Ό,τι αρχίζει στην Φάτνη, ολοκληρώνεται στον Τάφο και ανατρέπεται στην Ανάσταση
Του Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας κ. Κλεόπα
Η Γέννησις του Χριστού ως προτύπωσις της Ταφής και της Αναστάσεώς Του
στην Πατερική και Λειτουργική Παράδοση
Το Μυστήριον της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού δεν αποτελεί ένα απομονωμένο γεγονός μέσα στην ιστορία της Θείας Οικονομίας. Η Γέννησις του Χριστού συνδέεται αδιάσπαστα με το Πάθος, την Ταφή και την Ανάστασή Του. Όλα συνιστούν μία ενιαία πορεία σωτηρίας, ένα αδιάσπαστο μυστήριο αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο.
Η Γέννησις του Χριστού δεν αποτελεί απλώς την αρχή της επίγειας παρουσίας Του, αλλά ήδη την απαρχή της εκούσιας πορείας Του προς τον θάνατο και τη νίκη κατά του θανάτου, γι’ αυτό και η Ορθόδοξος εικονογραφία, η Πατερική θεολογία και, κυρίως, η υμνογραφία της Εκκλησίας βλέπουν στην Φάτνη την σκιά του Τάφου και στην Γέννηση την προαναγγελία της Αναστάσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με την θεολογική τους διορατικότητα, αναδεικνύουν αυτή την εσωτερική ενότητα, όχι μόνο σε δογματικό, αλλά και σε εικονογραφικό επίπεδο.
Η εικονογραφία της Γεννήσεως δεν είναι απλώς μια γλυκύτατη αναπαράσταση ενός βρέφους σε φάτνη· είναι βαθύτατα σταυροαναστάσιμη. Η εικόνα της Γεννήσεως προαναγγέλλει ήδη την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού.
Τόσο στην Γέννηση, όσο και στην Ανάσταση, κυρίαρχη είναι η παρουσία των αγγέλων. Στη νύχτα της Γεννήσεως, οι άγγελοι δοξολογούν τον Θεό και αναγγέλλουν την είσοδό Του στην ιστορία. «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει… Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι» (Κοντάκιον Χριστουγέννων, ήχος γ΄).
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», ψάλλει η Εκκλησία στον Όρθρο των Χριστουγέννων, ενώ το Δοξαστικό των Αίνων προσθέτει: «Σήμερον ἡ Βηθλεὲμ δέχεται τὸν καθήμενον ἐπὶ Χερουβίμ».
Η ίδια παρουσία αγγέλων επαναλαμβάνεται στον Τάφο. Εκεί, οι άγγελοι δεν υμνούν πλέον την Γέννηση, αλλά κηρύττουν τη νίκη επί του θανάτου, όταν λέγουν: «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;»
Οι άγγελοι λειτουργούν ως εκ Θεού μάρτυρες των καθοριστικών στιγμών της σωτηρίας, όταν ο Θεός εισέρχεται στον κόσμο κι όταν ο θάνατος καταλύεται εκ των έσω.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι οι άγγελοι εμφανίζονται «ὅπου ὁ Θεὸς καινουργεῖ τὴν φύσιν» (Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία Β΄), δηλαδή, όταν ο Θεός εισέρχεται στον κόσμο κι όταν ο κόσμος εξέρχεται από την φθορά. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά γεγονότα, αλλά για το ίδιο σωτηριολογικό έργο.
Ιδιαίτερη θεολογική βαρύτητα αποδίδουν οι Πατέρες της Εκκλησίας στα σπάργανα του Θείου Βρέφους. Ο Λόγος του Θεού καταδέχεται να γεννηθεί μέσα σε μια φάτνη. Ο Χριστός γεννάται «ἐσπαργανωμένος» και τοποθετείται σε φάτνη· κατά την Ταφή, τυλίγεται με σινδόνι και τίθεται σε μνήμα.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εκφράζει με συγκλονιστικό τρόπο αυτή την αλήθεια: «Σπαργανῶται ὁ Λόγος, ἵνα λύσῃ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας» (Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνεια). Οι Πατέρες βλέπουν στα σπάργανα την προτύπωση των ταφικών οθονίων.
