Dogma

Από τον βίο του αγίου Μαρκιανού

Ο άγιος Μαρκιανός ήταν πολύ ανοιχτοχέρης στους ιερούς οίκους: από τη μια έφτιαξε πολλούς και μεγάλους ναούς, από την άλλη ανακαίνισε πολλούς άλλους.

Πολύ περισσότερο όμως φρόντιζε για τους φτωχούς. Αυτό ήταν φανερό από πολλά άλλα, προπαντός όμως από αυτό που θα πούμε στη συνέχεια. Έτσι θα φανεί καθαρά όχι μόνο η φιλανθρωπία του αγίου προς όσους είχαν ανάγκη, αλλά και ποια χαρίσματα αξιώνονται να λάβουν όσοι αγαπούν πολύ τη φιλανθρωπία.

Αυτός ο θαυμάσιος λοιπόν, τη νύχτα γύριζε τις πλατείες και τα στενά της Πόλης, προσέχοντας μην τυχόν βρει πουθενά κανέναν νεκρό, που για την πολλή του φτώχεια να είναι παραπεταμένος, χωρίς να φροντίζει γι’ αυτόν κανείς. Όπου έβλεπε κάποιον τέτοιο, χαιρόταν σαν να είχε βρει μεγάλο κέρδος· και αφού τον έλουζε βιαστικά και τον σαβάνωνε και του έκανε και όσα άλλα είναι καθιερωμένα, έπειτα απευθυνόταν στον νεκρό σαν να ήταν ζωντανός λέγοντας: «Έλα, αδελφέ, δείξε μου και εσύ την εν Χριστώ αγάπη». Στα λόγια αυτά ο νεκρός υπάκουε· σηκωνόταν δηλαδή – τι ανείπωτο θαύμα! – και ασπαζόταν τον καλό Μαρκιανό, δείχνοντας έτσι ότι αυτές τις φροντίδες δεν ήταν αυτός που τις δεχόταν, αλλά ο Χριστός (Ματθ. 25:40). Κατόπιν ο νεκρός έπεφτε πάλι νεκρός, και τέτοιος φαινόταν στους παρόντες.

Ο μέγας Μαρκιανός, ο οποίος οικοδόμησε από τα θεμέλια τους τεράστιους και ασύγκριτους ναούς της αγίας μάρτυρος Ειρήνης και της αγίας μάρτυρος Αναστασίας, αλλά και πολλούς άλλους είτε έχτισε καινούργιους είτε ανακαίνισε, ήταν οικονόμος της Μεγάλης Εκκλησίας – της αγίας Σοφίας –, και όλοι, λαός, βουλή και ο ίδιος ο βασιλιάς, τον σέβονταν και τον τιμούσαν πάρα πολύ για την ανυπέρβλητη αρετή του. Αυτός, κάποτε που επέστρεφε στο σπίτι από γιορτή αγίων, έγινε μούσκεμα, επειδή έτυχε να ξεσπάσει μπόρα. Όταν μπήκε στο σπίτι του, κλείστηκε μέσα, έβγαλε το ρούχο του και το στέγνωνε σε λίγα κάρβουνα.

Την ώρα εκείνη συνέπεσε να στείλει να τον καλέσουν ο τότε θεοφιλέστατος αρχιερέας Γεννάδιος. (*) Οι απεσταλμένοι, βρίσκοντας κλειστό το σπίτι, χτυπούσαν δυνατά την πόρτα και πρόσταζαν τον άγιο να έρθει έξω· αυτός όμως, επειδή ντρεπόταν να εμφανιστεί γυμνός, έμενε μέσα, γιατί δεν είχε άλλο ρούχο να φορέσει και να βγει. Γι’ αυτόν τον λόγο τους είπε ότι έρχεται, καθυστερούσε όμως, μέχρι που ένας από αυτούς, πιο περίεργος, έβαλε το μάτι του σε κάποια τρύπα και είδε αυτό που γινόταν. Γεμάτος θαυμασμό, έκανε και τους άλλους να δουν με τα ίδια τους τα μάτια. Καθώς λοιπόν το θέαμα τους εξέπληξε όλους, επέστρεψαν στον πατριάρχη και με θαυμασμό του τα διηγήθηκαν όλα.

Εκείνος, όταν τους άκουσε, όχι μόνο απόρησε με αυτούς, αλλά και τους μάλωσε που από τόσο μικρά πράγματα κρίνουν σπουδαίο τον Μαρκιανό, αντί μάλλον να τον θεωρούν αξιοθαύμαστο και μακάριο από πολλά άλλα, που δεν είναι εύκολο να κατορθωθούν από κανέναν άλλον.

 

(*) Πρόκειται για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γεννάδιο Α’ (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.

 

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΜΣΤ’ (46), σελ. 366, και τόμος Δ’, Υπόθεση Α’, σελ. 15. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη.