Dogma

Η Μουσική ως εξέχουσα άυλη Τέχνη στον κόσμο του Κτιστού και του Ακτίστου

Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου Ιστορικός, στην "Κιβωτο της Ορθοδοξίας"

Η Μουσική ως εξέχουσα άυλη Τέχνη

στον κόσμο του Κτιστού και του Ακτίστου

(Γενική τοποθέτηση για την προέλευση της Μουσικής)

1η Ενότητα

Στη Μουσική, περισσότερο από κάθε άλλη Τέχνη, εμφανίζεται έντονα η συνύπαρξη του “πραγματικού” και του “ασύλληπτου”. Γνωστό και άγνωστο εισχωρούν το ένα στο άλλο και γίνονται “ένα”. Ο ήχος, το άυλο υλικό της Μουσικής, παράγεται με παλμικές κινήσεις στον αέρα. Για τούτο η Τέχνη των Ήχων προσφέρει ένα απέραντο εκφραστικό πλάτος, που αρχίζει από έναν απλό ήχο και καταλήγει σε διάφορες εκφραστικές μορφές με τη συμβολή του ρυθμού, της αρμονίας και της μελωδίας.

Η Φυσική και τα Μαθηματικά, από το χώρο της Επιστήμης, προσφέρουν τον κτιστό της πυρήνα στην Τέχνη των Ήχων, η οποία στα χέρια ενός εμπνευσμένου δημιουργού μπορεί να μεταφέρει τον ακροατή στους χώρους του Απείρου.

Η επενέργεια της Μουσικής στην ανθρώπινη ψυχή βγάζει τον άνθρωπο από την καθημερινότητα προσφέροντάς του από μια απλή ψυχαγωγία έως τη συνειδητοποίηση του Πνεύματος, του Ωραίου, αλλά και την παρουσία του Θεού.

Ως προς την προέλευση του Ήχου, ο μέγας επιστήμονας και φιλόσοφος από τη Σάμο Πυθαγόρας, με τη φημισμένη στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας σχολή Μαθηματικών και Φιλοσοφίας, μίλησε για την “αρμονία των Σφαιρών” στο Σύμπαν, αποκαλύπτοντας την μουσική αρμονία των ουρανίων σωμάτων, η οποία, κατά τον Πυθαγόρα, καθόρισε τα μουσικά διαστήματα. Έτσι ο καθορισμός των μουσικών διαστημάτων έλαβε, με τη σύμπραξη των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Αστρονομίας, την προέκτασή του στη σύλληψη της “μουσικής των Σφαιρών” στο Άπειρο.

Αυτή η θεωρία του Πυθαγόρα έγινε και μεταγενέστερα δεκτή κατά το «εν αρχή ην ο ήχος», αλλά και ο ρυθμός, τα δύο άυλα και αεικίνητα στοιχεία και της γήινης μουσικής δημιουργίας.

Αντίθετα, το χειροπιαστό υλικό των αδελφών Τεχνών της Μουσικής (Γλυπτικής, Ζωγραφικής, Αρχιτεκτονικής) δίνει στις Τέχνες αυτές ένα στατικό, ακίνητο χαρακτήρα. Η Μουσική άπτεται του “γίγνεσθαι”, ενώ οι εικαστικές Τέχνες χαρακτηρίζονται από το “είναι”. Στις Τέχνες αυτές δεν υπάρχει το αεικίνητο στοιχείο του Ήχου και του Ρυθμού, όπως το είχε συλλάβει, από το Άπειρο, το “πνευματικό αυτί” του Πυθαγόρα, δεδομένου ότι η Μουσική προκαλεί ακουστικό και όχι οπτικό ερέθισμα. Το ακουστικό ερέθισμα αγγίζει την ψυχή πιο άμεσα και βαθιά από τα οπτικά ερεθίσματα. Ας μη λησμονούμε ότι κλείνουμε τα μάτια όταν επιθυμούμε να νιώσουμε βαθύτερα, ισχυρά εσωτερικά βιώματα και συγκινήσεις, απομονώντας τον εαυτό μας από τα οπτικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος χώρου.

Στις ανωτέρου πνευματικού επιπέδου μουσικές συνθέσεις ενυπάρχει η μαγεία του ασύλληπτου-άυλου δυναμισμού της Τέχνης των Ήχων, προκαλώντας μέσα μας συναισθήματα και νοήματα που μας συγκλονίζουν. Αρκεί οι μουσικές μας γνώσεις να μας επιτρέπουν τέτοια βιώματα.

Ωστόσο, όπως μαρτυρούν οι ειδήμονες, ο ήχος και ο ρυθμός διατηρούν την άυλη και δυναμική υπόστασή τους, ακόμα και σε μουσικές συνθέσεις, που μένουν στην επιφάνεια μη διαθέτοντας πλούσια εκφραστικά μέσα, όπως στην οιασδήποτε φύσεως ψυχαγωγική μουσική.

