Dogma

Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας»

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Η Εκκλησία και η Πολιτεία πρέπει να συνεργάζονται γιατί ασχο­λούνται με τον άνθρωπο και θέλουν την πνευματική και κοινωνική ειρήνη.

Γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Αρχίζω το άρθρο αυτό με την επισήμανση ότι «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» τίθεται σε εισαγωγικά, γιατί δεν απο­δέχομαι την φράση αυτήν, και ακόμη γιατί η φράση αυτή χρησιμοποιείται κάθε φορά που ανακύπτει κάποιο πρόβλημα μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

Πρόσφατα, μετά την Ιεραρχία της 23ης Ιανουαρίου 2024, όταν, ως εκπρό­σωπος Τύπου, ανακοίνωνα στην κοινή συνέντευξη των Δημοσιογράφων την από­φασή της ότι είναι κάθετα αντίθετη στο νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων, αμέσως με ερώτησαν οι δημοσιο­γράφοι, αν ύστερα από την απόφαση αυτήν θα τεθή θέμα «χωρι­σμού Εκκλησίας και Πολιτείας». Φυσικά, απάντησα αρνητικώς, διότι, ασχολούμενος με το θέμα αυτό από δεκαετίες, έχω δια­φορετικές απόψεις και δεν αποδέχομαι ούτε την φράση «σχε­σεις Εκκλησίας και Πολιτείας», ούτε την φράση «χωρισμός Εκκλη­σίας και Πολιτείας» και θα εξη­γήσω τον λόγο.

Η Εκκλησία και η Πολιτεία είναι δύο διαφορετικά μεγέθη με διαφορετικό σκοπό το καθένα από αυτά.

Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την πνευματική ανακαίνιση του όλου ανθρώ­που μέσα στην προοπτική της εν Χριστώ οικονο­μίας και αποβλέπει να δώση πνευματικό νόημα στον άνθρωπο. Έχει τους όρους και τους κανόνας και την όλη εκκλησιαστική ζωή, που διαφέρει σαφέστατα από την θρησκεία, αφού η θρησκεία διακρίνεται από την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικι­σμο.

Η Πολιτεία ενδιαφέρεται για την συγκρότηση της κοινω­νικής ζωής, την ενότητά της, την διαπαιδαγώγησή της, την ανά­πτυξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, την όλη συγκρότηση του Κράτους. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί την διπλωματία, τις σχέσεις με άλλα Κράτη, την οργάνωση στρατού, αστυνομίας και την ψήφιση νόμων, οι οποίοι διαφέρουν σαφέστατα από το εκκλησιαστικό ήθος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένα Κράτος δεν θα μπορούσε να είναι «από­λυτα Χριστιανικό».

Όμως, η Εκκλησία και η Πολιτεία πρέπει να συνεργάζονται γιατί ασχο­λούνται με τον άνθρωπο και θέλουν την πνευματική και κοινωνική ειρήνη.

Επειδή κοινό ενδιαφέρον και των δύο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτό κατά καιρούς έγινε λόγος για «σχέσεις Εκκλησίας και Πολι­τείας». Έτσι, δημιουρ­γήθηκαν διάφορα συστήματα συνεργασίας, όπως ο Καισαροπαπισμός (απόλυτη εξουσία του πολιτικού άρχον­τα έναντι του Πάπα), ο Παποκαισαρισμός (απόλυτη εξουσία του Πάπα έναντι του Αυτοκράτορα), με αποτέ­λεσμα στην Δύση να παρατηρηθούν «θρησκευτικοί πόλε­μοι». Το σύστημα της συναλ­λη­λίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας είναι το καλύτερο, γιατί δια­σφα­λίζει την διαφορετική αρμοδιότητα κάθε μέρους, αλλά και συνιστά την συνεργασία.

Άλλωστε, η αρχή των συστημάτων προϋποθέτει τρία δεδο­μένα. Πρώτον, σαφή όρια μεταξύ των συστημάτων, δεύτερον κα­λη οργάνωση κάθε συστήματος και τρίτον γέφυρες επικοινω­νίας μεταξύ τους. Αυτό ισχύει και για την Πολιτεία και την Εκκλη­σία.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική δεν μπορεί να ισχύση ούτε η φράση «σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», ούτε η φράση «χω­ρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας», αλλά η φράση και η πρακτική «οριο­θέτηση των σχέσεων εκκλησιαστικής διοίκησης και κρατικής διοί­κη­σης».

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι κανένας οργανισμός σε μια Χώρα δεν μπορεί να είναι χωρισμένος από το Κράτος. Κάθε οργάνωση, ακόμη και ιδιω­τική, πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος είτε Δημοσίου είτε Ιδιωτικού Δικαίου, αλλά απολύτως κανένας δεν μπορεί να είναι χωρισμένος από αυτό.

Οι λεγόμενες «συγκρούσεις» μεταξύ εκκλησιαστικής και κρατικής Διοίκη­σης γίνονται στα διάφορα θέματα που ανακύπτουν με τα οποία πρέπει να ασχοληθούν τόσο η Εκκλησία όσο και το Κράτος, και αφορούν τον άνθρωπο, αλλά και αυτά τα θέματα αντιμετωπίζονται σαφέστατα από το εν ισχύι Σύνταγμα, και συγ­κε­κριμένα με το άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 13. Δεν μπορώ εδώ να κάνω ανάλυση αυτής της σκέψεως.

Το βασικό είναι ότι πρέπει να υπάρχη διάλογος μεταξύ των υπευθύνων της Εκκλησίας και του Κράτους, και αυτός να γίνεται με γνώση, νηφαλιότητα, ψυ­χραιμία, για την ενότητα της κοινωνίας. Ο διά­λογος αυτός είναι απαραί­τητος γιατί παντού επικρατούν ακραίες αντιλήψεις και γι’ αυτό είναι απα­ραίτητη η Αριστοτελική «μεσότητα» μεταξύ «υπερ­βο­λης» και «ελλείψεως». Κάθε φορά που ένας παράγοντας εξέρχε­ται από την δική του τροχιά προκαλεί συγκρούσεις. Το «μέτρον» είναι πάντοτε το ζητούμενο.