Dogma

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για την καταλαλιά

Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχιά· παχιά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκριση αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνιση της αγνότητας.

Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωση δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.

Άκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απάντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθεί εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. 100:5). Αν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι’ αυτόν και ας μη τον κακολογείς. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριο.

Επιπλέον ας μη λησμονείς και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθεις και θα πάψεις να κρίνεις αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας πήρε την θέση του άλλου!

Όποιος θέλει να νικήσει το πνεύμα της καταλαλιάς, ας επιρρίπτει την κατηγορία όχι στον άνθρωπο που αμάρτησε, αλλά στον δαίμονα πού τον έσπρωξε στην αμαρτία. Διότι κανείς δεν θέλει να αμαρτήσει στον Θεό, μολονότι όλοι αυτοπροαίρετα αμαρτάνουμε.

Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετανόησε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει.

Αυτόν που σου κατακρίνει τον πλησίον, ποτέ μη τον σεβαστείς, αλλά μάλλον να του πεις: «Σταμάτησε, αδελφέ. Εγώ καθημερινώς σφάλλω σε χειρότερα, και πώς μπορώ να κατακρίνω τον άλλον»; Έτσι θα έχεις δύο οφέλη, με ένα φάρμακο θα θεραπεύσεις και τον εαυτό σου και τον πλησίον.

Μία οδός, και μάλιστα από τις σύντομες που οδηγούν στην άφεση των πταισμάτων, είναι το να μη κρίνουμε, εφόσον είναι αληθινός ο λόγος του Κυρίου «μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε» (Λουκ. 6:37). Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκριση με εκείνον που αγαπά την μετάνοια.

Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν δεις κάποιον να αμαρτάνει, μήτε τότε να τον κατακρίνεις. Διότι η απόφαση του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, και εκείνο που κρατούσαν στα χέρια τους ήταν καπνός και όχι ήλιος.

Ας με ακούσετε, ας με ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριτές των ξένων αμαρτιών. Αν είναι αλήθεια, όπως και πράγματι είναι, ότι «εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7:2), τότε ας είστε βέβαιοι, ότι για όσα αμαρτήματα κατηγορήσαμε τον πλησίον είτε ψυχικά είτε σωματικά, θα περιπέσουμε σ’ αυτά. Και δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά.

Όσοι είναι αυστηροί και σχολαστικοί κριτές των σφαλμάτων του άλλου, νικιούνται από αυτό το πάθος, επειδή δεν απέκτησαν ακόμη για τα δικά τους αμαρτήματα ολοκληρωτική φροντίδα (γνώση) και μνήμη. Διότι όποιος αφαιρέσει «το περικάλυμμα της φιλαυτίας» και δει με ακρίβεια τα δικά του κακά, για τίποτε άλλο δεν θα φροντίσει πλέον στην ζωή του, αναλογιζόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του επαρκεί για να πενθήσει τις δικές του αμαρτίες, έστω και αν θα ζούσε εκατό έτη, και αν θα έβλεπε ολόκληρο τον Ιορδάνη ποταμό να βγαίνει από τους οφθαλμούς του ως δάκρυ.

Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσουμε ή, αν δεν αμαρτήσουμε, στο να κατακρίνουμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο.

Είδα μερικούς οι οποίοι μυστικά και κρυφά διαπράττουν σοβαρότατα αμαρτήματα, και στηριζόμενοι στην υποκριτική καθαρότητά τους, επιτιμούν με αυστηρότητα αυτούς που υποπίπτουν σε μερικά μικρά σφάλματα, τα οποία και φανερώνουν.

Η κρίση είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκριση όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει.

Όπως η «οίηση» και χωρίς να υπάρχει άλλο πάθος, μπορεί να καταστρέψει τον άνθρωπο, έτσι και η κατάκριση, εάν και μόνη υπάρχει μέσα μας, μπορεί να μας καταστρέψει ολοσχερώς, αφού άλλωστε και ο Φαρισαίος εκείνος της παραβολής εξαιτίας αυτής καταδικάστηκε.

Μη κατακρίνεις και όταν ακόμη βλέπεις κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται.

 

Από το βιβλίο: Ιωάννου του Σιναΐτου, ΚΛΙΜΑΞ. Έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου 1978. Λόγος δέκατος, Περί καταλαλιάς, σελ. 170