Dogma

Η θέση των Ιεροσολύμων για την υπόθεση του Κατάρ

Τα επιχειρήματά του σχετικά με την υπόθεση της εκλογής και τοποθέτησης Αρχιεπισκόπου στο Κατάρ, απαριθμεί σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος.

Λουδάρος Ανδρέας

Τα επιχειρήματά του σχετικά με την υπόθεση της εκλογής και τοποθέτησης Αρχιεπισκόπου στο Κατάρ, απαριθμεί σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος.

Τα δυο γειτονικά Πατριαρχεία έχουν έρθει σε σύγκρουση το τελευταίο διάστημα ύστερα από την εκλογή Αρχιεπισκόπου για το Κατάρ από τα Ιεροσόλυμα κάτι το οποίο η Αντιόχεια θεώρησε εχθρική ενέργεια, μιας και θεωρεί πως το Κατάρ, ανήκει στη δική του δικαιοδοσία.

Στην επιστολή του που διαπνέεται από χαμηλούς τόνους, ο Πατριάρχης Θεόφιλος, καταθέτει στον Πατριάρχη Ιωάννη όλη την σχετική βιβλιογραφία και τα σχετικά γεγονότα, εκφράζοντας για μια ακόμη φορά την βεβαιότητα πως ουδέποτε η περιοχή του Κατάρ ανήκε στην Αντιόχεια και πως η κίνηση του να ορίσει Αρχιεπίσκοπο δεν αποτελεί παρέμβαση σε άλλη Εκκλησία.

Την επιστολή έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, μέσω της ιστοσελίδας του.

ΣΧΕΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Το Κατάρ αποσταθεροποιεί τους Ορθοδόξους

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Μακαριώτατε Θειότατε καί Αγιώτατε Πατριάρχα τής Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας καί πάσης Ανατολής, εν Χριστώ τώ Θεώ, λίαν αγαπητέ αδελφέ καί συλλειτουργέ τής Ημών Μετριότητος, κ. κ. Ιωάννη. Τήν Υμετέραν Σεβασμιοπόθητον Ημίν Μακαριότητα αδελφικώς εν Κυρίω περιπτυσσόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Ούσης επί θύραις τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής, παρελάβομεν τήν υπ’ αριθμ. Πρωτ. 7 καί από 6ης μηνός Μαρτίου 2013 επιστολήν τής Υμετέρας λίαν αγαπητής καί περισπουδάστου Ημίν Μακαριότητος, εν ή Αύτη εκφράζει τήν εγκάρδιον ευχήν διά τήν υφ’ Ημών βίωσιν εν προσευχή καί ταπεινώσει τής κατανυκτικής περιόδου τής νηστείας καί τήν συμμετοχήν Ημών εις τήν χαράν τής ενδόξου Αναστάσεως, έτι δέ καί διά τήν εν ώραις αισίαις πρός ανταλλαγήν τού ασπασμού τής αγάπης καί τής ειρήνης συνάντησιν Ημών καί τήν επιμέλειαν θεμάτων αφορώντων εις τούς Αποστολικούς Θρόνους Ιεροσολύμων καί Αντιοχείας καί δή μετά τήν πρόσφατον επαξίαν εκλογήν καί τελετήν τής Ενθρονίσεως Αυτής, εις τήν οποίαν τό ημέτερον Πατριαρχείον έσχε τήν χαράν καί τιμήν, όπως συμμετάσχη.

Δεχόμενοι τάς ευχάς ταύτας ως έκφρασιν ειλικρινούς αγάπης τής ψυχής τής Υμετέρας λίαν αγαπητής καί περιποθήτου Ημίν Μακαριότητος, διακριθείσης επί έτη εις τήν Θεολογικήν επιστήμην, τήν εκκλησιαστικήν παιδείαν καί μοναχικήν βιοτήν, επιθυμούμεν, όπως παράσχωμεν Αυτή, τάς δεούσας διευκρινήσεις διά τό εις τήν επιστολήν Aυτής θιγόμενον κύριον θέμα, τής παρουσίας δηλονότι τού ημετέρου Πατριαρχείου εις Κάταρ, πρός καθησυχασμόν Αυτής καί τής υπ’ Αυτής θεοφιλώς ποιμαινομένης αδελφής Εκκλησίας τής Αντιοχείας καί διατήρησιν καί στερέωσιν τής απ’ αρχής τού Χριστιανισμού πλήρους κοινωνίας καί συνεργασίας μεταξύ τών Εκκλησιών Ημών.