Από την άλλη πλευρά οι Γερμανοί χαρακτηρίζουν ως “αναδημιουργό καλλιτέχνη” εκείνο τον εμπνευσμένο ερμηνευτή μιας μουσικής δημιουργίας, ο οποίος ερμηνεύει με ένα δικό του, αλλά επίσης “μαγικό τρόπο”, το έργο που ανέλαβε να παρουσιάσει. Πράγματι, η σωστή ερμηνεία ενός μουσικού έργου μπορεί να θεωρηθεί ως αναδημιουργία.

Θα χρειαζόμαστε πολλές σελίδες για να παρουσιάσουμε τις άπειρες ενδείξεις αναφορικά με την ροή και την κινητικότητα της Μουσικής, η ουσία και η μαγεία της οποίας δεν περιορίζεται από τον χρόνο, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μας θυμίζει ότι η προέλευσή της δεν είναι μόνον εκ του κόσμου τούτου, αλλά και από την Τάξη και τους Κόσμους του Σύμπαντος, όπου δεν υπάρχει χρόνος, αρχή και τέλος.

Ένας υπέροχος ζωγραφικός πίνακας ή ένα θαυμάσιο γλυπτό, εάν καταστραφούν, χάνονται για πάντα, δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Δεν συμβαίνει το ίδιο με ένα απλό τραγούδι ή με μία ανώτερη εκφραστικά μουσική δημιουργία. Διότι η δημιουργία αυτή δεν εδράζεται μόνο στις μουσικές γνώσεις και καλλιτεχνικές ικανότητες του δημιουργού καλλιτέχνη, που την προσφέρει στον ακροατή, αλλά σε γνωστά μουσικά στοιχεία και μουσικούς κανόνες, δια των οποίων η μουσική αυτή δημιουργία μπορεί να αναπαραχθεί.

Άλλωστε μία από τις κύριες ιδιότητες της Τέχνης των Ήχων είναι η λυτρωτική της δύναμη. Ακόμα και η πιο λυπητερή Μουσική δεν οδηγεί στην κατάθλιψη. Αντίθετα μαλακώνει τον πόνο, γιατί λειτουργεί ως πνευματικός και ψυχικός “στυλοβάτης”, αφού εμπεριέχει μία δυναμική “υπόσχεση” παρηγοριάς και κάποιας ελπιδοφόρας προοπτικής.

Οι Προφήτες-Ποιητές ένιωσαν την ασύλληπτη αξία της μουσικής και της έδωσαν τη θέση που της ανήκει ως φαινόμενο της Φύσεως και ως έκφραση του Θείου Λόγου: «…ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου, … εξεγέρθητι η δόξα μου· εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα» (Ψαλμός Νστ´, 56, 8, 9).

Ήχος και ρυθμός αποτελούν ένα μήνυμα που το δεχόμαστε σαν διέξοδο στην κάθε λαχτάρα μας, είτε φόβος είναι αυτή, απελπισία, έρωτας ή ένθεος ενθουσιασμός.

Θα συνεχίσουμε θίγοντας την από τους αρχαίους χρόνους πολύτιμη παρουσία της Μουσικής στις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως και στην ένωσή του με τον Θεό.

2η Ενότητα

α) Η Μουσική στα προ Χριστού χρόνια

Ο Αρχαίος κόσμος –και μάλιστα ο Ελληνικός– μας άφησε ένα αξιόλογο έργο αναφορικά με το πνευματικό φως που έλουζε από τότε τη μουσική προσφορά, κυρίως στις θρησκευτικές τελετές.

Τα στοιχεία που διαθέτουμε για το πώς τραγουδούσαν ή έπαιζαν τα πνευστά, τα έγχορδα και τα κρουστά όργανά τους είναι πενιχρά. Όμως η πνευματική-θεωρητική τοποθέτηση, αναφορικά με τη Μουσική, στο έργο των Ελλήνων Φιλοσόφων, των Τραγικών και των Λυρικών Ποιητών σώθηκε για να μας δείχνει το πού και το πώς αναζητήθηκε η αλήθεια στη μουσική έκφραση.

Όπως εκτιμούν οι σύγχρονοι μουσικολόγοι η αναγνώριση του εύρους και της δύναμης της Μουσικής από τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αριστόξενο και τόσους άλλους στοχαστές μάς επιτρέπει να πιστεύουμε ότι, παρ᾽ όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις στην Τέχνη των Ήχων, δεν έχει διαπιστωθεί κάτι υψηλότερο και βαθύτερο από την εμβάθυνση των σοφών αυτών προσώπων στη φύση της Τέχνης αυτής, αφού κατόρθωσαν να φθάσουν άμεσα στην “καρδιά” της Μουσικής, ως θείας έκφρασης και ως μοναδικού τρόπου για την κάλυψη και πλαισίωση των ανθρωπίνων συναισθηματικών ή άλλων αναγκών.

Ήδη από τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης ο τρόπος που επικοινωνούσε ο άνθρωπος με τον Θεό του ήταν η συνειδητή προς Αυτόν επίκληση δια των ψαλμών και δια της συνοδείας μουσικών οργάνων.

