Dogma

Εν αρχή ην ο Λόγος… Εν αρχή ην η Λογική…

Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, παρεμβατικὴ πράξη ἀγάπης ἀπερίγραπτης, ἑνωτικὴ τῶν διεστώτων τομὴ στὸν πεπτωκότα χωροχρόνο, εἶναι τὸ καταλυτικὸ γεγονὸς τῆς ἐν σαρκὶ ἀποκαλύψεως τῆς Αἰτίας καὶ Ἀρχῆς τῶν κτιστῶν ὄντων, τῆς ἐπιφανείας αὐτοπροσώπως τοῦ Δημιουργοῦ ἐν μέσῳ δημιουργημάτων.

Ταυτοχρόνως φανερώνει πὼς δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ αὐτὴν τὴν Ἀρχὴ νὰ μείνῃ στατικὴ στὸ ἐνέργημα, στὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας, καὶ στὴ διατήρηση ἁπλῶς καὶ μόνον τῆς συνεκτικῆς της ἐν κτίσῃ ἰδιότητος. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν κόσμο νὰ μείνῃ ὡς εἶχε. Ἔπρεπε ὁ Ὢν νὰ γίνῃ παρών.
Σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία τὰ κτιστὰ ὄντα μετέχουν ἀναλογικῶς στὶς τέσσερις ἐκφάνσεις τῆς ἐνέργειας, τὴν οὐσιοποιό, τὴν ζωοποιό, τὴν σοφοποιὸ καὶ τὴν θεοποιό, με τὶς τρεῖς πρῶτες νὰ ἀφοροῦν στὴ φύση, ὅπως δόθηκε, τὴν δὲ τέταρτη στὴν ἐπιλογή τοῦ προσώπου. Ἡ πέτρα ἔχει ἁπλῶς ὕπαρξη, τὸ πρόβατο ὕπαρξη καὶ ζωή, ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ νοερὲς δυνάμεις ὕπαρξη, ζωὴ καὶ λόγο, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι ὕπαρξη, ζωή, λόγο καὶ ἁγιότητα. Ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ προοπτικὴ τῆς θέωσης ὡς ἕνας καὶ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας γιὰ τὰ ὄντα ποὺ μετέχουν τῆς σοφοποιοῦ ἐνεργείας, ἡ σχέση τους μὲ τὴν ἔννοια τῆς σοφίας εἶναι βάση καὶ προστάδιο καὶ προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση.

Ὅταν λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ «πάντα ἐν Σοφίᾳ ἐποίησεν», δὲν ἐννοεῖται ἁπλῶς ὅτι ὅλα τὰ δημιούργησε μὲ σοφὸ τρόπο, ἀλλὰ κυρίως ὅτι τὰ δημιούργησε μαζὶ μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀποκαλεῖται Σοφία, Λόγος, Υἱός. Ὁμιλεῖ ἡ ἄσαρκος Σοφία, στὶς Παροιμίες Σολομῶντος καὶ λέγει τὰ ἑξῆς: «Κύριος ἔκτισέ Με ἀρχὴν ὁδῶν Αὑτοῦ εἰς ἔργα Αὑτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ Με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι…ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανὸν, συμπαρήμην Αὐτῷ…ἤμην παρ’ Αὐτῷ ἁρμόζουσα». «Ὁ Πατὴρ Μὲ γέννησε νὰ εἶμαι ἀρχὴ τῶν δημιουργημάτων Του, Μὲ ἔθεσε ἀρχή, πρὶν νὰ φτιάξῃ τὸν κόσμο…ὅταν ἑτοίμαζε τὶς οὐράνιες δυνάμεις, ἤμουν παροῦσα». Ἔπρεπε ὅμως αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Σοφία, «ἡ δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων», ἡ διαχειριζομένη τὴν λογοποιὸ καὶ σοφοποιὸ ἐνέργεια, νὰ γίνῃ ἀπὸ ἀδιόρατη ὁρατή, νὰ γίνῃ κτίσμα, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ κτῆμα τῶν κτισμάτων της. Ἡ πράξη τῆς δημιουργίας τῆς συμπαντικῆς πραγματικότητας, ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης ἐνεργήσαντος προσώπου, δὲν ὁλοκλήρωσε