Αναφερόμεθα εν πρώτοις εις τό ότι τό Εμιράτον τού Kάταρ αποτελεί αναπόσπαστον γεωγραφικήν συνέχειαν τής Αραβίας, ποιμαντικής δικαιοδοσίας τού ημετέρου Πατριαρχείου, ως εμφαίνεται εκ τών εκτιθεμένων εν συνεχεία:

1) Εκ τής Ημετέρας Φήμης: “Πατριάρχης τής Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ καί πάσης Παλαιστίνης, Συρίας, Αραβίας, πέραν τού Ιορδάνου, Κανά τής Γαλιλαίας καί Αγίας Σιών” εμφαίνεται ευκρινώς, ότι είμεθα Πατριάρχης πάσης Παλαιστίνης, εις τήν οποίαν συμπεριλαμβάνονται αι τρείς Παλαιστίναι, ως εμφαίνεται εκ τής η’ Πράξεως τών Πρακτικών τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλ. Ράλλη Ποτλή, “Σύνταγμα τών Θείων καί Ιερών Κανόνων”, τόμ. 2, Αθήναι 1852, σ. 131). 2)

Εκ τής Ημετέρας Φήμης εμφαίνεται επίσης, ότι είμεθα Πατριάρχης Συρίας, όπερ δηλοί τάς περιοχάς άνωθεν τής Πορφυρουπόλεως (σημερινής Χάϊφας), ήτοι τήν Μητρόπολιν Πτολεμαΐδος καί τήν περιοχήν άνωθεν τής Σκυθοπόλεως, ήτοι τά σημερινά υψώματα Γκολάν έως τούς πρόποδας τού όρους Ερμών.

Τούτο εμφαίνεται ευκρινώς εις τήν ερμηνείαν τού Βαλσαμώνος εις τούς 6ον καί 7ον Κανόνας τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ένθα αναφέρεται επιγραμματικώς: “Τόν δέ Ιεροσολύμων, (έχειν) τών εν τή Παλαιστίνη επαρχιών, τών εν Αραβία, καί τών εν Φοινίκη” (βλ. ένθ’ ανωτ., σ. 129). 3)

Εκ τής Ημετέρας Φήμης εμφαίνεται επίσης, ότι είμεθα Πατριάρχης Αραβίας, ως ήδη έχει αναφερθή εις τήν ως άνω ερμηνείαν τού Βαλσαμώνος, αλλά καί εκ τού γεγονότος, ότι η Αραβική Χερσόνησος αποτελεί φυσικήν συνέχειαν τής 3ης Παλαιστίνης.

Εις επιβεβαίωσιν τούτων παραθέτομεν κάτωθι τόν υπό τού Βευερηγίου εκδοθέντα αρχαιότατον κατάλογον, εις τόν οποίον αναφέρονται αι επαρχίαι όλων τών Πατριαρχείων ως καί τού Ημετέρου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Διά λόγους συντομίας παραλείπομεν ενταύθα τάς Μητροπόλεις καί Επισκοπάς τών τριών Παλαιστινών καί αναφερόμεθα εις τό επίμαχον σημείον, ήτοι εις τήν Επαρχίαν Αραβίας τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ήτις έχει ως εξής: α. Βόστρα, Μητρόπολις – β. ο Αδρασός. – γ. Δία. – δ. Μήδαβα. – ε. Γέρασα. – ς. Νεύη. – ζ. Φιλαδέλφεια. – η. Έσβους. – θ. Νεάπολις. – ι. Φιλιππούπολις. – ια. Φενούτος (Ίσως Φινώ). – ιβ. Κωνσταντίνη. – ιγ. Διονυσιάς. – ιδ. Πεντακωμία. – ιε. Τρικωμία. – ις. Κανόθας. – ιζ. Σάλτον. – ιη. Βατάνεως ή Κατάνεως – ιθ. Εξακωμία. – κ. Εννεακωμία. – κα. Κώμη Γωνίας. – κβ. Κώμη Χερούς. – κγ. Κώμη Στάνες. – κδ. Κώμη Χαβέρας (ή Μαχαβέρους). – κε. Κώμη Κωρεάθης. – κς. Κώμη Βιλβανούς. – κζ. Κώμη Κάπρων. – κη. Κώμη Πυργοαρετών. – κθ. Κώμη Σέτνης. – λ. Κώμη Αριαχών. – λα. Νεότης. – λβ. Κλίμα Ανατολικών καί Δυσμών. – λγ. Κώμη Αριάθας Τράχωνος. – λδ. Κώμη Βεβδάμους (βλ. Ράλλη Ποτλή, “Σύνταγμα τών Θείων καί Ιερών Κανόνων”, τόμ. 5, Αθήναι 1852, σ. 472).

