορέας λέει την αλήθεια και ο άλλος  ψεύδεται. Από την σκοπιά του καθένας από τους δύο φορείς βλέπει τα πράγματα με τον «φακό» της δικής του παρατήρησης. Έτσι, για να έλθουμε στο προκείμενο, με άλλα κριτήρια προσδιορίζει η Επιστήμη την ηλικία του Σύμπαντος και με εντελώς διαφορετικό τρόπο προσεγγίζει το ίδιο ζήτημα η Εκκλησία, δηλ. η Μεταφυσική. Η Επιστήμη στηρίζεται σε αριθμούς που ακουμπούν όλοι επάνω στον χρόνο.

Η Εκκλησία αντιθέτως επιχειρηματολογεί με το άχρονο. Δεν μας δίνει δικούς της χρονικούς προσδιορισμούς, στους οποίους συνελέστηκαν τα σχετικά βιβλικά συμβάντα, για να τους συγκρίνουμε με τους αντίστοιχους της Επιστήμης. Στο Βιβλίο της Γενέσεως η Αγία Γραφή μάς λέει, πώς και όχι πότε δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο και τον άνθρωπο. Όλα εκ του μη όντος εις το είναι παρήγαγε. Μάς εξηγεί επίσης ότι βάση του Σχεδίου του Θεού για την Δημιουργία του Σύμπαντος απετέλεσε η Γη, η οποία ήταν «αόρατος και ακατασκεύαστος» και το «Πνεύμα του Θεού  περιεφέρετο επ’ αυτής». Την απεραντοσύνη του Σύμπαντος με επίκεντρο την γη την περιγράφει και ο Απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους Επιστολήν του, όταν εξηγώντας το σχετικό όραμά του μάς λέει ότι «προ ετών δεκατεσσάρων οίδα άνθρωπον» (εννοεί τον εαυτό του), ο οποίος ανηρπάγη (με ή χωρίς το σώμα του, δεν το γνωρίζει αυτό ο ίδιος, αλλά μόνον ο Θεός) μέχρι ένα ασύλληπτο ύψος του Ουρανού («μεχρι τρίτου Ουρανού», μάς λέει ακριβέστερα) και άκουσε άρρητα ρήματα,  που δεν μπορεί να τα μιλήσει ο άνθρωπος.

Με τα βιβλικά αυτά δεδομένα γίνεται αντιληπτό, γιατί η γη θεωρείται «Υποπόδιον των Ποδών του Θεού». Τα δε προαναφερθέντα ερωτήματα των ορθολογιστών, τα οποία μας καλούν να απαντήσουμε, «πού ήταν ο Θεός τόσα δισεκατομμύρια χρόνια» και «γιατί απεφάσισε να παρέμβει στα γήινα πριν από δύο περίπου χιλιάδες χρόνια», αφ’ ενός μεν δεν αποδεικνύουν την έλλειψη της ταύτισης βιβλικής και επιστημονικής ηλικίας του Σύμπαντος, πολύ περισσότερο όταν η Αγία Γραφή δεν οριοθετεί χρονολογικά τα συμβάντα, αφ’ ετέρου δε διαπράττουν τα σφάλμα που επισημάναμε πιο πάνω, αφού βάζουν τον ορθολογισμό να ζητεί από την Μεταφυσική εξηγήσεις για πράγματα που τον υπερβαίνουν.  Ζητήματα που σχετίζονται με την εξιχνίαση της Βούλησης του Θεού  βρίσκονται εξ ορισμού έξω από τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Το λέμε άλλωστε συχνα όλοι ότι οι Βουλές του Θεού είναι ανεξερεύνητες. Πώς μπορούμε λοιπόν να εξιχνιάσουμε το ανεξιχνίαστο;

Τον άχρονο Θεό τον ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστης μας, αφού στο μεν πρώτο άρθρο αυτού δηλώνουμε ότι πιστεύουμε «εις Ένα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, Ποιητήν Ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων», ενώ στο δεύτερο άρθρο αυτού η ομολογία της πίστεώς μας εκτείνεται και «εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιό του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Αυτό το «προ πάντων των αιώνων» υποδηλώνει την αποσύνδεση των βιβλικών συμβάντων  από τον χρόνο. Σε ό,τι αφορά εξ άλλου στο Σχέδιο της Θείας Οικονομίας πάλι ο Απόστολος Παύλος μάς μιλάει για ακαθόριστο χρόνο, κατά τον οποίο συνέλαβε ο Θεός το Σχέδιο της Σωτηρίας του κόσμου και επιφόρτισε τον Μονογενή Υιό Του με την εντολη να το υλοποιήσει: «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιόν Αυτού γενόμενον υπό γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολύωμεν».

Αυτά που ομολογούμε στο «Πιστεύω» για τον «εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων Μονογενή Υιό» και το «πλήρωμα του χρόνου», για το οποίο μας ομιλεί ο Απόστολος Παύλος  βοηθούν την σκέψη κάθε πιστού να «φτερουγίσει» στην απεραντοσύνη του Σύμπαντος και να προσεγγίσει νοερά τα σχετικά βιβλικά συμβάντα, χωρίς να έχει ανάγκη την επιμαρτυρία του χρόνου, για να τα αποδεχθεί. Την αρωγή του συμβατικού χρόνου την έχει ανάγκη μόνον η Επιστήμη, για να τεκμηριώσει πειστικά τα πορίσματά της.

Σε κάθε περίπτωση η προαναφερθείσα επιστημονική ανακάλυψη δεν πρέπει να εκληφθεί ως τεκμήριο της ανυπαρξίας του Θεού από κάποιους που εξετάζουν μονόπλευρα, δηλ. μόνον από την σκοπιά της Επιστήμης, τα δεδομένα της ηλικίας του Σύμπαντος. Μια ανάλογη προσπάθεια έγινε και πριν από αρκετά χρόνια με το περίφημο «πείραμα του CERN», που είχε ως στόχο από την πόλη αυτή της Ελβετίας να εξερευνηθεί με το σχετικό μηχάνημα το Σύμπαν και να αναζητηθεί το λεγόμενο «Σωματίδιο του Θεού», λες και ο Θεός είναι υλικό Ον, για να αφήνει τα «ίχνη» Του, ώστε να μπορούμε να Τον βρούμε, όπου κι’ αν κρύβεται στο Σύμπαν.  Θα χρειασθεί να το επαναλάβω ακόμη μια φορά και εδώ: Η Επιστήμη δεν μπορεί να διατρήσει την απόσιτη σε αυτήν σφαίρα της Μεταφυσικής, για να αμφισβητήσει εκείνο που εξ ορισμού δεν μπορεί να δει.