Η Εκκλησία ψάλλει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρὶ; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς ηὐδόκησεν». (Κανών Χριστουγέννων, Ὠδή Θ΄)
Αυτή η απορία βρίσκει την απάντησή της στην Μεγάλη Παρασκευή, όταν η Εκκλησία αντικρίζει τον Χριστό, τυλιγμένο όχι πλέον με σπάργανα, αλλά με σινδόνι: «Ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, ἐν σινδόνι καθορᾶται περιειλημμένος» (Δοξαστικό Αποστίχων Εσπερινού Μεγάλης Παρασκευής).
Τα σπάργανα της Γεννήσεως και το σινδόνι της Ταφής αποτελούν δύο στοιχεία της ίδιας Κενώσεως. Ο Θεός αποδέχεται τον περιορισμό, για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά του θανάτου.
Στην Γέννηση, το φως φωτίζει το σπήλαιο της Βηθλεέμ, έναν τόπο σκοτεινό και ταπεινό. Ο λαός «ὁ καθήμενος ἐν σκότει» είδε «φῶς μέγα». Στην Ανάσταση, το ίδιο φως λάμπει από τον Τάφο, διαλύοντας το σκοτάδι του Άδη.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τονίζει ότι «Ὁ Χριστός ἐστὶ τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ οὐδεμία σκιά χωρεῖ» (Κεφάλαια Θεολογικά, Α΄). Το «Φῶς τὸ ἀληθινόν» δεν εξαρτάται από τις συνθήκες του κόσμου, τον χώρο ή τον χρόνο. Είτε στο σπήλαιο, είτε στον Τάφο, το φως Του παραμένει ανέσπερο, νικώντας το σκοτάδι της φθοράς.
Το ίδιο φως που φωτίζει τη νύχτα της Βηθλεέμ λάμπει εκθαμβωτικά από τον Τάφο της Αναστάσεως, γι’ αυτό και η Εκκλησία, τη νύχτα του Πάσχα διακηρύττει: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ δοξάσατε Χριστόν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Η Πατερική Παράδοσις εμμένει στο γεγονός ότι τόσο η Γέννησις, όσο και η Ταφή, λαμβάνουν χώρα σε σπήλαιο. Το σπήλαιο της Βηθλεέμ και ο λαξευτός Τάφος αποτελούν εικονικές και θεολογικές αντιστοιχίες.
«Ὁ Τάφος Σου, Κύριε, πηγὴ ἀναστάσεως ἐδείχθη» (Κανών Μεγάλου Σαββάτου, Ὠδή ΣΤ΄). Η Εκκλησία χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα: σπήλαιο = παράδεισος, τάφος = πηγή ζωής.
«Ὁ ἐν φάτνῃ ἀνακείμενος, ἐν τάφῳ κατατίθεται· ὁ δὲ ἐκ τάφου ἀναστάς, τὸν Ἀδὰμ ἀνίστησι» αναφέρει το Στιχηρό των Αίνων του Μεγάλου Σαββάτου. Το συγκεκριμένο υμνολογικό σχήμα είναι χαρακτηριστικό της ποιητικής και θεολογικής σύνθεσης του Μεγάλου Σαββάτου, όπου συνυπάρχουν φαινομενικά αντιφατικά γεγονότα (θάνατος–ζωή, ταφή–ανάσταση), μέσα σε ενιαία σωτηριολογική προοπτική.
Το στιχηρό αυτό συγκροτείται ως συμπυκνωμένη χριστολογική σύνοψις της Θείας Οἰκονομίας: «Ὁ ἐν φάτνῃ ἀνακείμενος» παραπέμπει στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως. Η φάτνη δηλώνει την άκρα Κένωση του Λόγου: ο προαιώνιος Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, χωρίς δόξα, ισχύ ή τιμή.