Ο ως άνω κατάλογος επιβεβαιούται καί εις τό έργον τού Γρηγορίου Ιεροδιακόνου τού Παλαμά: “Ιεροσολυμιάς”. (βλ. “Ιεροσολυμιάς ήτοι επίτομος Ιστορία τής Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ από τής θεμελιώσεως αυτής έως τών νεωτάτων χρόνων” υπό Γρηγορίου Ιεροδιακόνου τού Παλαμά, καθηγητού τής Ιστορίας εν τή Θεολογική Σχολή τού Πατριαρχικού Θρόνου τών Ιεροσολύμων, εν Ιεροσολύμοις, εκ τού Τυπογραφείου τού Π. Τάφου, 1862, σσ. 376-382).

Τό αυτό επιβεβαιούται καί εκ τής εκθέσεως τού Νείλου Δοξαπατρή: «Περί τών 5 Πατριαρχικών Θρόνων», η οποία αναφέρει τά κάτωθι: “Μετά δέ ταύτα ετιμήθη καί ο θρόνος Ιεροσολύμων, αποσπασθείς τής ενορίας καί εξουσίας Αλεξανδρέων, καί γέγονεν αυτοκέφαλος, καί κεφαλή, καί ισότιμος τοίς τρισί θρόνοις• πλήν ετάχθη μετά τόν Αντιοχείας τιμάσθαι, καί αναφέρεσθαι, καί καθήσθαι.

Εκλήθη δέ καί πατριάρχης καί αυτός ο Ιεροσολύμων, καί τοι πρότερος επίσκοπος ών τού Καισαρείας τής εν Παλαιστίνη• η γάρ Παλαιστίνη είχε μητρόπολιν τήν Καισάρειαν, υφ’ ή ετέλει τά Ιεροσόλυμα, επισκοπή ούσα αυτής. Είχε δέ καί ετέρας μητροπόλεις, εχούσας υφ’ εαυτάς διαφόρους επισκοπάς, ήγουν δευτέραν τήν Σκυθόπολιν, ήτοι Βασάν, τρίτην τήν Πέτραν,τετάρτην τήν Βόστρην, ήτοι Αραβίαν.

Έχει δέ καί αυτοκεφάλους επισκοπάς εικοσιπέντε, μή εχούσας υφ’ εαυτάς επισκοπάς, υποκειμένας δέ τώ θρόνω τών Ιεροσολύμων• α΄. τήν Διοσπόλεως• β΄. τήν Ασκάλωνος• γ΄. τήν Ιόππης• δ΄. τήν Γάζης• ε΄. τήν Ανθηδώνος• ς΄. τήν Διοκλητιανουπόλεως• ζ΄. τήν Ελευθερουπόλεως• η΄. τήν Νεαπόλεως• θ΄. τήν Σεβαστής• ι΄. τήν Ιορδάνου• ια΄. τήν Τιβεριάδος• ιβ΄. τήν Διοκαισαρείας• ιγ΄. τήν Μαξιμιανουπόλεως• ιδ΄. τήν Καπετωλιάδος• ιε΄. τήν Μύρου• ις΄. τήν Γαδάρου• ιζ΄. τήν Ναζαρέτ• ιη΄. τήν Θαβωρίου όρους• ιθ΄. τήν Κυριακουπόλεως• κ΄. τήν Αδρίας• κα΄. τήν Γαβάλων• κβ΄. τήν Αιλίας• κγ΄. τήν Φαράς• κδ΄. τήν Ελενουπόλεως• κε΄. τήν Όρους Σινά.” (βλ. Ράλλη Ποτλή, “Σύνταγμα τών Θείων καί Ιερών Κανόνων”, τόμ. 5, Αθήναι 1852, σσ. 486-490).

Ειδικώτερον περί τού Όρους Σινά, μετά τού οποίου αι σχέσεις τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είναι αστασιάστως μαρτυρούμεναι υπό τών πηγών, δέον νά ληφθούν υπ’ όψιν όσα εξ αφορμής τής Συνοδικής κατοχυρώσεως τών προνομίων τής Μονής αναφέρει η Συνοδική Επιστολή τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β’ (1565): “…συνελθόντων Συνοδικώς τού Κωνσταντινουπόλεως, τού Αλεξανδρείας καί τού Αντιοχείας…καί δέδωκεν ο Αντιοχείας από τών υποκειμένων τώ εαυτού Θρόνω μητροπόλεων δύο, τήν τής Καισαρείας τής Παλαιστίνης καί τής Σκυθουπόλεως, απέσπασε δέ καί από τής μητροπόλεως Τύρου τήν Πορφυρόπολιν, καί έθεντο σύνορον τόν ποταμόν τόν ανά μέσον Πτολεμαΐδος καί τού Καρμηλίου όρους Ζαβουλών˙ ωσαύτως καί από τής μητροπόλεως Βόστρας τής Αυσίτιδος επισκοπάς τέσσαρας, τήν Γαδείρων, τήν Καπετωλιάδος, τήν Αβίλλης καί τήν Γάβας, καί αφιέρωσε ταύτας εις Ιεροσόλυμα, καί έθεντο σύνορον έως Αυσίτιδος χώρας.

