Dogma

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ο Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός – Γ’

Του Δρος Μ. Βαρβούνη

Με τις συνθήκες και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν στο άρθρο μας του προηγούμενου φύλλου, ξεκίνησε, πρωτίστως από το «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών» – για να ακολουθηθεί από παράλληλες και ομόζυγες δράσεις και των υπολοίπων προσφυγικών ερευνητικών φορέων – μια μεγάλη προσπάθεια καταγραφής του υλικού, με ερευνητές και οργανωμένα μεθοδικά ερωτηματολόγια, με συγκεκριμένους στόχους και αυστηρή μέθοδο.

Όπως η ίδια η Μερλιέ μας πληροφορεί έγινε σταθμισμένη έρευνα σε συμπαγείς και μη προσφυγικούς πληθυσμούς, μετά από προκαταρκτική αναλυτική χαρτογράφηση των τόπων εγκατάστασης αλλά και των πληθυσμιακών ομάδων. Πληθυσμούς που άλλοι μεν είχαν έρθει κυνηγημένοι και άλλοι πιο ομαλά, με βάση τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάννης, όλοι όμως είχαν εκπατρισθεί αναγκαστικά, και είχαν αποκοπεί από την γη των προγόνων τους και τις πολιτισμικές ρίζες τους, ζώντας σε ένα πολιτισμικά ξένο γι’ αυτούς περιβάλλον.

Αναζητήθηκαν οι κατάλληλοι κάθε φορά πληροφορητές, ενώ ταυτοχρόνως καταγραφόταν και τα ιδιαίτερα βιογραφικά χαρακτηριστικά καθενός, ώστε η ταυτότητα του πληροφορητή να αναδυθεί στο προσκήνιο της έρευνας. Καθώς σημειώνει ο Μ. Γ. Μερακλής: «Αναδεικνυόταν λοιπόν μια προφορική παράδοση, η οποία – για να το πω έτσι – υπηρετούσε τον εαυτό της, δεν γινόταν ancilla, μέσο για μια αρχαιολογικού γένους ιχνηλάτηση – οι λέξεις θα έδιναν τα παροντικά σημαινόμενά τους, δεν υπήρχε καιρός … να αναζητηθούν και τα διαχρονικά υποστρώματά τους». Και δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι δεκαετίες αργότερα, όταν η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος άρχισε να ερευνά την προφορική ιστορία, ως ερευνητικό πεδίο του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, από ανάλογα παραδείγματα προσφυγικών πληθυσμών ξεκίνησε για να αναπτύξει θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές και παρατηρήσεις, βασικές έκτοτε για την επιστήμη μας.

Δόθηκε έτσι για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα τόση σημασία στην επιτόπια έρευνα, ως προτεραιότητα της επιστημονικής λαογραφικής εργασίας. Και συνέβη αυτό κάτω από την πίεση του χρόνου που δημιουργούσε η προσπάθεια να καταγραφεί το υλικό της πρώτης γενιάς των προσφύγων, πριν αυτοί φύγουν από τη ζωή, ώστε οι ποικίλες αναλύσεις, ανάμεσα στις οποίες ασφαλώς και η αναζήτηση διαχρονιών και πολιτισμικών συνεχειών – υπό τους όρους με τους οποίους η Λαογραφία τις αναγνωρίζει και τις μελετά, ως φαινόμενα μακράς διάρκειας ενός πολιτισμικού εποικοδομήματος, η ακινησία του οποίου οφείλεται στην ανάλογη σταθερότητα των υλικών δομών στις οποίες επικάθεται – να ακολουθήσουν σε δεύτερο χρόνο.

Ας μην ξεχνούμε ότι κατά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ακόλουθη ιστορική συγκυρία κάηκαν χωριά, σφαγιάστηκαν αθώοι και άμαχοι, βιάστηκαν κοπέλες, ακρωτηριάστηκαν παιδιά, καταστράφηκαν ναοί, σχολεία, μονές και έργα πολιτισμού, εκδιώχθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1923-1924, με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης. Κι όμως το μικρασιατικό πνεύμα δεν έσβησε. Οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, μέχρι σήμερα, ρίζωσαν στην Ελλάδα, θεράπευσαν τις σωματικές και ψυχικές πληγές τους και μεγαλούργησαν ξανά. Μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής προόδου της χώρας μας τόσο στον οικονομικό, όσο και στον πνευματικό τομέα οφείλεται στους Μικρασιάτες και τη δράση τους. Αναδημιούργησαν ακόμη και τα βασικά θρησκευτικά τους σεβάσματα, έχτισαν ναούς και μονές, έφεραν στην Ελλάδα τα βασικά θρησκευτικά τους παλλάδια, όπως η σεβάσμια και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, και δεν ξέχασαν ποτέ τη γη των προγόνων τους, την οποία συχνά πλέον προσκυνηματικά επισκέπτονται.

Η πίστη που στήριξε τους Μικρασιάτες τις ώρες του διωγμού, που υπήρξε απαντοχή τους στον δύσκολο εγκλιματισμό τους στις νέες εγκαταστάσεις τους, αυτή μέχρι και σήμερα αποτελεί τον χρυσό και ακατάλυτο σύνδεσμό τους με τη γη και την παράδοση των προγόνων τους. Οι ναοί της Ελλάδος δέχθηκαν και φιλοξενούν περίπυστες και θαυματουργές ιερές εικόνες, ενώ ολόσωμα, άφθορα και θαυματουργά ιερά λείψανα, όπως εκείνα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στην Νέα Καρβάλη της Καβάλας και του αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι της Εύβοιας αγιάζουν πλέον τις νέες πατρίδες των προσφύγων. Τελευταία μάλιστα, η φροντίδα της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου συντελεί ώστε όλο και περισσότεροι ναοί και μονές της μικρασιατικής γης, που έχουν σιγήσει και αλλοιωθεί εδώ και εκατό τώρα χρόνια, να επαναλειτουργούν, να συγκεντρώνουν πιστούς, έστω και ευκαιριακά ή σε ετήσια βάση, και να εκπληρώνουν τον σκοπό για τον οποίο χτίστηκαν, ως τόποι δοξολογίας και λατρείας του Αγίου Θεού.