ἀμέσως τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἔνσαρκος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός. Τί ἐννοοῦμε μὲ αὐτό; Ὅταν ὁ Υἱὸς θεολογῆται ὡς Λόγος, θεολογεῖται ὡς ἡ Λογικὴ τοῦ Νοός, ποὺ εἶναι ὁ Πατήρ. Λόγος στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ ὅρος ποὺ φανερώνει τὴν ἱκανότητα ἢ τὸ περιεχόμενο τῆς ὁμιλίας· εἶναι πρωτίστως ὅρος ποὺ φανερώνει τὴν δύναμη τοῦ νοὸς νὰ συλλογίζεται καὶ νὰ γνωρίζῃ τὸν ἑαυτό του. Λόγος εἶναι ἡ λογικὴ σκέψη καὶ λογικότητα, ποὺ συναντᾶται σὲ ὄντα μὲ αὐτοσυνειδησία, αὐτοαντίληψη καὶ αὐτοεπίγνωση. Ἐκεῖ ποὺ ἀπουσιάζει αὐτὴ ἡ διάσταση τοῦ λόγου, λείπει καὶ ἡ διάσταση τῆς ὁμιλίας. Ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ, ἐπειδὴ τὰ ῥήματα τοῦ στόματός του ἀποδίδουν φωνητικὰ τὸν συνειρμὸ τῆς λογικῆς του διανόησης. Τὰ ζῶα δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν, διότι δὲν μποροῦν νὰ συλλογίζονται, δὲν ἔχουν λογικὴ σκέψη· καὶ δὲν μποροῦν νὰ συλλογίζονται, διότι δὲν ἔχουν συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ἔχουν ἐγκέφαλο, κατάλληλο γιὰ τὴ ῥύθμιση τῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ στεροῦνται νοὸς καὶ λόγου. Ζοῦν καὶ κινοῦνται, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν, ἀπὸ ποῦ ὑπάρχουν καὶ γιατί ὑπάρχουν. Στὴν Ἁγία Τριάδα ὁ Νοῦς εἶναι ὁ Ἐπουράνιος Πατήρ, κι ἐπειδὴ δὲν γίνεται νὰ ὑπάρχῃ κατὰ φύσιν νοῦς χωρὶς λογική, ὁ Πατήρ ὡς Νοῦς ἔχει ὡς Λόγο τὸν Υἱό.
Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ῥώτησε τὸν Θεὸ πὼς Τὸν λένε, Ἐκεῖνος ἀπάντησε «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὢν». Αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» μπορεῖ νὰ τὸ συνειδητοποιῇ καὶ συνάμα νὰ τὸ ἐκφράζῃ λεκτικὰ κάθε ἔλλογο κτιστὸ ὄν, ἐν προκειμένῳ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἄλογο ζῶο, ποὺ ναὶ μὲν βιώνει αὐτὸ ποὺ ὑποδηλώνει τὸ «εἰμί», τὴν φυσικὴ ὕπαρξη, ἀδυνατεῖ ὅμως ἐκ φύσεως νὰ προσλάβῃ τὸ ὀντολογικὸ καὶ ὑποστατικὸ ὑπόβαθρο τοῦ «ἐγώ», τὴν ὑποστατικὴ ὕπαρξη, ὡς ἀνεικόνιστον τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἰδοὺ ὅμως τὸ θαυμαστότερο ὅλων! Ὁ Ἄσπιλος «ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται», ὁ Λόγος τίκτεται «ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων», τῶν στερουμένων λόγου, λογικῆς σκέψης καὶ ὁμιλίας, νηπιάζει ἀνάμεσα στὴν ἀλογία, ἀνάμεσα στὰ κατὰ φύσιν ἀνόητα καὶ ἄσοφα, ποὺ Τὸν περιθάλπουν καὶ Τὸν ζεσταίνουν κρυπτόμενο ἀπὸ τὰ κατὰ γνώμην ἀνόητα καὶ ἄσοφα, ἐπειδὴ Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ Σοφία, ἡ ὑποστατική, καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ Σοφία ὡς «ἁγνή, ἕπειτα εἰρηνική, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος» εἶναι ταπεινή, ἀφοῦ ἀσάρκως γεννᾶται ἀπὸ ταπεινὸ καὶ παρθένο Νοῦ καὶ σωματικῶς τίκτεται ἀπὸ ταπεινὸ καὶ παρθένο σῶμα.
