Dogma

Ο Γέροντας Παΐσιος για τον Μοναχό Παχώμιο Ιβηροσκητιώτη

Από τον άγιο Παΐσιο, στο Κελλί Παναγούδα της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, ακούσαμε για τον μακαριστό αδελφό π. Παχώμιο. Μας είπε τα εξής ο π. Παΐσιος γι’ αυτόν το ασκητή υποτακτικό:

Πατέρες, την ευχή του π. Παχωμίου να έχουμε όλοι. Ήταν απλός στους τρόπους και είχε πάντα ισχυρούς αγαθούς λογισμούς. Λογω της πολλής του απλότητας, όλους τους λογισμούς του τους μετέτρεπε σε αγαθούς. Χαιρόταν πολύ να κάνει υπακοή. Ένα βράδυ ο Γέροντάς του τον έστειλε να πάει στη Μονή Ιβήρων, κυρίαρχη Μονή της Σκήτης τους, και να δώσει ένα μπουκάλι ρακί σε κάποιον Ιερομόναχο αυτής, με κρυφό τρόπο, ώστε να μη γίνει και στους άλλους αντιληπτός. Παρότι ο τρόπος του εγχειρήματος θα μπορούσε να σκανδαλίσει τον υποτακτικό, διότι έδεσε το μπουκάλι με σχοινί και το τράβηξε επάνω ο εν λόγω Ιερομόναχος εν καιρώ νυκτός, όμως εκείνος έκαμε υπακοή στον Γέροντά του, χωρίς να εξετάσει αν ο τρόπος είναι σωστός ή όχι.

Καθημερινά δούλευε σε οποιαδήποτε υπηρεσία του ανέθετε ο Γέροντάς του. Γι’ αυτή την υπακοή του αισθανόταν μεγάλη χαρά. Τα πόδια του γίνονταν φτερά, και κυριολεκτικά πετούσε για την κάθε υπηρεσία. Ο ίδιος έλεγε παντού με πολλή απλότητα στους άλλους Πατέρες της Σκήτης: “Τι χαρά έχω, τι χαρά! Έκανα υπακοή στον Γέροντα. Μ’ έστειλε ο Γέροντας στην υπακοή. Πήγα το μπουκάλι στον τάδε ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων. Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή. Έδεσα το μπουκάλι με σχοινί, εκείνος το ανέβασε επάνω…»

Ο Γέροντάς του δεν ήταν πολύ αυστηρός Μοναχός. Πολλές φορές σύχναζαν στο κελλί του λαϊκοί, εργάτες, κυνηγοί. Έτρωγαν μαζί, συζητούσαν κοσμικά πράγματα, Αλλά ο π. Παχώμιος δεν σκανδαλιζόταν με όλα αυτά. Είχε φθάσει σε μέτρα απαθείας. Όλους τους υπηρετούσε, τους μετέφερε νερά, φαγητά, αλλά δεν συζητούσε μαζί τους, ούτε καθόταν να ακούσει τι έλεγαν. Στην ψυχή του βέβαια είχε μεγάλη ευφροσύνη και ειρήνη και Χάρη Θεού.

Πολλές φορές τον μεταχειρίζονταν με άσχημο τρόπο, επειδή ήταν καταδεκτικός, φιλότιμος και υπάκουος μέχρι τρέλλας. Έτσι ο Γέροντάς του και οι άλλοι Μοναχοί της Σκήτης τον άφηναν ελεύθερο να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Του ανέθεταν τις πιο σκληρές δουλειές, όχι μόνο του Κελλιού τους, αλλά και των Κελλίων της Σκήτης. Ο Γέροντάς του π.χ. τον φόρτωνε πολλές φορές με εικόνες που αγιογραφούσαν, για να τις μεταφέρει στο λιμάνι της Δάφνης, δηλαδή πέντε ώρες πορεία. Και αυτός ούτε διαμαρτυρόταν. Έβαζε στην πλάτη το φορτίο κι έλεγε σ’ όποιον τον ρωτούσε: «Είπε ο Γέροντας, είπε ο Γέροντας…»

Άλλοτε ο Γέροντάς του τον φόρτωσε μ’ ένα τσουβάλι σιτάρι με σκοπό να το μεταφέρει στη Μονή Φιλοθέου για να το αλέσει. Πήγαινε και γύριζε πάντα χαρούμενος, υπομονετικός, καλοσυνάτος, λέγοντας πάντα την ίδια επωδό: «Είπε ο Γέροντας. Έχω Γέροντα. Κάνω υπακοή». Ήταν ευτυχισμένος όταν έκανε υπακοή και δυστυχισμένος αν περνούσε η ημέρα του χωρίς κάποια βαριά υπακοή.

Από μόρφωση ήταν τελείως αγράμματος. Δεν γνώριζε ούτε είχε διαβάσει το Ευαγγέλιο. Επειδή όμως είχε απόλυτη υπακοή και απλότητα, έφθασε σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Εξοικειώθηκε με τη φύσι. Έπιανε τα φίδια, τους σκορπιούς με τα χέρια του. Μαλιστα απορούσε, γιατί οι άλλοι άνθρωποι τα φοβούνται. Έλεγε μια φορά ο π. Παχώμιος: «Ο ευλογημένος ο παραδελφός μου, φοβάται τα φίδια και τους σκορπιούς. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ να, έτσι τα πιάνω», και έδειχνε πώς πιάνει τα φίδια και τους σκορπιούς.

Κάποτε εκεί που εργαζόταν στον κήπο, είδε ένα μεγάλο φίδι, που ήταν φαρμακερό και θανατηφόρο. Συνέβη εκείνη την ώρα να έχει πολλή δουλειά. Πλησίασε, το έπιασε απαλά με τα χέρια του, χωρίς να ταραχθεί καθόλου, και το έδεσε σαν ζωνάρι στη μέση του. Αφού τελείωσε τη δουλειά του, το έλυσε από τη μέση του και το άφησε μαλακά έξω από τον φράκτη, λέγοντάς του: «Πήγαινε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας». Ποτέ δεν σκότωσε κανένα απ’ αυτά. Ούτε μύγα δεν ενόχλησε. Έλεγε ότι όλα είναι του Θεού δημιουργήματα. Πρέπει να τ’ αγαπούμε και να τα σεβόμαστε. Και αυτά δοξάζουν τον Θεό με τον τρόπο τους.

Κάποτε οι Πατέρες της Σκήτης τον ρώτησαν:

– Γιατί, πάτερ Παχώμιε, πιάνεις τα φίδια με τα χέρια σου;

– Να, γιατί ο Χριστός μας λέει σ’ ένα βιβλίο να πιάνουμε τους σκορπιούς και τα φίδια να μη τα φοβόμαστε, γιατί είναι αυτά φίλοι μας.

Ποτέ δεν τον άκουσα –συνέχισε να μας λέει ο όσιος ασκητής Παΐσιος– να συκοφαντεί ή να αργολογεί. Δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Τον θεωρούσε κουρέλι για πέταμα, σκουπίδι του κόσμου. Η αγάπη του Θεού όμως έκαιγε μέσα στην καρδιά του τελείως αθόρυβα μέσα στο σπίτι του. Προγνώρισε με τη Χάρη του Θεού τον θάνατό του. Είθε κι εμείς να αξιωθούμε τέτοιου αγίου και αναστασίμου τέλους.

Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε π. Παχώμιε. Πρέσβευε υπέρ ημών.

 

 

Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, “Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος”. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005