Μονή Κάτω Παναγιάς στην Άρτα

  • Δόγμα

Στο ζωγραφικό διάκοσμο που καλύπτει εξ ολοκλήρου το ναό αναγνωρίζονται τρεις βασικές φάσεις.

Το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς στην όχθη του ποταμού Αράχθου είναι χτισμένο σε υψόμετρο 40μ, στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης, νότια της Άρτας και πάνω στην επαρχιακή οδό Άρτας-Κομμένου, που οδηγεί στα καμποχώρια.

Αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου, πήρε στα νεώτερα χρόνια την προσωνυμία «Κάτω Παναγιά», πιθανότατα για να διακρίνεται από τον ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, που δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Κτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνό Δούκα, όπως μας πληροφορεί η αρχαιότερη γραπτή πηγή, που προέρχεται από τον μοναχό Ιώβ Μελία, βιογράφο της αγίας Θεοδώρας και σύγχρονο του ηγεμόνα. Σύμφωνα με την ίδια γραπτή παράδοση, ο Μιχαήλ Β’ Δούκας ίδρυσε την μονή, μαζί με το μοναστήρι της Παναγίας Παντάνασσας, σε ένδειξη μεταμέλειας για την μοιχεία που διέπραξε και την εξορία της συζύγου, Θεοδώρας, μετέπειτα αγίας και σημερινής πολιούχου της Άρτας. Η ίδρυση του μοναστηριού της Γενέσεως της Θεοτόκου συμπίπτει με την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου και, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, είχε συνεχή δράση μέσα στο χρόνο.

Ο μητροπολίτης Άρτας του 19ου αιώνα, Σεραφείμ Ξενόπουλος, αναφέρει ότι τον 15ο αιώνα ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ (1447-1512), φιλοξενήθηκε στη μονή και επικύρωσε με φιρμάνι την κτηματική περιουσία της. Το 16ο αιώνα ο Πατριάρχης Ιερεμία Β΄ προσαρτά ως μετόχι στην Κάτω Παναγιά, το μοναστήρι της Παναγίας Παρηγορήτισσας, που τότε βρισκόταν σε παρακμή. Το γεγονός αναφέρετε σε σιγίλιο (επίσημο έγγραφο), του Πατριάρχη, το έτος 1578. Στην ίδια πηγή το μοναστήρι αναφέρεται ως ανδρική, βασιλική πατριαρχική μονή, ενώ λίγο αργότερα, το 1604, με σιγίλιο του Πατριάρχη Ραφαήλ Β΄ η Κάτω Παναγιά προσαρτά και τη μονή των αγίων Αποστόλων.

Με το μνημείο ασχολήθηκαν περιηγητές και μελετητές από τον 18ο αιώνα. Η πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη συντάχθηκε το 1936 από τον αρχιτέκτονα Α. Ορλάνδο.

Στο ζωγραφικό διάκοσμο που καλύπτει εξ ολοκλήρου το ναό αναγνωρίζονται τρεις βασικές φάσεις.

Οι τοιχογραφίες της πρώτης φάσης ανάγονται στην ίδρυση του ναού, τον 13ο αιώνα και σώζονται στο διακονικό. Περιλαμβάνουν θέματα όπως, ο Παλαιός των ημερών, ο Χριστός δωδεκαετής στο ναό, ο Χριστός σε προτομή, ολόσωμοι άγιοι. Το βάθος των σκηνών είναι βαθύ κυανό και οι επιγραφές μεγαλογράμματες. Ο γραπτός διάκοσμος του διακονικού ανήκει στα σπάνια σύνολα των τοιχογραφιών που χρονολογούνται την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου και γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Στη δεύτερη φάση ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του εικονογραφικού προγράμματος και χρονολογείται το 1715, σύμφωνα με επιγραφή που υπήρχε στην είσοδο του εξωνάρθηκα. Στον τρούλο αποδίδεται η Ανάληψη του Χριστού, ενώ αριστερά και δεξιά στην καμάρα παρατηρείται ο Χριστός ως Μεγάλης Βουλής Άγγελος και ο Χριστός στη Δόξα Του. Στους τοίχους, μαζί με αγίους ολόσωμους και σε μετάλλια, ιστορούνται σκηνές από το Δωδεκάορτο. Άλλα θέματα που αποδίδονται είναι ο Χριστός Εμμανουήλ, Μέγας Αρχιερέας και Παντοκράτορας, σκηνές από το θείο Πάθος, η έγερση του Λαζάρου, η Βαϊφόρος κά.

Η τρίτη ζωγραφική φάση, που χρονολογείται βάση επιγραφής, το 1857, εντοπίζεται στην κόγχη του ιερού όπου αποδίδονται σε τρεις ζώνες, η Πλατυτέρα, άγγελοι σε μετάλλια και η κοινωνία των Αποστόλων.

TOP NEWS