Ο δέ Αλεξανδρείας δέδωκε καί αυτός από τών υποκειμένων τώ εαυτού Θρόνω μητροπόλεων, τήν Βόστραν τής Αραβίας καί τήν Πέτραν, καί επισκοπάς έξ, τήν Γάζαν, τήν Ασκάλωνα, τήν Ελευθερούπολιν, τήν Φαράν, τήν Αιλίας καί τό Σινά• ησφαλίσαντο δέ τό σύνθρονον τού Σινά όρους, ίνα μηδείς καθίση επ’ αυτώ, καί εποίησαν σύνορον έως τής Ερυθράς θαλάσσης.”

Εις τό κείμενον αυτό εκφράζεται η πεποίθησις τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου ότι η δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων προεξετείνετο πρός τήν πλευράν τής Αραβίας. Επίσης παραθέτομεν τή Υμετέρα Μακαριότητι καί απόσπασμα εκ τής Δωδεκαβίβλου τού Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, Βιβλίον Β΄ Κεφάλαιον Δ΄. Παράγραφος Ζ΄: “Περί απαντήσεως εξαχώς πρός τάς έξ αντιθέσεις τάς κατά τής πατριαρχικής αξίας τού Ιεροσολύμων, καί διά πολλών μαρτυριών καί παραθέσεων αποδείξεως, ότι ο Ιεροσολύμων αρχαίος Πατριάρχης ήν τε καί εστί“: “…

Πρός δέ τήν πέμπτην ρητέον, αύθαδες άντικρύς εστι τό πρό τής εν Χαλκηδόνι Συνόδου μή εσχηκέναι τόν Ιεροσολύμων ούτε Επαρχίαν, ούτε Διοίκησιν, καί γάρ είχε• τού δέ Αντιοχείας καί αυτού τού Ιεροσολύμων διαφερομένων περί τινων Επαρχιών τών εν ταίς Διοικήσεσιν αυτών (καί γάρ εν τή πρώτη Συνόδω κατά Γελάσιον ήσαν Τοποτηρηταί ο Ιεροσολύμων μετά τού Καισαρείας, Φοινίκης καί Αραβίας, ώστε η τού Ιεροσολύμων εξουσία εξαπλούται καί εις Φοινίκην καί Αραβίαν) εν δέ τή πρώτη Συνόδω εκ συμφώνου τάς Επαρχίας ταύτας διαμερισαμένων, η Σύνοδος εβεβαίωσε τήν συμφωνίαν αυτών, ου μήν δέ τότε πρώτον έλαβεν ο Ιεροσολύμων Επαρχίαν ή Διοίκησιν, καί γάρ ει τούτο ήν αληθές, πώς ουκ αντέστησαν τώ Ιεροσολύμων ο Αυτοκράτωρ, οι Άρχοντες καί η τοσαύτη Οικουμενική Σύνοδος; έτι εν τή εν Εφέσω ληστρική Συνόδω τή συνελθούση πρό τής εν Χαλκηδόνι ο Ιουβενάλιος είχε τά συνήθη πρεσβεία, ήτοι ετέτακτο μετά τόν Αλεξανδρείας, ως δείκνυται εν τή πρώτη πράξει τής εν Χαλκηδόνι Συνόδου, όθεν ο Ταράσιος εν τή εβδόμη Οικουμενική Πατριάρχην αυτόν είπε, καί ότι κατά τήν αξίαν αυτού Έξαρχος τής Συνόδου εγένετο, πράξει πρώτη•…” (βλ. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, “Δωδεκάβιβλος”, Περί τών εν Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, τόμ. Α΄ Β΄, έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σσ. 324-325).

