Dogma

Ι. Ναός Αγίου Φανουρίου Ρόδου

Από το δεύτερο στρώμα ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, διατεταγμένης πάνω από τα αψιδώματα των αρκοσολίων που βρίσκονται εκατέρωθεν του θυρώματος. Το εσχατολογικό περιεχόμενο του εικονογραφικού διακόσμου φαίνεται να αποτέλεσε προσωπική επιλογή των κτιτόρων που παριστάνονται μέσα σε παραδείσιο τοπίο στο τύμπανο του νότιου αρκοσολίου του δυτικού σκέλους του ναού.

Ιστορικά Στοιχεία

Εντός των τειχών της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου και σε απόσταση μόλις 100μ. από τα νότια όρια της οχύρωσής βρίσκεται ο ενοριακός ναός του Αγίου Φανουρίου. Η εκκλησία οικοδομημένη στα κατάλοιπα κτηρίων της υστερορρωμαϊκής περιόδου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα του τοπικού πληθυσμού και των επισκεπτών του νησιού.

Ο ναός, υφιστάμενος ήδη την εποχή της ιπποτοκρατίας, αποδόθηκε στον Άγιο Φανούριο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα το 1946, περίοδο κατά την οποία πολλές εκκλησίες παραχωρήθηκαν στην ορθόδοξη κοινότητα, στην οποία αρχικά ανήκαν. Κατά την περίοδο της επικυριαρχίας της Ρόδου από τους Οθωμανούς ο ναός, κατά τα ειωθότα, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την επωνυμία Peial el Din Medjid (Παϊάλ ελ ντιν μετζίτ). Ως Peial el Din Medjid αναφέρεται καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και της ιταλοκρατίας.

Καθώς το όνομα του αγίου, στη μνήμη του οποίου ήταν αφιερωμένος ο σημερινός ναός, δεν ήταν γνωστό και σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές, ο ναός του που με σαφήνεια τοποθετείται εκτός τειχισμένης πόλης, ήταν ήδη κατεστραμμένος όταν οι ιππότες ξεκίνησαν τις εργασίες για την επέκταση του βυζαντινού τείχους (ή κατ’ άλλους αποδομήθηκε το 1481 με σκοπό να αποτραπεί η χρήση του ως έρεισμα από τους Οθωμανούς), θεωρήθηκε σκόπιμο η συγκεκριμένη εκκλησία να αφιερωθεί στον τοπικό μάρτυρα του νησιού, η λατρεία του οποίου είχε ήδη διαδοθεί στην Κρήτη. Από το 1946 και εξής ο Άγιος Φανούριος τιμάται σταθερά στο ναό επί της ομώνυμης οδού και μάλιστα θεωρείται ως σημείο αναφοράς της διάδοσης της λατρείας του.

Ενδεικτικό της τιμής που τρέφουν στο πρόσωπό του οι πιστοί είναι το λαϊκό παραδοσιακό έθιμο της πίτας του Αγίου Φανουρίου, γνωστότερης ως φανουρόπιτα. Η πίτα αποτελεί συνήθως ένα είδος τάματος, όπου ο πιστός ζητά να του φανερώσει κάτι που έχει χάσει πχ. αντικείμενο, δουλειά κτλ. Η πίτα μεταφέρεται στην εκκλησία και αφού ευλογηθεί μοιράζεται στους εκκλησιαζόμενους με τη σύσταση να ευχηθούν να συγχωρεθεί η μάνα του Αγίου Φανουρίου, η οποία κατά την παράδοση ήταν αμαρτωλή.