Ἡ σάρκωση τῆς Πατρῴας Σοφίας ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν δυνατότητα τῆς αὐτογνωσίας. Κανεὶς δὲν λέει ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ γνωρίζουν τὸ εἶναι τους. Αὐτὸ ξεκαθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν στιγμὴ τοῦ θείου ἐμφυσήματος. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἕπειτα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λέῃ «ἐγὼ εἰμί», ὅμως ἀπὸ τὴν ἐν σαρκὶ φανέρωση τοῦ Λόγου καὶ μετὰ ἡ στατικότητα τοῦ «ἐγὼ εἶμαι» δίνει τὴν θέση της στὸ δυναμικὸ «ποιός πρέπει νὰ εἶμαι, πῶς καὶ ποιός μπορῶ νὰ γίνω».
Γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν πληρότητα τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του, θὰ πρέπῃ νὰ ἀποκτήσῃ τὴν πληρότητα τοῦ Λόγου μέσα του, τὴν πληρότητα τῆς Λογικῆς. Τοῦτο μὲν ἐπῆλθε χαριστικῶς στὴν Θεοτόκο, γιατὶ καὶ ὁ νοῦς της ἦταν διαρκῶς στραμμένος στὸν Θεό. Γιὰ τοὺς λοιποὺς τὸ χαριζόμενον κατακτᾶται σὲ βαθμὸ μὲ κόπο καὶ αὐτοπαραίτηση. Καὶ σαφῶς δὲν κατακτᾶται μὲ τὴν κοσμικὴ λογική, γιατὶ αὐτὴ δὲν εἶναι «ἄνωθεν κατερχομένη», ὡς «ἐπίγειος, ψυχική, δαιμωνιώδης», ἀλλὰ μὲ τὴν σαρκωμένη θεία Λογική, τὴν σαρκωμένη θεία Σοφία. Ἡ κατὰ φύσιν Θεοτόκος ὡς συλλαβοῦσα ἐν γαστρὶ τὴν θεία Λογική, τὸν Χριστό, ἔγινε πλήρης· ἐμεῖς ἀποκτοῦμε πληρότητα, ὅταν γίνώμεθα κατὰ χάριν θεοτόκοι, συλλαμβάνοντας καὶ κυοφορῶντας τὴν Σοφία, ἔχοντας δηλαδὴ σωματικὴ ἕνωση μαζὶ της, ὄχι διανοητική. Κι ἐκείνη ἔγινε πλήρης Σοφίας, ἐπειδὴ «ἐκένωσεν ἑαυτὴν» ἀπὸ κάθε ἰδιόβουλο λογισμό, ἄδειασε τὸν παρθενικό της νοῦ ἀπὸ κάθε κοσμικὸ λόγο καὶ ῥῆμα, κι ἔτσι ἄῤῥεύστως ὁ Ὑπερκόσμιος Λόγος βρῆκε μέσα της καταλλήλως ἄδειο χῶρο νὰ γεμίσῃ μὲ τὴν παρουσία Του. Ἡ ἀειπάρθενος μήτρα, τὸ κέντρο τοῦ σύμπαντος γιὰ ἐννέα μῆνες, γίνεται τὸ Ἱερὸν Πανεπιστήμιον ποὺ διὰ συλλήψεως εἰσάγει στὸν κόσμο καὶ εἰσηγεῖται τὴν θεωρία τοῦ Ἀθεωρήτου, δηλαδὴ τὴν θεοπτία, καὶ διὰ τόκου ἐξάγει τὴν Ὑπέρτατη Σοφία καὶ «ἐξηγεῖται τοῖς βροτοῖς», δηλαδὴ ὑποδεικνύει, τὴν πράξη γιὰ τὴν οἰκείωσή της, ἀφετηρία τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴ μήτρα γιὰ τὴν δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἀναγέννηση, καθὼς ὑποννοοῦσε ὁ Κύριος, συμβουλεύοντας τὸν Νικόδημο.