Η δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εμφαίνεται επίσης καί εκ τής προσφωνήσεως τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου τού 6ου (1734-1740 1743-1744) εις τήν υπ’ αριθμ. ΟΖ΄ συστατήριον αυτού επιστολήν, περί: “Μοραβικών, τών καί Θεοφυλακτικών καλουμένων τή ανατολική εκκλησία προσδραμόντων ως ομοφωνούντων ημίν περί τό σέβας, σύστασις εις τούς λοιπούς Πατριάρχας εις τό αποδέχεσθαι αυτούς ως ευσεβείς καί ορθοδόξους“.

Εις ταύτην ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσφωνεί τούς Πατριάρχας ως έπεται: “Τοίς Μακαριωτάτοις καί Αγιωτάτοις τώ τε Πάπα καί Πατριάρχη τής Μεγάλης Πόλεως Αλεξανδρείας καί πάσης γής Αιγύπτου, κ.κ. Κοσμά, (πρόκειται περί τού Κοσμά Γ΄ 1737-1746), καί τώ τής Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας καί πάσης Ανατολής (ου σημειούται τό όνομα τού Πατριάρχου τής Αντιοχείας, ήν δέ τηνικαύτα ο Σίλβεστρος 1724‐1766) καί τώ τής Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ καί πάσης Παλαιστίνης τε, Συρίας τε, καί Αραβίας κ.κ. Παρθενίω (1737-1766), καί τοίς υποτελούσιν ιερωτάτοις μητροπολίταις καί θεοφιλεστάτοις επισκόποις τοίς εν Χριστώ τώ Θεώ αγαπητοίς ημών συναδελφοίς καί συλλειτουργοίς τόν εν Χριστώ ασπασμόν…” (βλ. Μανουήλ Γεδεών, “Κανονικαί διατάξεις” τόμ. Α΄, Κωνσταντινούπολις, 1888, σσ. 219-220).

Είναι αληθές ότι εκ τών πηγών αναδύονται ιστορικαί τινες ειδήσεις, δι’ ών δηλούται σχέσις τών χριστιανών τής περιοχής τής Αραβίας καί ειδικώτερον τής Υεμένης μετά τής Συρίας, αλλ’ η σχέσις αύτη εκαλλιεργείτο μόνον εις τούς κύκλους τών Συροϊακωβιτών, ήτοι τών αιρετικών, εις ούς υπήρχον άλλα κριτήρια δικαιοδοσιών.

Εις τήν παγιωμένην κανονικήν τάξιν τής Ορθοδόξου Εκκλησίας όμως τό Πατριαρχείον Αντιοχείας δέν είχε τοιαύτην ποιμαντικήν ευθύνην εις τήν Αραβίαν, αλλά εις τάς ανατολικάς επαρχίας, ως τούτο διατυπούται καί υπό τού Νείλου Δοξαπατρή (ίδε κατωτέρω).

Εις τήν ως εκ τών παρατεθεισών αναφορών αναμφισβήτητον δικαιοδοσίαν αυτού δέν ηδυνήθη νά εξασκήση ποιμαντικόν έργον τό ημέτερον Πατριαρχείον, λόγω τών ιστορικών εν τή περιοχή ταύτη εξελίξεων, άχρις ού επί τών ημερών ημών εδόθη αυτώ η αφορμή, ως αύτη εφεξής εκτίθεται:

Ημείς υπείκοντες εις τήν προσταγήν τής Αγίας καί Ιεράς Συνόδου, υπό τήν Προεδρίαν τού μακαριστού προκατόχου Ημών Πατριάρχου Ιεροσολύμων κυρού Διοδώρου, μετέβημεν εις Κάταρ κατά τάς εορτάς τού Πάσχα 1997 καί έκτοτε ανελλιπώς διηκονούμεν ως Αρχιμανδρίτης τάς λειτουργικάς καί ποιμαντικάς ανάγκας τού ποιμνίου ημών εις τήν εν λόγω περιοχήν.

Ο μακαριστός Πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος επραγματοποίησε εκεί κατά μήνα Νοέμβριον τού 1999, τή συνοδεία Αρχιερέων καί λοιπών κληρικών τού ημετέρου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ποιμαντικήν επίσκεψιν, εις τήν οποίαν εγένετο δεκτός υπό τού ποιμνίου καί ετέλεσε τήν ακολουθίαν τού αγιασμού εις τήν αίθουσαν τού ξενοδοχείου Sheraton, ελλείψει τότε Ιερού Ναού.

