Dogma

Ο Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός ως Πυλώνας μιας Ελληνορθόδοξης Αγωγής: Σκέψεις και Απόψεις

Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Όσα σημειώθηκαν στα προηγούμενα σχετικά άρθρα μας, αναφέρονται σε έναν κόσμο όπου η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ολοένα και μεγαλύτερη σχετικοποίηση συνόρων και διαχωριστικών γραμμών και ορίων.

Αλλά η παιδευτική αξία της καταγραφής και μελέτης του λαϊκού πολιτισμού μπορεί φυσικά να λειτουργήσει και σε εθνικά όρια, στα πλαίσια ενός κράτους και κυρίως ενός λαού. Και τούτο επειδή οι ποικίλες πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, όπως προηγουμένως σκιαγραφήθηκαν, επιβάλλουν πλέον και μαθησιακές διαδικασίες, για ζητήματα που κατά το παρελθόν ανήκαν στην αρμοδιότητα των βιωματικών προσεγγίσεων και μόνο.

Έτσι, πέρα από τους συλλόγους και το έργο τους, πέρα από τους τομείς των παραδοσιακών χορών, της παραδοσιακής μουσικής και ενίοτε της χειροτεχνικής παραγωγής ή επιμέρους λαϊκών θρησκευτικών τελετουργιών, πολλά θέματα του λαϊκού πολιτισμού αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας τόσο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όσο και σε ποικίλα σεμινάρια εκκλησιαστικών και ενοριακών φορέων, οργανώσεων και διαφόρων πολιτισμικών συσσωματώσεων που έχουν ιδρυθεί από φορείς της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης κ.λπ. Στους φορείς αυτούς αναπτύσσονται διαδικασίες που διδάσκουν επιμέρους τομείς του λαϊκού πολιτισμού, εξασφαλίζοντας εν μέρει την επιβίωσή τους και στις νεότερες γενιές. Κι έτσι, οι νεωτερικές και μετανεωτερικές συνθήκες οδήγησαν στην διδασκαλία του λαϊκού πολιτισμού – ή μάλλον επιμέρους στοιχείων του – ώστε να ενισχύεται ο ρόλος και η παρουσία του στο σύγχρονο πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Η ωφελιμότητα αυτών των δραστηριοτήτων συνδέεται άμεσα με την διαδικασία συγκρότησης ταυτοτήτων, αλλά και την αξία της λειτουργικότητάς τους, στη σύγχρονη κοινωνία. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία της παιδευτικής αξίας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού: οριοθετεί την πολιτισμική, αλλά και εν μέρει την θρησκευτική και την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, σε μια εποχή που οργανωμένοι μηχανισμοί ενίοτε στρατεύονται στην υπόθεση της συστηματικής αποδόμησής τους. Δείχνει δηλαδή σε τι διαφέρουμε και σε τι μοιάζουμε με τους γειτονικούς μας λαούς, αλλά και με εκείνους προς τους οποίους βρισκόμαστε σε επαφή και σχέσεις συνεργασίας. Οριοθετεί την ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία του λαού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνιστούν την υπόσταση της κοινωνικής και πολιτισμικής ύπαρξής του και προωθεί σημαντικά το αίτημα της αυτογνωσίας, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Τέλος, συνδέεται άμεσα με την πατριδογνωσία, τόσο απαραίτητη στις μέρες μας, που η κατεύθυνση της κρατικά κατευθυνόμενης και οριζόμενης σχολικής εκπαίδευσης οδηγεί σταδιακά στον παραγκωνισμό της μικρής πατρίδας και σε προσανατολισμό προς ευρύτερες γεωγραφικές και πολιτισμικές καταστάσεις.

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ίσως πολύ θεωρητικά και αφηρημένα, στην πραγματικότητα όμως έχουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά μας. Σε μια καθημερινότητα που αν αφεθεί μονοσήμαντα στην τεχνολογική πρόοδο και αποστεωθεί από τις πολιτισμικές αξίες του κλασικού και του λαϊκού πολιτισμού, αλλά και από τα ηθικά κριτήρια που η μελέτη των αντίστοιχων αντικειμένων δημιουργεί, σύντομα θα εξελιχθεί σε μια γενική και τεχνολογικά εξελιγμένη βαρβαρότητα, δηλαδή στην εφαρμογή μιας περίτεχνης «επιστημονικής» αγριότητας. Γιατί είναι ο πολιτισμός, και εν προκειμένω ο λαϊκός πολιτισμός, που συνεχίζουν να μεταδίδουν την φλόγα του ανθρωπισμού, σε πείσμα ποικίλων «εφαρμογών» οι οποίες τείνουν – και υποστηρίζονται σε αυτό – να κυριαρχήσουν στην ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή μας.

Αυτή είναι, κατ’ εμέ κριτή, η παιδευτική αξία του λαϊκού πολιτισμού, και αυτές είναι οι πρακτικές ωφέλειες από την καταγραφή και μελέτη του. Ωφέλειες που ξεκινούν από το ατομικό και εξαπλώνονται ως το κοινωνικό επίπεδο, που συνδυάζουν την δόμηση των απαραίτητων στους αποπροσανατολιστικούς και παγκοσμιοποιημένους καιρούς μας ταυτοτήτων με τον ανθρωπισμό και τις κλασικές αξίες του, οι οποίες συντελούν στην ανάπτυξη ηθικών κριτηρίων, δια των οποίων ο άνθρωπος μαθαίνει όχι πώς να εξελίσσεται, αλλά πώς να χειρίζεται τα όπλα της επιστήμης που ο ίδιος δημιουργεί, ώστε τελικά να μην βλάψει τον εαυτό του και τους άλλους συνανθρώπους του, σε κοινοτικό, περιφερειακό, κρατικό αλλά και πανανθρώπινο επίπεδο.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Λαογραφία επιστημολογικά αποτελεί ουσιώδη κρίκο μεταξύ των ιστορικών, των φιλολογικών και των κοινωνικών επιστημών, ο οποίος μετέχει και των τριών, και ενίοτε συναιρεί τις θεμελιώδεις παραδοχές των αντιστοίχων επιστημονικών πειθαρχιών, αποκαλύπτοντας το βαθύτερο νόημα των μορφών, των όψεων και των εξελίξεων της συχνά παραθεωρημένης και περιφρονημένης από τον «μείζονα» επιστημονικό λόγο καθημερινότητας. Αν αυτή η βασική ιδιότητά της συνδυαστεί με όσα ακροθιγώς διαπιστώθηκαν παραπάνω σχετικά με την σημασία της παιδευτικής λειτουργικότητάς της για την πνευματική και πολιτισμική κατάρτιση του λαού και την συγκρότηση της κοινωνίας μας, εύκολα νομίζω ότι ο καλόπιστος παρατηρητής μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του τόσο για την χρησιμότητα, όσο και για τον ρόλο που μπορεί στις μέρες μας να αναλάβει στο επιστημονικό, στο κοινωνικό αλλά και στο συλλογικό – εθνικό πεδίο της καθημερινής ζωής.