Dogma

Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Ομερτά», ήτοι «ο νόμος της σιωπής»

Ὅποιος ἀναλάβει μιά διοίκηση συνήθως ἔρχεται ἀντι­μέτωπος μέ μεγάλα ἤ μικρά προβλήματα, μέ παρανομίες, παρατυ­πίες, ἀντικανονι­κό­τητες, ἀντι­δημο­κρα­τικές καί ἀντιεκκλησιαστικές νοοτροπίες, πού ὑποβόσκουν στόν χῶρο τῆς διοική­σεως, εἴτε κρατικῆς εἴτε ἐκκλη­σια­στικῆς καί εἶχαν παγιωθῆ γιά πολύ καιρό.

Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Μέ ἀφορμή τά ὅσα ἀποκαλύπτονται γιά τήν «Κιβωτό τοῦ Κό­σμου», δημιουρ­γοῦνται πολλά ἐρωτηματικά, ἀναφύονται πολλά προ­­βλήματα πού σχετίζονται μέ τόν τρόπο ἀναπτύξεως ὅλου αὐτοῦ τοῦ συστήματος, καί τόν τρόπο λειτουργίας του μέχρι τώρα.

Κάθε λογικός ἄνθρωπος διερωτᾶται: Γιατί ὅλο αὐτό τό σύ­στη­μα δέν ἐλεγ­χόταν ἀπό ὅλους τούς ἐμπλεκομένους καί ὑπευθύνους φορεῖς πάνω ἀπό 20 χρόνια λειτουργίας του, καί τώρα, ὕστερα ἀπό μερικές ἀποκαλύψεις, πέφτουν ἀπό τά σύννεφα;

Δέν ζοῦμε σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος πού πρέπει ὅλα νά ἐλέγχονται; Πῶς εἶναι δυνατόν νά δίνονται μεγάλες ἐπιχορηγήσεις χωρίς νά ἐλέγχεται τό ἀποτέλεσμα; Ποιοί κρύβονται κάτω ἀπό ἕναν τέτοιο μεγάλο ὀργανισμό;

Γιατί ἕνα τέτοιο σύστημα προσέλκυε τόν ἔπαινο ἐγχώριων, εὐρωπαϊκῶν καί παγκόσμιων Ὀργανισμῶν; Γιατί ἔμπειροι δημοσιογράφοι τό ἐπαινοῦσαν, στούς ὁποίους δέν μπορῶ νά ἀπο­δώ­σω τόν χαρακτηρισμό τῆς ἀφέλειας; Καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα δημιουργοῦνται σέ κάθε λογικό καί νόμιμο πολίτη.

Παρακολουθώντας τήν ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς κάπου εἶδα νά γρά­φε­ται, καί γιά παρόμοια θέματα ἡ λέξη καί ἡ νοοτροπία «ὀμερτά». Ὁ ὄρος «ὀμερ­τά», κατά τήν Βικιπαίδεια, εἶναι λατινικῆς προέλευσης.

Συναντᾶται στίς περιοχές τῆς Σικελίας, τῆς Καλαβρίας καί τῆς Ἀπου­λίας, καί δηλώνει μιά κατάσταση κατά τήν ὁποία ὑπάρχει ἰσχυρή παρουσία παρανόμων ὀργανώσεων.

Ἔτσι, μέ τόν ὅρο «ὀμερτά» δη­λώ­νεται ἡ συνεργασία τῶν παρανόμων μέ προηγηθεῖσα συνεννό­η­ση μέ τίς ἀρχές, ὁπότε ὁ ὅρος αὐτός (ὀμερτά) εἶναι ὁ νόμος τῆς σιωπῆς, καί ἡ παραβίασή του πρέπει νά τιμωρηθῆ μέ θάνατο. Γι’ αὐτό ἐπι­κρατεῖ ἡ σικελική παροιμία «ὅποιος δέν ἀκούει, δέν βλέπει καί δέν μιλάει, ζεῖ ἑκατό χρόνια»!

Ὁ νόμος «ὀμερτά» εἶναι «ἕνας ἄγραφος νόμος σιωπῆς», εἶναι «ὁ κώδικας ἀφοσίωσης καί ἄρνησης συνεργασίας μέ τήν ἀστυ­νο­μία». Πάνω ἀπό τήν δύναμη καί τόν φόβο «στέκεται ἡ τιμή», ἡ ὁποία ξέρει «νά κρατᾶ τό στόμα κλειστό». Ἀλλιῶς… «Κι ἄν ἡ τιμή δέν μιλᾶ, τό χρῆμα εἶναι φλύαρο» (Puzo Mario).

Φυσικά, δέν θέλω μέ κανέναν τρόπο νά συνδέσω τό ἔργο τῆς «Κιβωτοῦ τοῦ Κόσμου» μέ τήν σκληρή ἀρχή τῆς «ὀμερτά», ἀφοῦ δέν ἔχω στοιχεῖα γι’ αὐτό, καί εἶναι ἔργο τῆς δικαιοσύνης νά διαλευ­κά­νη τήν ὑπόθεση αὐτή.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μέ προβληματίζει εἶναι τά ἐρωτηματικά πού ἐγείρονται γύ­ρω ἀπό τήν ὑπόθεση αὐτήν, μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἀνέφερα καί προη­γουμένως.

Διότι ὅλο αὐτό τό ἔργο πού ἐπιτέλεσε ἡ «Κιβωτός τοῦ Κόσμου» ὅλα αὐτά τά χρόνια, δέν μπορῶ, ὅση καλή διάθεση καί ἄν ἔχω, νά ἀποδεχθῶ ὅτι τό ἔκανε μόνο ἕνας Ἱερέας μέ τήν Πρεσβυτέρα του, ὅσα χαρίσματα καί ἄν εἶχαν, καί ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού κρύβονται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ὑπό­θεση, γιά νά τό δημιουργήσουν, νά τό προβάλλουν, νά τό δια­φη­­μίσουν, ἀλλά καί νά ἐπαινέσουν τόν Ἱερέα σέ διεθνῆ φόρα καί νά ἀποσπάσουν τούς εὐρωπαϊκούς καί ἐγχώριους ἐπαίνους.

Τώρα, ὕστερα ἀπό μερικές ἀποκαλύψεις οἱ περισσότεροι σιω­ποῦν καί ἐνεργοῦν σάν τόν Πόντιο Πιλάτο: «Ἀθῷός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε» (Ματθ. κζ΄, 25).

Ποιοί, λοιπόν, ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας ἔχουν τήν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ ἔργου; Ποιοί τό ἐπεξέτειναν; Ποιοί ἦταν ὑπεύθυνοι νά τό ἐλέγξουν καί δέν τό ἔκα­ναν;

Ποιοί γνώριζαν σημαντικές πτυχές κατά τήν πορεία του καί σιω­ποῦσαν; Τά ἐρωτήματα μποροῦν νά εἶναι περισσότερα. Γνωρίζω, βεβαίως, ὅτι καί οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι, Χριστόδουλος καί Ἱερώνυμος, θέλησαν νά τό θέσουν ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῆς Ἐκκλη­σίας καί δέν μπόρεσαν. Ποιοί εὐθύνονται γι’ αὐτό;

Ἔτσι, στήν περίπτωση αὐτήν ὑπάρχει ἕνας νόμος σιωπῆς, πού σέ τελική μορ­φή εἶναι ἔνοχη σιωπή.

Τό θέμα, ὅμως, ἔχει καί ἄλλες προεκτάσεις, τίς ὁποῖες ἀντιμετω­πί­ζουν καθη­με­ρινῶς ὅσοι ἀσκοῦν διοίκηση, εἴτε πολιτική-κρατική εἴτε ἐκ­κλη­σια­στική.

Ὅποιος ἀναλάβει μιά διοίκηση συνήθως ἔρχεται ἀντι­μέτωπος μέ μεγάλα ἤ μικρά προβλήματα, μέ παρανομίες, παρατυ­πίες, ἀντικανονι­κό­τητες, ἀντι­δημο­κρα­τικές καί ἀντιεκκλησιαστικές νοοτροπίες, πού ὑποβόσκουν στόν χῶρο τῆς διοική­σεως, εἴτε κρατικῆς εἴτε ἐκκλη­σια­στικῆς καί εἶχαν παγιωθῆ γιά πολύ καιρό.