Από τού Πάσχα 2001 αντικατέστησεν Ημάς προσωρινώς ο τότε Αρχιμανδρίτης Μακάριος, νύν δέ Αρχιεπίσκοπος Κατάρων, ο οποίος διεδέχθη Ημάς κανονικώς μέ Συνοδικήν απόφασιν από τού Δεκεμβρίου τού 2004. Έκτοτε τό ημέτερον Πατριαρχείον εζήτησε καί έλαβε παρά τού Μεγαλειοτάτου Εμίρη Sheikh Hamad bin Khalifa Al Thani έκτασιν γής, εις τήν οποίαν ήρξατο, ιδίαις αυτού χορηγίαις καί αυταίς ευσεβών Χριστιανών, νά ανεγείρη ναόν τού Οσίου Ισαάκ τού ασκήσαντος εν Κάταρ καί τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου, τελειοποιούμενον οσημέραι, τού Επισκοπείου παρ’ αυτόν διά τήν κατοικίαν τού εκάστοτε αντιπροσώπου τού ημετέρου Πατριαρχείου ανεγερθέντος καί ήδη κατοικουμένου.

Ο ναός ούτος είναι τό λειτουργικόν καί ενοριακόν κέντρον τών εις Κάταρ ευρισκομένων Ορθοδόξων χριστιανών, ανεξαρτήτως οιουδήποτε φυλετικού κριτηρίου, καθ’ ότι τόν εθνοφυλετισμόν κατεδίκασεν η Σύνοδος τών Πατριαρχών – Προκαθημένων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών τό έτος 1872 (βλ. Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΓ΄, 1977, Νεώτερος Ελληνισμός, από 1833 έως 1881, σ. 305), ήτοι ανεξαρτήτως τής εθνικότητος αυτών, Παλαιστινίων, Ιορδανών, Συρίων, Λιβανέζων, Ελλήνων, Κυπρίων, Ρώσων, Σέρβων, Ρουμάνων, Βουλγάρων, Γεωργιανών, Αφρικανών καί λοιπών.

Ημείς ως Πατριάρχης, μετά συνοδείας Αρχιερέων καί λοιπών κληρικών τού ημετέρου Πατριαρχείου, επραγματοποιήσαμεν από 12ης έως 17ης Απριλίου τού 2010, ωσαύτως επίσημον Ποιμαντικήν Επίσκεψιν εις Κάταρ, εις τήν οποίαν συνηντήθημεν μετά μελών τού ημετέρου ποιμνίου, ως καί μετά τού Μεγαλειοτάτου Εμίρη Sheikh Hamad bin Khalifa Al Thani, όστις καί είχεν αποστείλει αντιπρόσωπον εις τήν Ημετέραν Ενθρόνισιν, ως καί μετά άλλων επισήμων παραγόντων τού κράτους τού Κάταρ.

Μετά τό πέρας τού Πατριαρχικού Συλλειτούργου, κατεθέσαμεν τόν θεμέλιον λίθον εις τόν υπό ανέγερσιν Ιερόν Ναόν τού οσίου Πατρός ημών Ισαάκ τού ασκήσαντος εν Κάταρ καί τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου

Η ποιμαντική αύτη μέριμνα τού ημετέρου Πατριαρχείου ήνοιξε τόν δρόμον καί διά τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ομολογίας, αι οποίαι έλαβον κατά τό ημέτερον παράδειγμα έγκρισιν καί έκτασιν γής παρά τού Εμίρη Sheikh Hamad bin Khalifa Al Thani, -ούτινος είησαν τά έτη πολλά καί θεοφρούρητα- καί ανήγειρον εκάστη ναόν διά τά εις Κάταρ χριστιανικά πληρώματα αυτών. Διαρκουσών τών ως άνω τούτων ενεργειών τού ημετέρου Πατριαρχείου, ουδεμία παρουσία υπήρχε εκεί τού Πατριαρχείου Αντιοχείας καί ουδεμία διαμαρτυρία αυτού ηκούσθη.

Φιλαδέλφως ωσαύτως υπομιμνήσκομεν τή Υμετέρα λίαν αγαπητή καί περιποθήτω Ημίν Μακαριότητι, ότι η Υμετέρα Μητρόπολις Βαγδάτης δέν περιλαμβάνει τόν Αραβικόν Κόλπον, αλλά περιορίζεται εις τά όρια τού σημερινού κράτους τού Ιράκ, ως εμφαίνεται εκ τής εκθέσεως τού Νείλου Δοξαπατρή:

“Ο Αντιοχείας κατείχεν άπασαν τήν Ασίαν, καί Ανατολήν, αυτήν τε τήν Ινδίαν, όπου καί έως τού νύν, καθολικόν χειροτονών, στέλλει τόν καλούμενον Ρωμογύρεως, καί αυτήν τήν Περσίαν. Έτι καί αυτήν τήν Βαβυλώνα, τήν νύν καλουμένην Βαγδά• κακεί γάρ έστελλεν ο Αντιοχείας καθολικόν εις Ειρηνούπολιν, τόν λεγόμενον Ειρηνουπόλεως• καί τάς Αρμενίας, καί Αβασγίαν, καί Ιβηρίαν, καί Μηδίαν, καί τήν τών Χαλδαίων, καί Παρθίαν, καί Ελαμίτας, καί Μεσοποταμίαν“. (βλ. Ράλλη Ποτλή, “Σύνταγμα τών Θείων καί Ιερών Κανόνων”, τόμ. 5, Αθήναι 1852, σ. 488).

Εκ τούτου εμφαίνεται ευκρινώς, ότι ουδεμία αναφορά υπάρχει διά τό Πατριαρχείον Αντιοχείας εις τόν σημερινόν Αραβικόν κόλπον καί τήν σημερινήν Αραβικήν Χερσόνησον. Ο δέ τίτλος τού Μητροπολίτου κ. Κωνσταντίνου ήτο γνωστός ανέκαθεν ως Μητροπολίτου Βαγδάτης μόνον.

Τούτον τόν τίτλον έλαβε κατά τήν χειροτονίαν αυτού, ως καί ο προκάτοχος αυτού μακαριστός Φώτιος Χούρη, ο οποίος επίσης ήτο Μητροπολίτης μόνονΒαγδάτης. Όσον αφορά τήν προσθήκην τού Κουβέϊτ εις τόν τίτλον αυτού, πρόκειται περί προφορικής αδείας, ήτις εδόθη εκ μέρους τού μακαριστού προκατόχου Ημών, Πατριάρχου Ιεροσολύμων Βενεδίκτου, ότε κατά τό τέλος Ιανουαρίου τού έτους 1964 ημετέρα αντιπροσωπεία, αποτελουμένη εκ τού τότε Αρχιεπισκόπου Ιεραπόλεως καί μετέπειτα Πατριάρχου Ιεροσολύμων Διοδώρου, τού τότε Ιεροδιακόνου καί νύν Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος Ησυχίου, καί τού Οικονόμου π. Κωνσταντίνου Κάρμας μετέβη εις Δαμασκόν καί συνηντήθη μετά τού τότε Πατριάρχου Αντιοχείας κυρού Θεοδοσίου ΣΤ΄, παρόντος καί τού τότε Μητροπολίτου Βαγδάτης Φωτίου. Εις τήν συνάντησιν αυτήν ο τότε Πατριάρχης Αντιοχείας Θεοδόσιος παρεκάλεσε τόν τότε Αρχιεπίσκοπον Ιεραπόλεως Διόδωρον νά μεταφέρη εις τόν τότε Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον τήν παράκλησιν αυτού νά επιτρέψη εις τόν Μητροπολίτην Βαγδάτης Φώτιον, νά μεταβαίνη εις Κουβέϊτ διά τήν ποιμαντικήν μέριμναν τών εκεί χριστιανών.

Τήν παράκλησιν ταύτην διεβίβασε ο Αρχιεπίσκοπος Ιεραπόλεως Διόδωρος εις τόν Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον, ο οποίος καί απεδέχθη ταύτην. Άλλως τε ήδη από τού 1967 ο ημέτερος κληρικός μακαριστός νύν Αρχιμανδρίτης Αβράμιος Αουάδ, ηγούμενος εν Λύδδη καί εν συνεχεία εν Χάϊφα, μετέβαινεν εις Κουβέϊτ διά τήν εξυπηρέτησιν τών εκεί χριστιανών, αλλά καί ο Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Ανατόλιος, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος καί Έξαρχος τού ημετέρου Πατριαρχείου εν Αθήναις, μετέβαινεν εις Υεμένην διά τήν εξυπηρέτησιν τού εκεί ημετέρου ποιμνίου, ως εμφαίνεται εκ τού αρχείου τού ημετέρου Πατριαρχείου.

Διά τούτον τόν λόγον τό ημέτερον Πατριαρχείον επλήρωσε τήν από ικανού χρόνου κενωθείσαν Ιεράν Μητρόπολιν Βόστρων τής Αραβίας διά τής εκλογής τού μακαριστού Μητροπολίτου Βόστρων κ. Υμεναίου κατά τό έτος 1985, τόν οποίον διεδέχθη ο νύν Μητροπολίτης Βόστρων κ. Τιμόθεος τό 1998.