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ ἑορτὴ ποὺ τιμᾶ τὸ ἀντάμωμα τῆς θείας σαρκώσεως καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἐμπνεύσεως. Ἡ ἀνθρωπότητα δίνει αἷμα, γιὰ νὰ λάβῃ Πνεῦμα. «Δὸς αἷμα, λαβὲ Πνεῦμα». Ἡ θεότητα ἀντιστρέφει τὰ πράγματα πρωτοβούλως· δίνει Πνεῦμα, γιὰ νὰ λάβῃ αἷμα, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τοῦ Ἐπουρανίου Πατρὸς εἶναι Αὐτὸ ποὺ τελετουργεῖ τὴν κάθοδο τοῦ Λόγου. Κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ἡ Θεοτόκος συγκατατίθεται ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ δώσῃ τὸ δικό της αἷμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποστέλλεται ἀμέσως, τὴν ἐπισκιάζει, τὴν χαριτώνει, ἔτσι ὥστε δι’ Αὐτοῦ ὁ Πατὴρ νὰ ἐνεργήσῃ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου. Πνεῦμα καὶ λόγο χρειαζόμαστε, ἔμπνευση καὶ λογική, γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὸν προσεγγίζοντά μας ἀγαπῶντα Θεό. Ὅμως νὰ μὴν μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς πατέρες μας κέντρο τοῦ λόγου στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καρδία. Θυμηθεῖτε ὅτι ὁ ἄφρων πλούσιος «εἶπεν ἐν τῇ καρδία αὑτοῦ· οὔκ ἐστι Θεός» καὶ ὅτι «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν». Ἡ αἱμοδότης καρδία τῆς Θεοτόκου ἔγινε πρωτίστως βάση τῆς λογικῆς, ὅπου συνελήφθη νοητῶς καὶ ποθητῶς ἡ ἄσαρκος Σοφία κι ἕπειτα ἐδόθη τὸ αἷμα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου.
Λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», δηλαδὴ «ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ Λογική». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ συμπαντικὴ πραγματικότητα ἔχει αἰτία, Λογικὴ αἰτία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται ὡς ἀποτέλεσμα ἄκτιστης βουλῆς. Ἐξάλλου χρησιμοποιοῦμε καὶ μὲ τρίτη σημασία τὸν ὅρο «λόγος», γιὰ νὰ ὑποδηλώσουμε τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε κάτι γιὰ κάποιον σκοπό. Λέμε: «Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἔκανες αὐτό;», «Ποιός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἐπισκέψεώς σας;». Καὶ σαφῶς ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς δημιουργίας, ἡ ἔλευση τῶν ὄντων στὸ εἶναι, δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὸν παραλογισμὸ τῆς τυχαιότητας, οὔτε μὲ τὴν ἀλογία τῆς ἀνυπαρξίας, οὔτε μὲ τὴν ἀνοησία τοῦ μηδενισμοῦ. Μέσα στὸ σύμπαν ἀκτινοβολεῖται τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐνυποστάτου Σοφίας, λανθανούσης μὲν τρόπον τινὰ ἐν κτίσῃ, ἀποκαλυπτομένης δὲ ὡς κτίση. Ἄλλη μιὰ ἀνατροπὴ ἔχουμε ἐδῶ! Ἡ ἄκτιστη αἰτία τῶν ὑπαρκτῶν περνᾶ ἀπὸ τὴν λήθη, τὴν ἀφάνεια, στὴ μὴ λήθη, στὴν ὁλοφάνεια, στὴν ἀ-λήθεια, ὅταν γίνεται κτίσμα, ἀναβιβάζει πνευματικῶς τοὺς ἐν σαρκί, ἀφοῦ πρῶτα κατέλθῃ καὶ σαρκωθῇ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀναγγενᾶ, μετὰ τὴν γέννηση, θεώνει, ὅταν ἐνανθρωπῇ. Πρὸ Χριστοῦ τὸ σκότος· καὶ ἕπειτα «τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ». Ἀνέτειλεν Ἥλιος Δικαιοσύνης, ποὺ εἶναι φῶς ἐκ φωτός, γιὰ νὰ μποροῦμε πλέον νὰ λέμε «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».
