Dogma

Άγιοι της Σαρακοστής: Οι Σαράντα στρατιώτες

Γράφει ο Δρ. Σταύρος Γουλούλης

Ας δούμε έναν άλλου είδους εσωτερικό πόλεμο στο Ύστερο ρωμαϊκό κράτος. Οι Σαράντα Μάρτυρες (+9 Μαρτίου), ήταν μία περίεργη υπόθεση Κι αυτό, επειδή στα 320 που μαρτύρησαν στην παγωμένη λίμνη, είχε ήδη επικρατήσει θρησκευτική ειρήνη με το Διάταγμα του Μεδιολάνου (Φεβρουάριος 313) μεταξύ Κωνσταντίνου (Δύση) και Λικινίου (Ανατολή).

Το συγκεκριμένο γεγονός αφορά σε δύο διμοιρίες της λεγεώνος [ΧΧΙΙ] της Μελιτηνής που έδρευσε στη Σεβάστεια Καππαδοκίας. Οι συγκεκριμένοι, με κοινή καταγωγή από την περιοχή, ήταν Χριστιανοί όλοι, για να μην αναμειγνύονται με τους υπόλοιπους, την πλειοψηφία, έχοντας τη δική τους λατρεία απρόσκοπτη. Έτσι όμως έδιναν στόχο σε κάποιους κακούς. Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν όχι απλώς πολύ, αλλά άγρια εκπαιδευμένος, και το κολύμπι σε παγωμένα νερά ήταν, όπως και σήμερα, μία γερή άσκηση για νέους στρατιώτες. Για τους οποίους είναι γνωστό ότι πλένονται και με χιόνι. Ήταν εύκολο η παραδοσιακή εκπαίδευση, για λόγους τώρα θρησκευτικούς, με μία απλή εντολή να γίνει πλέον ένα ατελείωτο καψόνι μέχρι θανάτου.

Τα χρόνια των διωγμών, ιδίως του Μεγάλου διωγμού (303-311) η Χριστιανική Εκκλησία δεν συνιστούσε τη στράτευση των πιστών, αφού ο στρατός τη δίωκε. Το 314 όμως στη Σύνοδο της Αρελάτης (Arles Γαλλίας), αφού ήδη με την αναγνώριση της ελευθερίας του Χριστιανισμού είχε γίνει η μεγάλη αλλαγή, υπήρξε άρση αυτής της άτυπης απαγόρευσης. Απόλυτα λογικό, γιατί ο ρωμαϊκός στρατός εκείνη την εποχή που είχε αναδιοργανωθεί σε νέα βάση στόχευε πρωτίστως τη φύλαξη των συνόρων από τις εισβολές των βαρβάρων, ανεξέλεγκτων καταστροφέων.

Ο Κωνσταντίνος μόνος στη Δύση (αλλά ανώτερος στην ιεραρχία ως αρχαιότερος) από το 312 έβλεπε πολύ μακριά, στην ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας για να προβεί στη νέα στελέχωση του στρατού. Ο στρατός όμως χρειάζεται ηθικό ακμαίο. Και το ηθικό πλάθεται με ιδεολογικά πρότυπα, από ένα ανώτερο πιστεύω, πέρα από τον αναγκαίο επαγγελματισμό των στρατιωτικών. Έτσι στράφηκε στην Εκκλησία, αφού ήταν πεπεισμένος ότι ο παλαιός κόσμος των συμβόλων της Ρώμης είχε ξεπεραστεί. Η χριστιανική Εκκλησία πάλι αποβλέποντας στην οργάνωσή της και την επέκτασή της λόγω ιεραποστολής στην κοινωνία ελάμβανε θέση στην άμυνα του κράτους, για την ακρίβεια υπέρ των ιερών και οσίων ενός κράτους που προστάτευε την πολιτική ελευθερία, την ειρήνη, τον πολιτισμό των Ρωμαίων. Η περίοδος ήταν πολύ επικίνδυνη μετά τις ανακατατάξεις που είχαν συμβεί τον 3ο αι., την ακυβερνησία, την απώλεια πληθυσμών λόγω λοιμών, τις εισβολές βαρβάρων. Ο παλαιός κόσμος ήταν σε αδιέξοδο, το κράτος ήθελε ανασυγκρότηση, την οποία είχε αρχίσει ήδη ο Διοκλητιανός σε ένα τεράστιο νομοθετικό, διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό έργο.