Ουδεμία αντιπαράθεσις υπήρξε καθ’ όλην τήν παρελθούσαν περίοδον τών 40 καί πλέον ετών μεταξύ τού ημετέρου Πατριαρχείου καί τών μακαριστών προκατόχων Αυτής Πατριαρχών Αντιοχείας Θεοδοσίου, Ηλία καί Ιγνατίου, αλλά απ’ εναντίας πάντοτε διετηρήσαμεν αγαθάς καί αδελφικάς σχέσεις στενής συνεργασίας εις τό πλαίσιον τής ανασυγκροτήσεως τού Συμβουλίου Εκκλησιών τής Μέσης Ανατολής καί εν γένει.

Λυπούμεθα όντως μή εγκακούντες, διά τό ότι μόνον άμα τή προαγωγή τού επί έτη αφωσιωμένως υπηρετούντος Πατριαρχικού Ημών Επιτρόπου εις τό Εμιράτον τού Κάταρ Αρχιμανδρίτου κ. Μακαρίου εις Αρχιεπίσκοπον Κάταρ, διεμαρτυρήθη τό Πατριαρχείον Αντιοχείας καί εζήτησε παρ’ Ημών τήν μή εκτέλεσιν τής αποφάσεως τής περί Ημάς Αγίας καί Ιεράς Συνόδου.

Εις αναβολήν ή ακύρωσιν τής τοιαύτης αποφάσεως Ημείς δέν ηδυνάμεθα νά προβώμεν διά τούς ως άνω εκτεθέντας λόγους, οι οποίοι επιβεβαιώνουν τήν κανονικήν Ημών δικαιοδοσίαν καί τάς κανονικάς Ημών ενεργείας εις τήν ως άνω περιοχήν. Εκ τών ως άνω εμφαίνεται, ότι τό Πατριαρχείον Ιεροσολύμων έσπειρε καί επότισε εις τήν γήν τού Κάταρ, κανονικήν δικαιοδοσίαν αυτού. Πρός επίρρωσιν τού γεγονότος ότι τό Πατριαρχείον Ιεροσολύμων ενεργεί εν πλήρει σεβασμώ πρός τήν εκκλησιαστικήν τάξιν καί τήν διατήρησιν τής εν Χριστώ κοινωνίας καί ενότητος τών αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αναφέρομεν συναφώς, ότι Ημείς χάριν τής ειρήνης καί τής ενότητος τών Εκκλησιών υπανεχωρήσαμεν εκ τής ληφθείσης υπό τού προκατόχου Ημών μακαριστού Πατριάρχου Ιεροσολύμων Διοδώρου αποφάσεως διαποιμάνσεως τή επιμόνω αιτήσει τών εκ Παλαιστίνης καί τού Χασιμιτικού Βασιλείου τής Ιορδανίας Ορθοδόξων, τών διαβιούντων εις τάς Ηνωμένας Πολιτείας Αμερικής.

Έχοντες δι’ ελπίδος ότι τά αληθώς καί φιλαδέλφως εκτιθέμενα εν τή αδελφική Ημών επιστολή ταύτη, έσονται ικανά όπως πείσουν τήν Υμετέραν λίαν αγαπητήν καί περισπούδαστον Ημίν Γερασμίαν Μακαριότητα διά τό δίκαιον τής συνεχίσεως τού ποιμαντικού έργου τού ημετέρου Πατριαρχείου εις τό Εμιράτον τού Κάταρ, τήν Αραβικήν Χερσόνησον καί τόν Αραβικόν Κόλπον, εμμένομεν εις τήν συνέχισιν τής εν Χριστώ στενής συνεργασίας τών αδελφών Ημών Εκκλησιών Ιεροσολύμων καί Αντιοχείας πρός οικοδομήν τών Ορθοδόξων πληρωμάτων Ημών καί δόξαν τού εν Τριάδι Θεού ημών καί δή κατά τήν τρέχουσαν χρονικήν συγκυρίαν, καθ’ ήν ο λαός τής Συρίας, ιδία δέ τό χριστεπώνυμον πλήρωμα τής αδελφής Ορθοδόξου Εκκλησίας τής Αντιοχείας σκληρώς δοκιμάζεται.

Επί τούτοις, αποδιδόντες Αυτή τόν εν Κυρίω ασπασμόν Ημών από τού Παναγίου καί Ζωοδόχου Τάφου, διατελούμεν.
Εν τή Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ ,βιγ’ Μαρτίου ιθ’.
Τής Υμετέρας Γερασμίας Μακαριότητος Αγαπητός εν Χριστώ αδελφός,
Θ Ε Ο Φ Ι Λ Ο Σ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων.