Αταξίες της νεότητος

  • Δόγμα

Στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Η μη­τέ­ρα μου έβλε­πε τις ατα­ξί­ες μου και στε­νο­χω­ριό­ταν, αλλά είχε μια αρ­χον­τιά. Όταν έκα­να καμ­μιά ατα­ξία, γύ­ρι­ζε το κε­φά­λι από την άλλη με­ριά και έκα­νε πως δεν με βλέ­πει, για να μην με στε­νο­χω­ρή­σει. Εμέ­να όμως αυτή η συμ­πε­ρι­φο­ρά, μου ρά­γι­ζε την καρ­διά. «Κοί­τα­ξε, έλε­γα μέσα μου, εγώ έκα­να τέ­τοια ατα­ξία και η μη­τέ­ρα όχι μο­νά­χα δεν με δέρ­νει, αλλά κά­νει και πως δεν με βλέ­πει! Άλλη φορά δεν θα το ξα­να­κά­νω! Πώς να την ξα­να­στε­νο­χω­ρή­σω;». Με αυ­τήν την συμ­πε­ρι­φο­ρά της η μη­τέ­ρα μου, με βο­η­θού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο, παρά αν μου έδι­νε ένα σκαμ­πί­λι. Και εγώ όμως δεν το εκμε­ταλ­λευό­μουν, να πω: «Ε, τώρα δεν με βλέ­πει, ας κάνω με­γα­λύ­τε­ρη ατα­ξία». Ενώ ο πα­τέ­ρας μου, μό­λις έκα­να κάτι, τακ, σκαμ­πί­λι. Βλέ­πεις, και οι δύο με αγα­πού­σαν, εκεί­νο όμως που με διόρ­θω­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ήταν η αρ­χον­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά της μά­νας μου.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

TOP NEWS