Dogma

Μοναχισμός και ενοριακή ζωή: Η εκκοσμίκευση της ενορίας και η τήρηση μοναστικών τυπικών

Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημερίδας "Κιβωτός της Ορθοδοξίας"

Πολλές φορές το ακούμε και ακόμη περισσότερες το βλέπουμε και το βιώνουμε. Μέσα στον «κόσμο», ένεκα πολλές φορές της λεγόμενης «εκκοσμίκευσης» της ενοριακής ζωής και της λειτουργικής κανονικότητας, οι πιστοί δεν αναπαύονται απόλυτα στην ενορία τους, γεγονός που τους καθιστά αυτομάτως αναζητητές και ιχνηλάτες άλλων ενοριών και Ναών προκειμένου να αφοσιωθούν και να συμμετέχουν λειτουργικά πλέον απερίσπαστοι.

Άλλες δε πάλι φορές, αναζητούν μοναστικά καθιδρύματα, εντός ή εκτός των πόλεων, διότι εκεί κανείς δε βιάζεται, επικρατεί, κατά το δυνατόν, απόλυτη ησυχία στις Ακολουθίες και, όπως συνηθίζουμε όλοι να λέμε, τουλάχιστον στα μοναστήρια όσοι εκ των λαϊκών προσέρχονται να εκκλησιαστούν, είναι πιότερο κατασταλαγμένοι σε όσα αναζητούν και επιθυμούν να βιώσουν. Άλλωστε, αυτό ισχύει και στις Αγρυπνίες εντός των μεγαλουπόλεων, τις οποίες κάποιοι ορέγονται και επιθυμούν να προσέρχονται λειτουργικά.

Και, είναι αλήθεια, η πραγματικότητα δε διαφέρει πολύ από την ως άνω κατάσταση που περιγράφουμε. Μιλάμε για «εκκοσμίκευση» λειτουργικής ενοριακής ζωής όταν δεν τηρείται το «μέτρο». Αυτό το μέτρο, η αρετή της «διακρίσεως», έστω κατ᾿ άνθρωπον – διότι υπάρχει και η θεία διάκριση που είναι δωρεά του Θεού – που ενυπάρχει και αποτελεί στοιχείο του «κατ᾿ εικόνα» του ανθρώπου ως λόγος και λογική!

Και πότε απουσιάζει το «μέτρο» εντός της λειτουργικής ενοριακής ζωής και θα τολμούσαμε να προβάλλουμε τον ισχυρισμό κάποιων ότι επήλθε η εκκοσμίκευση εντός της ενορίας; Το «μέτρο» απουσιάζει όταν ιερομόναχοι ή φιλομόναχοι έγγαμοι ιερείς προσπαθούν να φέρουν το μοναστικό τυπικό εντός της ενοριακής ζωής. Δηλαδή, στοιχεία που βλέπουμε συχνά πυκνά και αναγάγουν τον νου του πιστού, αν και βρίσκεται εντός ενός ενοριακού Ναού, σε μοναστικές πολύωρες αγρυπνίες και ατελείωτα μακρόσυρτα «τεριρέμ» των ιεροψαλτών για να «καλύψουν» και να «σκεπάσουν» τον λειτουργικό χρόνο. Συσκοτισμός του Ναού, ακραία τυπικά που καλείσαι να τηρήσεις απαρέγκλιτα, άκρως φιλομόναχες συμπεριφορές, αυστηρά εξομολογητήρια μέχρι και συμβουλευτικά έντυπα εγχειρίδια «προς εξομολογουμένους» – κυκλοφορούσαν και αυτά στο παρελθόν και προέρχονταν κυρίως από τις εκκλησιαστικές αδελφότητες – που διανέμονταν στην είσοδο του Ναού χέρι με χέρι και, μεταξύ άλλων, ενοχοποιούσαν και καθιστούσαν ως αμαρτία ακόμη και την αναπνοή του σώματος! Και, όμως! Συνέβαιναν, ίσως συμβαίνουν ακόμη σε Ναούς και ενοριακές δραστηριότητες που το μοναστικό τυπικό τείνει, εάν δεν έχει κατακαλύψει, το αντίστοιχο ενοριακό.