Στην εκκλησία του Αγίου Φανουρίου, ανεγερμένη στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο με ελαφρώς μεταγενέστερο νάρθηκα στο

εκτεταμένο δυτικό άκρο, αναγνωρίζονται τρεις διαφορετικές φάσεις τοιχογράφησης. Η πρώτη, χρονολογημένη στο α΄ μισό του 13ου αι. εντοπίζεται στο χώρο του ιερού, ενώ η δεύτερη του 1335/6 στο σύνολο του σταυρικού ναού και στο νάρθηκα. Το δεύτερο στρώμα σε γενικές γραμμές φαίνεται να επαναλαμβάνει με παραλλαγές τα θέματα που αναπτύσσονται στο πρώτο εικονογραφικό πρόγραμμα. Η τρίτη φάση, πιθανόν στα μέσα του 15ου αι., έχει αναγνωριστεί κατά τόπους σε όλη την έκταση του κυρίως ναού.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του πρώτου στρώματος πιθανολογείται ότι είναι το αποτέλεσμα μιας γενναίας χορηγίας από κάποιον παραγγελιοδότη, μέλος της ανώτερης, ή και ανώτατης, κοινωνικής τάξης της πόλης, καθώς θεωρείται έργο ενός ώριμου εμπνευσμένου καλλιτέχνη, πιθανόν μετακληθέντος από μεγαλύτερο κέντρο, με σαφείς επιρροές από την τέχνη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας της Μικράς Ασίας.

Από το δεύτερο στρώμα ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, διατεταγμένης πάνω από τα αψιδώματα των αρκοσολίων που βρίσκονται εκατέρωθεν του θυρώματος. Το εσχατολογικό περιεχόμενο του εικονογραφικού διακόσμου φαίνεται να αποτέλεσε προσωπική επιλογή των κτιτόρων που παριστάνονται μέσα σε παραδείσιο τοπίο στο τύμπανο του νότιου αρκοσολίου του δυτικού σκέλους του ναού.

Οι τοιχογραφίες του τελευταίου στρώματος συντηρήθηκαν και αποκαταστάθηκαν αισθητικά με επιζωγραφίσεις στο πλαίσιο αναστηλωτικών εργασιών που πραγματοποίησε η ιταλική αρχαιολογική υπηρεσία κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η απεικόνιση δωρητών συνεχίζεται και σε αυτό το στρώμα, το οποίο αποτελεί και το πλέον εκτεταμένο.

Παρά την αλγεινή κατάσταση διατήρησης των τοιχογραφιών του, ο Άγιος Φανούριος αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα σωζόμενου ναού με πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα στην πόλη της Ρόδου. Η ακριβής αναφορά του έτους 1355/6, βάσει του οποίου μπορεί να προσεγγιστεί η εικονογραφική απόδοση άλλων ναών, αποδεικνύεται σημαντική για τη γνώση της ιστορίας του νησιού και αποτελεί σημείο αναφοράς στην προσέγγιση της ζωγραφικής της περιόδου.

Συμπληρωματικές πληροφορiες
(Προτεινόμενες διαδρομές)

Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Παραμένοντας στην εντός των μεσαιωνικών τειχών περιοχή και κατευθυνόμενος ο επισκέπτης νοτιοανατολικά του ενοριακού ναού του Αγίου Φανουρίου σε απόσταση μόλις 150μ. συναντάει την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναό, η ανέγερσή του οποίου τοποθετείται στον 15ο αι. Ο σημαιοστάτης του δυτικού αετώματος φέρει βυζαντινό σταυρό, στοιχείο που καταδεικνύει ότι ο ναός να ανήκε στο ορθόδοξο δόγμα.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο ορθόδοξος ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπως και πλήθος άλλοι, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με το όνομα Alemnaki Mesdjidi (Αλεμνάκι Μετζίντ). Ανάμνηση της απόδοσης του ναού στη νέα θρησκεία που επέβαλλε την προσθήκη συγκεκριμένων κατασκευών απαραίτητων για τη διεξαγωγή της λατρείας είναι το Mihrap (μιχράμπ) και η τετράγωνη βάση του μιναρέ στα ανατολικά. Αργότερα κατά την τουρκοκρατία ο ναός χρησιμοποιηθεί ως κατοικία μουσουλμάνων, συνήθης πρακτική της εποχής, οπότε και υπέστη πρόσθετες μετασκευές, οι οποίες καθαιρέθηκαν κατά τις πρόσφατες αναστηλωτικές εργασίες που πραγματοποίησε η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων.