Ωστόσο, πριν έλθουμε στους προ Χριστού αιώνες, αξίζει να αναφέρουμε ένα μοναδικό παράδειγμα συνειδητοποίησεως, εκ μέρους του ανθρώπου, της διαφοράς που υπάρχει στο χρώμα του ήχου μεταξύ ενός πνευστού και ενός έγχορδου μουσικού οργάνου.

Στο Μουσείο Ηρακλείου στην Κρήτη εκτίθεται μία πώρινη σαρκοφάγος από την Αγία Τριάδα της Κρήτης, της Υστερο-Μινωικής περιόδου, περί το 1400 π.Χ. Και οι τέσσερις πλευρές της σαρκοφάγου διακοσμούνται με θαυμάσιες ζωγραφιστές σκηνές, που εικονίζουν θυσίες προς τον νεκρό.

Στη μακρά πλευρά, που ετοιμάζεται αιματηρή θυσία ζώου, το περιβάλλον είναι χειμωνιάτικο (δένδρο με ελάχιστα φύλλα). Ένας μουσικός παίζει αυλό, του οποίου ο ήχος είναι “χλωμός”, όπως το φως του φεγγαριού. Είναι η μουσική του Άδη, ευχάριστη στους νεκρούς.

Η άλλη μακρά πλευρά της σαρκοφάγου απεικονίζει μία αναίμακτη θυσία με σπονδές και προσφορές μόσχων και πλοίου προς τον νεκρό, που εμφανίζεται δεχόμενος τις προσφορές. Στη σκηνή αυτή μουσικός παίζει την επτάχορδη φόρμιγγα (έγχορδο όργανο παρεμφερές προς την άρπα). Ο “χρυσός” και γεμάτος αρμονικούς ήχος της φόρμιγγας συνδέεται με την αναγέννηση της φύσης την Άνοιξη. Η μουσική στη σκηνή αυτή αποτελεί ένα μαγικό μέσο συνδέσμου αοράτων δυνάμεων με τους νεκρούς, που τους χαρίζει κάποια μορφή ζωής. Προτύπωση κάποιας μορφής Αναστάσεως;

Εντυπωσιάζει πραγματικά η ορθή αίσθηση του χρώματος των ήχων και η χρήση των κατάλληλων μουσικών οργάνων, ανάλογα με την περίσταση, σε μία τόσο πρώιμη ιστορική περίοδο (15ος αι. π.Χ.).

Ασφαλώς δεν γνώριζαν τότε το γιατί ο αυλός έχει ένα πιο “φτωχό” ήχο από τον ήχο της φόρμιγγας, της λύρας ή της κιθάρας. Δεν γνώριζαν ότι ο απλός μουσικός ήχος (φθόγγος) αποτελείται από σειρά ήχων, τους λεγόμενους “αρμονικούς”, που δεν συλλαμβάνει το αυτί του ανθρώπου και συνηχούν με τον βασικό ήχο, αυτόν που φθάνει στα αυτιά μας.

Τα διάφορα μουσικά όργανα δεν παράγουν τους ίδιους σε αριθμό αρμονικούς. Ο ήχος π.χ. του φλάουτου είναι φτωχότερος σε αρμονικούς από τον ήχο ενός έγχορδου οργάνου.

Η επιστημονική ανακάλυψη των “αρμονικών” έγινε περί το 1700 μ.Χ. χάρη στις έρευνες θεωρητικών της μουσικής, μαθηματικών και συνθετών.

Έτσι στην περίπτωση της μινωικής σαρκοφάγου εντυπωσιάζει η μουσική ευαισθησία του καλλιτέχνη που ταύτισε ψυχολογικά τον ήχο του αυλού με τον επιτάφιο θρήνο, αντίθετο προς τον πλούσιο ήχο της φόρμιγγας, τον ταυτισμένο με την ανοιξιάτικη αναγέννηση.

Είναι προαιώνια η μαγική και ασύλληπτη επί της ανθρώπινης ψυχολογίας επίδραση της μουσικής, που μετέχει στην αρμονία του Σύμπαντος.

Μέσα στα βάθη των αιώνων αναζητείται το “μαγικό τραγούδι” με το οποίο ο άνθρωπος προσπαθούσε να εξευμενίσει τα πνεύματα, να “μιλήσει” με τον Θεό του, αδιάφορο αν αυτός ήταν ήλιος, σελήνη, δένδρο, ποτάμι ή αστραπή. Αδιάφορο αν αυτός ήταν και είναι ύλη ή πνεύμα.

Οι Πυθαγόρειοι, με τη μαθηματική-μουσική κοσμοθεωρία τους, θεώρησαν τη μουσική σαν κάτι που είχε σχέση με έναν ανώτερο κόσμο.

Η σχέση της μουσικής με το υπέρτερο και τη θρησκεία αποτελεί μία ιερή ένωση που αγλαΐζει τα άγια, χαρίζοντας συνάμα στην ψυχή του ανθρώπου γαλήνη, ομορφιά και ηθική υγεία.

(Συνεχίζεται…)

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας (15-2-2024)