Την ίδια, όμως ώρα, υπήρχαν και υπάρχουν ενορίες που όχι μόνο δεν αναπαύεσαι, όχι μοναστικό τυπικό δε χωρεί στα προγράμματά τους – και δικαίως δε χωρεί- αλλά έχουν φθάσει στην αντιπέρα όχθη! Σύντομες ακολουθίες, σύντομα Μυστήρια, «κόβουμε» από τη μια, «κόβουμε» από την άλλη και φθάνουμε να καταλήγει ο Όρθρος μιας απλής καθημερινής σε τέταρτο και εικοσάλεπτο της ώρας! Να, λοιπόν, που χρειάζεται και μέτρο, διάκριση, ισορροπία, ώστε ούτε οι ενορίες να μεταποιούνται σε μοναστικά καθιδρύματα και φιλομόναχα καθολικά, αλλά ούτε και να εκκοσμικεύονται άνευ σημείου και μέτρου και να μεταποιούνται σε «θεατρικές» σκηνές, που οι πιστοί, παχυλά, επιδερμικά, νωχελικά και παγερά προσέρχονται και απλώς παρακολουθούν, δεν συμμετέχουν στα τελούμενα γιατί μονίμως και διακαώς όλοι βιάζονται και βιάζονται να τελειώσουν και να συνεχίζουν την ημέρα τους!

Ασφαλώς, κάθε αναφορά μας δεν προσκρούσει στον κανόνα που επικρατεί σήμερα στις μητροπόλεις και στα μοναστήρια μας στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά εστιάζει στις εξαιρέσεις, οι οποίες, όμως, ομολογουμένως, τώρα τελευταία, σαν να αυξήθηκαν περισσότερο!

Δε γίνεται, δεν είναι ευδόκιμο να παρεισφρύει το μοναστικό τυπικό στις ενορίες και, ωσαύτως, οι ενορίες, στην αντίποδα, ελλείψει του μοναστικού τυπικού, να μεταποιούνται σε καθέδρες εκκοσμίκευσης και μιας δυτικότροπης και ξενόφερτης αγαπολογίας και κοινωνικού πιετισμού, που αναβιβάζει τη φιλανθρωπία εις τα άνω και παραγκωνίζει το λειτουργικό και αγιαστικό ρόλο της λειτουργικής ζωής ως έργο ήσσονος σημασίας και διακόνημα υποδεέστερο.

Οι χώροι, οι θέσεις, οι τρόποι ζωής μεταξύ των πόλεων και της Ερήμου είναι διακριτοί και αμφότεροι ιεροί και σεβάσμιοι, ανεξάρτητα από τη θέση που καθένας ομιλεί, γράφει και άγει την καθημερινότητά του. Φθάνει να τηρεί κάθε χώρος όσα οι Άγιοι Πατέρες εθέσπισαν και διετράνωσαν εντός της Ιεράς Παραδόσεως και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Γραμματείας. Φθάνει άπαντες, να κάνουμε υπακοή στη Μητέρα Εκκλησία και στους κατά τόπους Ποιμένες και Επισκόπους μας, που πάντοτε επισκοπούν μετ᾿ αγάπης θυσιαστικής και ανυστάκτου μερίμνης.

Φθάνει να μπορούμε να συμφωνούμε εμπράκτως εν υπακοή, δηλαδή ορθοπρἀκτως, πως αλλέως τελούνται όσα υπαγορεύει το μοναστικό τυπικό στα μοναστικά μας και πανάξια σεβασμού και τιμής καθιδρύματα και, ωσαύτως, αλλέως λειτουργούν οι ενορίες το λατρευτικό τους πρόγραμμα.

Φθάνει πρωτίστως, να μπορούμε να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε τη διαφορά μετά διακρίσεως, υπομονής και αγάπης.