Τότε βρίσκεται μπροστά σέ ἐκπλήξεις καί προβλημα­τισμούς: Τί θά κάνη; Θά λειτουργήση μέ τόν νόμο τῆς ἔνοχης σιωπῆς, θά καλύψη ὅλο αὐτό τό παράνομο καί ἀντιεκ­κλησιαστικό σύστημα πού ἔχει πολιτικές καί κοινωνικές διαστάσεις, ἀφοῦ ἐμπλέκονται διάφοροι παράγοντες μέ ὅλες τίς ἔκνομες συνέπειες.

Θά τίς διορθώση ἄν τό θέλουν καί οἱ ἄλλοι ἤ θά τίς ἀποκαλύψη, μέ ἀποτέλεσμα νά περιέλθη σέ μιά δίνη δικαστικῶν διενέξεων, σέ ἕνα ὄργιο συκοφαντιῶν ὅλων αὐτῶν τῶν μελῶν, πού ἀνήκουν στήν φαινομενικά «καλή» καί τήν ὑπόγεια κοινωνία, πού ὀνομάζεται καί «κίτρινη φυλή»;

Θά ἀποδεχθῆ νά μετάσχη καί αὐτός σέ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἔνοχης σιωπῆς, ἐκβιάζοντας καί ἐκβιαζό­μενος, ἤ θά θελήση νά μείνη ἐλεύθερος, δεχόμενος, ὅμως, καται­γισμό ἐπιθέσεων καί συκοφαντιῶν, πού ἄν δέν ἔχει καλή νο­μική ὑπο­στήριξη μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν στά Δικαστήρια καί ἐνδεχο­μένως ὑπόδικο, παρά τήν ἀθωότητά του;

Καί ἄν ἕνας κρατικός ἤ ἐκκλησιαστικός ἡγέτης δέν συνάντησε στήν διοίκησή του τέτοια «κυκλώματα», εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι θά τόν πλησιάσουν γιά νά τόν ἐμπλέξουν, μέ πρόφαση τό «καλό ἔργο πού πρόκειται νά γίνη γιά τό καλό τῆς κοινωνίας, τῆς Ἐκκλη­σίας καί τοῦ λαοῦ».

Ὁπότε, ἄν δέν εἶναι εὐφυής ἤ ἄν δέν ἔχει πεῖρα διοικητική, εὔκολα μπορεῖ νά συνεργήση σέ τέτοιες συμπράξεις καί συμ­φωνίες γιά τό «καλό τῆς κοινωνίας, τῶν ἀνθρώπων, τῆς Ἐκκλησίας καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ», καί δέν θά εἶναι εὔκολο νά ἐνεργήση ἐλεύθερα, ὅταν βρεθῆ μπροστά σέ ἀπρό­ο­πτα. Γιατί σέ δύσκολες καταστάσεις «ὁ νόμος τῆς σιωπῆς» διασπᾶ­ται ἀπό αὐτούς πού ἐμπλέκονται σέ ἄλλα ἀνταγω­νιστικά κυκλώ­ματα.

Ἔτσι, ἡ νοοτροπία τοῦ νόμου τῆς σιωπῆς λειτουργεῖ πολλές φορές, χω­ρίς ὁ διοικητής, εἴτε πολιτικός εἴτε ἐκκλησιαστικός, νά ἐμπλακῆ σέ παρα­νομίες. Ἐπειδή, ἴσως, γνω­ρίζει πῶς λειτουργεῖ τό «σύστημα» μπορεῖ νά σκεφθῆ «λογικά»:

«Γιατί νά μπλέξω κρίνοντας αὐτήν τήν παρανομία; Γιατί νά ὑποστῶ διωγμούς καί συκοφαντίες; Γιατί νά χάσω τήν εἰρήνη καί τήν ἠρεμία μου; Ἄς μή ἀσχοληθῶ μαζί τους, ἄς κάνω πῶς δέν καταλαβαίνω, ἄς ἀφήσω τό πεδίο ἐλεύθερο νά δροῦν, ἄς δέχομαι τούς ἐπαίνους τους, καί ἄν ἔλθη κάτι στήν ἐπιφάνεια, ἄς ἀφήσω αὐτά τά κυκλώ­ματα νά τό καλύψουν, καί ἐγώ νά διατείνομαι ὅτι δέν ἤξερα τί γινόταν, καί φυσικά τότε, μετά τήν ἀνακάλυψη τῶν παρανομιῶν, νά ἐπικαλοῦμαι τόν νόμο, τήν δικαιοσύνη, τήν εὔρρυθμη λειτουργία τῆς κοινωνίας καί νά ἀσκῶ με­τά τά γεγονότα κριτική».