Ναός Αγίας Αικατερίνης

Παραμένοντας στην εντός των μεσαιωνικών τειχών περιοχή και κατευθυνόμενος ο επισκέπτης ανατολικά του ναού του Αγίου Φανουρίου, σε απόσταση 400μ, συναντάει τον τρίκλιτο καμαροσκέπαστο ναό της Αγίας Αικατερίνης, στον οποίο αναγνωρίζονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις.

Στην πρώτη, χρονολογημένη μέσα στον 14ο αι., εντάσσεται η ανέγερσή του αρχικού καμαροσκέπαστου κτίσματος, το οποίο οικοδομήθηκε ως μονόχωρη βασιλική που σήμερα αποτελεί το μεσαίο κλίτος του ναού. Η επόμενη φάση τοποθετείται πριν από τα τέλη του 14ου/αρχές 15ου αι. και αφορά στην προσθήκη του βόρειου κλίτους, ενώ η επόμενη στην ανέγερση, κάποια στιγμή πριν το τελευταίο τέταρτο του 15ου αι., του νότιου.

Η τελευταία οικοδομική περίοδος που αναγνωρίζεται στο ναό ανάγεται στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής, οπότε το κτήριο, κατά τα ειωθότα, μετατράπηκε σε τζαμί. Κατά την παράδοση, μετά την κατάληψη της Ρόδου από του Οθωμανούς το 1522/1523, ο ναός της Αγίας Αικατερίνης ήταν αυτός στον οποίο προσέφυγε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής για να προσευχηθεί για πρώτη φορά στην ενσωματωμένη, πλέον, με την οθωμανική αυτοκρατορία, Ρόδο. Από αυτό το περιστατικό προέκυψε η ονομασία του τεμένους ‘Ilk Mihrab’ (Ιλκ Μιχράμπ), δηλαδή κόγχη πρώτης προσευχής.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα παρουσιάζει ιδιαίτερο χαρακτήρα σε κάθε κλίτος, γεγονός που οφείλεται όχι μόνο στις διαφορετικές εποχές κατά τις οποίες φιλοτεχνήθηκε, αλλά και στις χρήσεις για τις οποίες προορίζονταν κατά την οικοδόμησή τους οι χώροι.

Στο μεσαίο κλίτος, αξιοσημείωτη είναι η απεικόνιση των Αγίων Πέτρου και Παύλου που παριστάνονται εκατέρωθεν του θυρώματος, η παρουσία των οποίων ερμηνεύεται ως ένδειξη διαλλακτικότητας απέναντι στη συνένωση των δύο εκκλησιών. Επίσης, η επιλογή να εικονογραφηθούν τέσσερις ιαματικοί άγιοι πρέπει ίσως να αναζητηθεί στο κύμα πανώλης που έπληξε το νησί λίγα χρόνια νωρίτερα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απεικόνιση του δεόμενου γονυκλινούς ζεύγους των δωρητών που προσφέρουν το ομοίωμα του ναού στο Χριστό.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του βόρειου κλίτους, το οποίο αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα αστικής ροδιακής μνημειακής ζωγραφικής θρησκευτικού χαρακτήρα, παραπέμπει στον κοιμητηριακό χαρακτήρα του διαμερίσματος. Από το νότιο κλίτος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή να ιστορηθούν σκηνές του βίου και του μαρτυρίου της Αγίας Αικατερίνης, γεγονός που καθιστά το ναό unicum στην περιοχή.

Από τεχνοτροπική άποψη, ο τοιχογραφικός διάκοσμος του μεσαίου κλίτους φαίνεται να είναι προσηλωμένος στις βυζαντινές καταβολές και να ακολουθεί την πεπατημένη της παλαιολόγειας τέχνης, ενώ του βόρειου ακολουθεί το ρεύμα του εκλεκτικισμού. Αντίθετα, ο εικονογραφικός κύκλος της Αγίας Αικατερίνης που έχει επιλεγεί για το νότιο κλίτος, μοναδικός στην εντοίχια μνημειακή τέχνη της Ανατολής, συνδυάζει στοιχεία τόσο από τη Δύση και από την αποκρυσταλλωμένη ύστερη βυζαντινή ζωγραφική.