Στην Ανατολή όμως ο Λικίνιος δεν μπόρεσε να καταλάβει το νέο πνεύμα της ελευθερίας των συνειδήσεων και τις πολιτικο-οικονομικές προεκτάσεις του προς μία πιο ανοικτή κοινωνία που είχε συλλάβει ο Κωνσταντίνος, προωθώντας στήριξη στη Χριστιανική Εκκλησία. Στην Ανατολή δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις αλλαγές. Υπήρχε ήδη και άλλη πρόταση για αντιμετώπιση της κρίσεως, η πολιτική του Γαλερίου, γαμπρού του Διοκλητιανού, εκκολαπτόμενου παντοκράτορα της Ρώμης.  Ο Γαλέριος ήθελε να φέρει το περσικό σύστημα διακυβερνήσεως, που σήμαινε κατάργηση της Συγκλήτου και της Δικαιοσύνης. Το πρόγραμμα αυτό επηρέαζε και την κρατική θρησκεία, ως κεντρικό σύμβολο ενότητας του κράτους μέχρι το 311 όταν πέθανε. Οι πιστοί της παλαιάς θρησκείας της Ρώμης, πολυθεϊστικής αλλά ιεραρχημένης, αφού στην κορυφή υπήρχε η αυτοκρατορική λατρεία, διεκδικούσαν τη θέση τους. Προωθούσε ο Κωνσταντίνος το εκσυγχρονισμένο πρόγραμμά του, ακολουθούσε κι ο Λικίνιος το δικό του συντηρητικό. Και τα δύο ήθελαν την παγκόσμια ασφάλεια -η παγκοσμιοποίηση της εποχής- αλλά είχαν μια βασική διαφορά. Ο Λικίνιος ήθελε τη πιεστική συνένωση εθνικών θρησκειών υπό την πολιτική θρησκεία της Ρώμης, ο Κωνσταντίνος ήθελε τη χριστιανική κοινωνική αλληλεγγύη ως συνεκτικό ιστό.

Σε λίγο στην Ανατολή άρχισε νέος γύρος ‘καψονιών’ εις βάρος της Εκκλησίας. Τους απαγόρευσαν την κοινή εκπαίδευση αρρένων και θηλέων, τη συνάθροιση στις πόλεις σε στεγασμένους χώρους -πήγαιναν έξω από την πόλη, στα χωράφια-, εκδίωξαν τους αξιωματικούς από στρατό και δημόσια αξιώματα. Κάποια στιγμή θα ξεσπούσε διωγμός. Αυτό συνέβη π.χ. στην Αμάσεια του Πόντου όπου μαρτύρησε ο τοπικός επίσκοπος και γενικότερα στην περιφέρεια, στα σύνορα. Εκτιμάται ότι ήταν τοπικοί διοικητές που έφθασαν σ’αυτή τη λύση, ερμηνεύοντας τις πάγιες διαταγές του Λικινίου, ο οποίος όμως επίσημα δεν διέταζε θανατώσεις.

Φυσικά η αθέτηση της συμφωνίας του Μεδιολάνου ήταν δυναμίτιδα όχι εις βάρος της προσωπικής πολιτικής του Κωνσταντίνου, των νόμων του κράτους αλλά και σε πείσμα των καιρών. Το απέραντο κράτος ήθελε ομοψυχία να απαλλαγεί από τις χίμαιρες του παρελθόντος, τον διαρκή εσωτερικό πόλεμο, τους εγωϊσμούς των εθνών. Τα προβλήματα έτρεχαν, δεν μπορούσαν να βλέπουν πίσω ή στη συντήρηση. Δυστυχώς η αρχαία θρησκεία, μέσω των μαντείων, είχε φέρει πολύ μίσος τότε στην κοινωνία. Αντίθετο ο Χριστός χάριζε παντού την αγάπη.

Η τελική λύση δόθηκε στη μάχη της Χρυσούπολης το 324, 18 Σεπτεμβρίου. Από τότε άρχισε ο νέος κόσμος που γνωρίζουμε.

Οι 40 στρατιωτικοί Μάρτυρες όμως ήταν θύματα μιας ανοησίας, θολωμένων μυαλών. Οι φανατικοί πάντα φθάνουν στο κακό άκρο.