Η υμνολογία δεν παρουσιάζει τρία αποσπασματικά γεγονότα, αλλά ένα ενιαίο σωτηριολογικό τόξο: ό,τι αρχίζει στην Φάτνη, ολοκληρώνεται στον Τάφο και ανατρέπεται στην Ανάσταση!
Το παράδοξο δεν είναι ρητορικό τέχνασμα, αλλά θεολογική γλώσσα. Μόνον έτσι μπορεί να αποδοθεί το Μυστήριον της Θείας Συγκαταβάσεως.
Το δεύτερο τμήμα του στιχηρού μετατοπίζει το κέντρο βάρους: «ὁ δὲ ἐκ τάφου ἀναστάς». Η Ανάστασις δεν είναι απλώς νίκη επί του θανάτου ως φυσικού γεγονότος, αλλά οντολογική τομή στην ιστορία της ανθρωπότητος.
«τὸν Ἀδὰμ ἀνίστησι». Ο «Ἀδάμ» εδώ δεν δηλώνει απλώς το ιστορικό πρόσωπο, αλλά το σύνολο της ανθρωπότητος. Η Ανάστασις του Χριστού έχει καθολικό ανθρωπολογικό χαρακτήρα. Ο Χριστός ανασταίνεται ως νέος Αδάμ και ανασταίνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Ο Χριστός βρίσκεται στον Τάφο, αλλά ήδη ενεργεί σωτηριολογικά: κατέρχεται στον Άδη και ανιστά τον Αδάμ. Το στιχηρό εκφράζει ακριβώς αυτή την διπλή πραγματικότητα: φαινομενική ακινησία – πραγματική σωτηρία.
Το στιχηρό διδάσκει ότι η Ενανθρώπησις είναι εξ αρχής σταυρική, ο θάνατος του Χριστού είναι σωτηριολογικός και η Ανάστασις δεν είναι ατομικό γεγονός, αλλά καθολική ανάστασις της ανθρωπίνης φύσεως.
Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος συνοψίζει ποιητικά αυτή την θεολογία: «Τὸ σπήλαιον ἐγέννησε Ζωήν, καὶ ὁ Τάφος ἀνεκήρυξε Ἀθανασίαν» (Ύμνοι εἰς τὴν Γέννησιν, ΙΑ΄). Εκεί όπου ο Χριστός εισέρχεται, ο χώρος μεταβάλλεται: το σπήλαιο γίνεται μήτρα ζωής, νέα Εδέμ, και ο Τάφος πηγή αφθαρσίας.
Ο κενός Τάφος αποτελεί την τελική επιβεβαίωση ότι Εκείνος που γεννήθηκε ταπεινά είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Ο Τάφος δεν είναι τόπος απουσίας, αλλά τόπος παρουσίας ζωής, γι’ αυτό και το Μέγα Σάββατο η Εκκλησία ψάλλει: «Ὁ Τάφος Σου, Κύριε, πηγὴ ἀναστάσεως ἐδείχθη».
Η φάτνη, το σινδόνι και ο κενός Τάφος δεν είναι τρεις εικόνες· είναι μία αλήθεια, μία ενιαία σωτηριολογική πορεία. Ο Χριστός γεννάται, για να πεθάνει εκουσίως και πεθαίνει για να αναστήσει τον άνθρωπο.
Όπως συνοψίζει ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας: «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». (Περὶ Ἐνανθρωπήσεως, 54)
Η εικόνα της Γεννήσεως είναι ήδη εικόνα Αναστάσεως, διότι αποκαλύπτει την είσοδο του Θεού στον κόσμο, με σκοπό τη νίκη κατά του θανάτου.
Ας εορτάζουμε, λοιπόν, την Γέννηση του Χριστού με αναστάσιμη πίστη και ας βιώνουμε την Ανάσταση ως καρπό της Ενανθρωπήσεως, διότι Εκείνος που ετέθη ἐν φάτνῃ, κατέλυσε τον Τάφο και χάρισε στον κόσμο την αιώνια ζωή.