Ὅμως, μέ τέτοιες νοοτροπίες δέν μπορεῖ νά λειτουργήση τό δημοκρατικό σύ­στη­μα στήν κοινωνία, οὔτε ἡ κανονικότητα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ νοο­τροπία πολλῶν διοικητῶν, πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν, ὅταν βλέπουν νά ἀνδρώ­νεται ἕνα ἔκνομο σύστημα νά σιωποῦν καί νά «εὐλογοῦν» τά γεγονότα, γιά νά περ­νοῦν αὐτοί καλά, καί ἄς τά διορθώση ὁ διάδοχός τους, εἶναι μιά ἔμμεση συμμετοχή σέ παρανομίες καί σέ ἀντιεκκλη­σια­στι­κό­τητες.

Θυμᾶμαι ὅτι ὁ Γέροντάς μου, ὁ ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλ­λης καί Ἀλμωπίας, ὅταν βρισκόταν σέ παρόμοιες προ­τά­σεις ἐνάρξεως ἑνός ἔρ­γου, πού δέν πληροῦσε τίς ἀπαραίτητες ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, ἔλεγε: «Δέν πρέπει νά γίνη αὐτό γιά νά μή βρῆ δυσκολίες ὁ διάδοχός μου». Δέν σκεφτόταν νά φανῆ ὀ ἴδιος καλός, μέ τήν ἀποδοχή ἑνός «καλοῦ» ἔργου, ἀλλά κυρίως νά μἠ βασα­νισθῆ ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης. Αὐτή εἶναι ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική νοοτροπία.

Σκέφτομαι: Πόσοι ἀπό μᾶς δέν ταλαι­πωρούμαστε ἀπό τέ­τοιες νοοτροπίες Κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν; Θεωρῶ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἕνας Κλη­ρικός νά ἐκμεταλλεύεται τό ἐκκλησιαστικό σύστημα καί νά δημιουργῆ «ἀτομικό» ἕργο πού τόν προβάλλει, γιά νά ἀποσπᾶ τόν ἔπαινο καί τήν προσοχή τῶν ἀρχόντων καί τοῦ λαοῦ, πού τελικά λειτουργεῖ ὡς «καρκινικό κύτταρο» καί «ὄγκος» μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας!

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ πολιτικοί καί ἐκκλησια­στι­κοί ἡγέτες πρέπει νά ἔχουν εἰλικρίνεια διαθέσεων, ἐπάρκεια γνώ­σεως καί ἐκκλησιαστικοῦ φρονή­ματος καί νά μή ἐπιτρέπουν τήν ἀνάδειξη τέτοιων ἀντικοινωνικῶν καί ἀντιεκκλη­σιαστικῶν μορφω­μάτων. Καί ὅταν τά συναντοῦν νά διαχωρίζουν τήν εὐθύνη τους, νά τά θεραπεύουν, ἄν εἶναι δυνατόν, καί ἄν εἶναι ἀθεράπευτα νά τά ἀπομονώνουν, μέ ὁποιοδήποτε κόστος.

Δέν πρέπει νά συμβιβαζόμαστε μέ ὁποια­δή­ποτε μορφή «ὀμερ­τά» ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ἐντάξει μέ τήν συνείδησή μας, τόν Θεό, πού διά τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀνέθεσε αὐτό τό ἔργο, νά ποι­μαίνουμε ἕναν λαό, καί μέ τήν Πολιτεία ἐπειδή διευθύνουμε ἕνα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Δέν μπο­ροῦμε οὔτε πρέπει «νά συμβιβαζόμαστε μέ τούς συμβι­βα­σμούς».