Εἶναι παραδεκτὸ ὅτι ἡ λογικὴ ὡς πνευματικὴ ἔννοια δὲν ψηλαφίζεται. Ὡς πρόσωπο ὅμως ἐν σαρκὶ καὶ ὁρᾶται καὶ ψηλαφίζεται καὶ τρώγεται, καθὼς «ἑοράκαμεν καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν». «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Ἐμμανουήλ! Ἡ Ὑπέρτατη Σοφία γίνεται μωρό καὶ ἡ μωρία τῆς σαρκώσεως κήρυγμα, ἀφορμὴ σοφισμοῦ. Νηπιάζει ὁ Λόγος καὶ λογοποιοῦνται τὰ πνευματικὰ νήπια, γιὰ νὰ ἀνδρωθοῦν στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματός Του. Γυμνητεύει ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἀπογυμνωμένους τῆς παραδείσιας μακαριότητος καὶ δέχεται σπάργανα στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, γιὰ νὰ προτυπώσῃ τὰ νεκρικὰ σάββανα τῆς τελευτῆς Του. Κλαίει ἀνάποδα στὴν πρώτη ἀναπνοή, γιὰ νὰ ἀναποδογυρίσῃ στὴν τελευταία τὴν χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τὴν κάνῃ κλάμα αἰώνιο. Κι ἐκεῖνος, ὁ μέγας ἀνόητος, ὁ τὸ πρὶν σοφότερος πάντων τῶν αΰλων νόων, δὲν ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν ἀφροσύνη τῆς κακίας του τὸ μέγα μυστήριο. Κι ὅταν θὰ τὸ ἀντιληφθῇ στὸ «τετέλεσται», θὰ εἶναι ἢδη ἀργὰ γιὰ τὸ κράτος του, ποὺ θὰ καταλυθῇ μέσα στὸν ᾅδη. Μόνη του παρηγορία θὰ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἕπειτα ἡ λυσσαλέα προσπάθεια νὰ μεταπείθῃ τὶς καρδιές, ὥστε νὰ ὑποτάσσωνται στὴν κοσμικὴ λογική, στὴν μήτρα γιὰ τὴν ἀλογία τῆς θρησκείας, τῆς αἱρέσεως, τῆς ἀθεΐας, τὴν κάτωθεν ἀνερχομένη, τὴν ἐπίγεια, τὴν ψυχική, τὴν δαιμονιώδη.
Ἡ μήτρα γιὰ τὴν σάρκωση τῆς θείας Λογικῆς καλλωπίζεται ἀπὸ τὴν σιωπῶσα σωφροσύνη τῆς παρθενικῆς ταπεινώσεως. Μέσα σὲ αὐτὴν ἡ Σοφία «ᾡκοδόμησεν Ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά». Κατεσκεύασε οἴκημα στηριγμένο στὴν ἑπταμερῆ χάρη τοῦ Πνεύματος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι λοιπὸν ἡ μητέρα τῆς Λογικῆς, τὴν ὁποία τίκτει ἐν σωφροσύνῃ, παρθενίᾳ καὶ ταπεινώσει. Σώφρων συλλαμβάνει Σοφίαν, σιωπῶσα, κυοφορεῖ Λόγον, καὶ ἐδῶ φανερώνεται ὁ σημαντικὸς ῥόλος τοῦ Παναγίου προσώπου της. Ἡ κόρη τῆς Βηθλεέμ, «φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα», συλλαμβάνει μέσα της τὸ πλήρωμα τῆς Σοφίας σωματικῶς διὰ τῆς ἑλκυστικῆς της παναγνότητος καὶ Τῆς παρέχει τὰ ἁγνὰ ὑλικὰ τοῦ οἰκοδομήματος, αἷμα καὶ σάρκα, ὥστε Ἐκείνη ὡς σπέρμα παρθενίας νὰ πατήσῃ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀρχαίου πτερνιστῆ, νὰ σφάξῃ «τὰ Ἑαυτῆς θύματα» καὶ νὰ ἑτοιμάσῃ «τὴν Ἑαυτῆς τράπεζα». Ἡ Θεοτόκος λυτρώνει τὴν στείρα ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν βάσανο τῆς ἀναμονῆς καὶ τὴν περιδύνηση στὴν ἀγνωσία. Πλέον οἱ τὴν Σοφίαν «ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν», γιατὶ μποροῦν ἐπιτέλους ὄχι νὰ Τὴν συλλάβουν μὲ τὸ νοῦ, ἀλλὰ νὰ Τὴν δοῦν μὲ ἀνθρώπινη μορφή, χειροπιαστή, ὁμιλοῦσα, διδάσκουσα, φωτίζουσα.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιατὶ αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ αὐτὸ τὸ Αἷμα τὰ ἔλαβε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν μητέρα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη καὶ μόνον αὐτή, εἶναι ὁ ἀπόλυτος χῶρος κατοικίας τῆς ἐνσάρκου Σοφίας. Μόνον στὴν Ὀρθοδοξία δύναται νὰ βρῇ ἐφαρμογὴ τὸ χωρίο τῶν Παροιμιῶν «ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία». Ἔξω ἀπὸ αὐτήν, στὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, στὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ἡ ἀνοησία, ἡ ἀλογία, ἡ ἀφροσύνη, ἡ ἄγνοια Θεοῦ κυριαρχοῦν, καθὼς δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν ψηλαφητή, ἁγιάζουσα, ἔνσαρκο Σοφία, ποὺ βεβαιώνει στὴ σοφιολογικὴ γραμματεία Σολομῶντος «Μεμίσηκα δὲ ἐγὼ διστραμμένας ὁδούς». Προσφωνοῦνται «Σοφολογιώτατοι» οἱ θρησκευτικοὶ λειτουργοὶ τῶν δύο μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, ἰουδαϊσμοῦ καὶ ἰσλάμ, ὅμως ποιᾶς σοφίας ἔγιναν μέτοχοι; «Ζητήσουσί με κακοὶ καὶ οὐχ εὐρήσουσιν» λέγει σὲ ἄλλο χωρίο. Ἀλλὰ καὶ ἐντὸς Ἐκκλησίας, ὅποιος δὲν τρώει τὴν Σάρκα Της καὶ δὲν πίνει τὸ Αἷμα Της, παραμένει ἀνόητος καὶ ἄσοφος, συσκοτισμένος, διότι Αὐτὴ εἶναι φῶς ἐκ φωτὸς καὶ εἶναι ἡ ἴδια ποὺ «…καὶ τοῖς ἐνδεέσιν φρενῶν εἶπεν· Ἔλθετε, φάγετε τῶν Ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὂν ἐκέρασα ἡμῖν». Οὔτε τὸ πλῆθος τῶν γνώσεων, οὔτε ἡ παίδευση τοῦ νοός, οὔτε ἡ παρεχόμενη ἐκπαίδευση ἢ ἡ σχολικὴ μόρφωση, μποροῦν νὰ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ Τὴν κατακτήσῃ, γιατὶ Αὐτὴ γίνεται κτῆμα ὅσων Τὴν κοινωνοῦν, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν σωφροσύνη τῆς Μητροπαρθένου, ἡ ζωὴ τῆς ὁποίας εἶναι ἐν τέλει αὐτὸ ποὺ λέμε αὐθεντικὸ ὀρθόδοξο βίωμα στὴν ὁλότητά του. «Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε Σοφίαν, καὶ θνητός, ὃς εἶδε φρόνησιν». Αὐτὴ ἡ ἰδιότητα τῆς Πανάγνου νὰ εἶναι τὸ ἀκροθίνιον τῶν ἀρετῶν τὴν ἀναδεικνύει πρώτη καὶ μεγίστη φιλόσοφο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, διότι ἔγινε ἐράστρια «τοῦ κάλλους Αὑτῆς». Στὰ δώδεκα χρόνια τῆς παραμονῆς της στὰ Ἅγια τῶν Ἅγίων ἡ νεαρὰ Κόρη προσηύχετο μετὰ φλογεροῦ θείου πόθου: «Θεὲ Πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, δός μοι τὴν τῶν Σῶν θρόνων πάρεδρον Σοφίαν…ἐξαπόστειλον Αὐτὴν ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου Σου καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης Σου…». Κι Ἐκείνη, χωρὶς νὰ φθείρῃ τὴν ὑπογάστρια παρθενικὴ δομή, κατέρχεται σὲ σῶμα ὑπογαστρίων ἀπαθὲς καὶ ἀπεργάζεται τὴν γαστέρα της «πλατυτέραν οὐρανῶν», κάνοντας «θρόνον» τὴν ἁγιασμένη μήτρα της. Θαῦμα θαυμάτων! Ἡ τῶν Πατρικῶν θρόνων πάρεδρος Σοφία παρεδρεύει στὸ θρόνο τῶν μητρικῶν σπλάχνων!
Σήμερα ὁ ὀρθόδοξος λαὸς πανηγυρίζει τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπευθύνεται στὴν Κυρία τῶν οὐρανῶν, ἐξαίροντας τὴν συμβολή της στὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἀναβοῶντας μὲ συστολὴ: Ὦ, Παρθένε, Πάναγνε, Πάνσοφε, τὸ εὐφυέστερον τῶν λογικῶν πλασμάτων, ἡ πρώτη καὶ μόνη ἐχέφρων, ἡ ἀπολύτως ὀρθόφρων στὸ ἦθος, ἡ πλέον συνετὴ στὴν ἀπόφαση καὶ γνωστικὴ στὴν ἀπόκριση, πῶς περιορίστηκε μέσα στὶς γεωμετρικὲς διαστάσεις τοῦ παναμώμου σώματός σου ὁ ἀπεριόριστος γεωμέτρης τοῦ σύμπαντος, ὁ ἀδιάστατος Θεὸς ποὺ ἔδωσε νέες διαστάσεις στὴν ἀνθρώπινη ζωή! Πῶς ἀντέστρεψες τὴν πρώτη δημιουργία, τότε ποὺ ἡ πρώτη Εὔα βγῆκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, κι ἔβγαλες ἐσὺ τὸν νέο Ἀδὰμ ὡς δεύτερη Εὔα! Πῶς εἰσήχθη καὶ ἐξήχθη ἀπὸ μέσα σου ἡ Ὑπέρτατη Σοφία, ποὺ προανήγγειλε στὸν Ἰσραὴλ γιὰ σένα ὅτι κατὰ τὴν ἔννοια τῆς παρθενίας τηρεῖς «σταθμοὺς Ἐμῶν εἰσόδων» καὶ κατὰ τὴν γέννα ἐκπληρώνεται τὸ «αἱ γὰρ ἔξοδοί Μου ἔξοδοι ζωῆς» κι ἔγινες ἔτσι Μήτηρ ζωῆς! Πῶς μετέστρεψες τὴν πρὸς θάνατον ἀνόητη βρώση τῆς Εὔας, ἀντεισάγουσα τὴν Σοφία, διὰ τῆς βρώσεως τῆς Ὁποίας ζωοποιούμεθα! Σὲ τί γνόφο ἀγνωσίας Θεοῦ, σὲ ποιό βἀραθρο ἀνοησίας, σὲ ποιό σκοτάδι ἄγνοιας, σὲ τί βαθμὸ παραλογισμοῦ θὰ βρισκόταν ἡ ἄνθρωπότητα, χωρὶς τὴν δική σου παρουσία μέσα στὴν ἱστορία! Φρίττει ὁ νοῦς, ἀναλογιζόμενος τὴν τραγικότητα τῆς ἀπουσίας σου!
Γλυκιά μας Ἀειπάρθενε Μῆτερ! Σόφισε κι ἐμένα, τὸν λαὸ τοῦ Υἱοῦ σου, φώτισε κι ἐμένα, Θεοῦ παιδί, ἐσὺ ἡ Μήτηρ τοῦ φωτός, ἡ φωτισμένη καὶ σοφότατη καὶ λογικότατη Μήτηρ τοῦ ἐκ Πατρὸς Λόγου! Σόφισε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας! Βάλε μέσα μας τὴν Λογική, στὸν κλῆρο, στὸν λαὸ καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἔτσι ὥστε νὰ ἔχουμε λόγο καὶ καλὴ ἀπολογία στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου.
ΑΜΗΝ

Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Στυλιανοῦ Μακρῆ, Δρος Θ.,
Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Βεροίας