Ένας “ουράνιος ρακοσυλλέκτης”: Από τα Ταταύλα της Πόλης στην Κερατέα Αττικής

  • Δόγμα

Του Αρχιμ. Μιχαήλ Χαρ. Σταθάκη, Προϊσταμένου Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου Ν. Ψυχικού.

“Ουράνιοι Ρακοσυλλέκτες”

Στην εισαγωγή του Νέου Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας των εκδόσεων Ίνδικτος, που επιμελήθηκε ο ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, διαβάζουμε: “…Πόσο πλήθος όμως συγκροτούν οι αφανείς άγιοι πού έκρυψαν το Θεό στο μυστικό θυσιαστήριο της καρδιάς τους παραμένοντας άγνωστοι, προστατευμένοι από την ματαιοδοξία των ανθρώπων; Εκεί ο Θεός τοποθέτησε σε κάθε εποχή, σε κάθε περιοχή, κάθε καταστάσεως ανθρώπους, πατριάρχες, προφήτες, απόστολοι, μάρτυρες, ομολογητές, επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί και παρθένοι, άνδρες και γυναίκες, μικρά παιδιά και κυρτωμένοι γέροντες, φτωχοί και πλούσιοι, πρίγκιπες, πόρνες και ληστές, όλοι από αγάπη προς τον Θεό και με τις δοκιμασίες που εθελούσια υπέμειναν έκαναν να ανθίσουν στην φύση μας τα ποικίλα άνθη της χάριτος του αγίου Πνεύματος”.

Ένας εκ των αφανών αυτών ανθρώπων που έγινε φίλος του Θεού και οικείος του στην Άνω Ιερουσαλήμ υπήρξε ο Βασίλειος Γαμβέτας, γεννηθείς εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος 1936.

Τον Βασίλη τον γνωρίσαμε ως παλαίμαχο τορναδόρο-σιδηρουργό και εν ενεργεία ρακοσυλλέκτη αλουμινένιων κουτιών από αναψυκτικά στην Κερατέα της Αττικής, όπου διέμεινε περίπου τον μισό χρόνο της επίγειας ζωής του.

Μιλούσε σπανίως και είχε μία μοναχική, λιτή και εν πολλοίς ιδιόρρυθμη βιωτή.

Μεταξύ των ετών 1955 και 1964 όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα που έπληξαν κατάφορα τον ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως, εκείνος μετέβη ως μετανάστης για εργασία στην Γερμανία, όπως συνηθιζόταν τότε στον Ευρωπαϊκό νότο αλλά και στην Τουρκία. Ο Βασίλης είχει μάθει την τέχνη του σιδηρουργού και είχε μία πολύ καλή θέση σε επιχείρηση στη χώρα μετανάστευσής του. Κάποια στιγμή πληροφορήθηκε ότι ο εργοδότης του απολύοντας έναν οικογενειάρχη συνάδελφό του τον κατέστησε υπεύθυνο του Τμήματος στο οποίο εργαζόταν και του διπλασίασε τον μισθό του. Εκείνος μη ανεχόμενος την αδικία κατά του συναδέλφου του πήρε μια απόφαση που του άλλαξε την ζωή! Το ίδιο βράδυ έφυγε από τη Γερμανία, δεν ξαναπήγε ποτέ στη δουλειά του και ήλθε στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην Κερατέα, στους πρόποδες του Πανείου Όρους, κοντά στο το ξωκλήσι του Αγίου Λουκά.

Όσοι τον θυμόμαστε μπορούμε να ομολογήσουμε αβίαστα συνήθειες που χαρακτήριζαν τον άνθρωπο αυτό.

Τις Κυριακές ήτανε πολύ πριν ξημερώσει στην πλατεία της Κερατέας περιμένοντας να ανοίξει ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ώστε να εισέλθει ευθύς αμέσως και να αρχίσει το καθιερωμένο του προσκύνημα!… Αφού άναβε το κεράκι του προχωρούσε προς τον Δεσποτικό Θρόνο, έκανε τρεις μετάνοιες, ακολούθως έκανε τρεις μετάνοιες στην Ωραία Πύλη και μετά τρεις στην εικόνα του Χριστού, τρεις στην Παναγιά, τρεις στον Πρόδρομο, τρεις στον άγιο Δημήτριο και μετά τρεις μετάνοιες και προσκύνημα σε όλους τους αγίους που ήταν αγιογραφημένοι γύρω-γύρω στους τοίχους του ναού. Ακολούθως κατελάμβανε μία από τις πίσω νοτινές θέσεις και παρακολουθούσε την Θεία Λειτουργία. Κοινωνούσε τακτικά. Αφού τελείωνε η ακολουθία επαναλάμβανε το προσκύνημά του κατά την ίδια τάξη που προαναφέρθηκε.

Συχνότατα εξομολογούνταν όρθιος το παραπόρτι της Προθέσεως, στον π. Ντίνο Λιέπουρη, ο όποιος σχεδόν πάντα του έδινε πρόσφορο, κρασί και λάδι.

 Φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, όλο τον χρόνο, ένα ανοιχτόχρωμο καφέ παντελόνι και ένα λαδοπράσινο σακάκι χειμωνιάτικο, κλειστό μέχρι το λαιμό, σαν αυτά του στρατού.

Αν τον χαιρετούσες ήταν το πλέον πιθανό να μην λάβεις απάντηση, όχι από υπεροψία αλλά από συστολή.

Μερικοί ευσεβείς κάτοικοι της Κερατέας που νοιάζονταν για εκείνον, κάθε εβδομάδα ή ανά δεκαπενθήμερο, του έδιναν ένα μικρό ποσό για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.  Εκείνος όμως τόσο τα χρήματα αυτά όσο και τα τρόφιμα που του έδινε ο ιερέας της ενορίας τα μοίραζε σε ενδεέστερους από εκείνον ανθρώπους.

Σε αυτούς που αγαπούσε και εμπιστευόταν και άνοιγε την καρδιά του ήταν και αυτοί οι άνθρωποι αγαθοί και ανεξίκακοι. Σε αυτούς λοιπόν έλεγε πόσο αγαπούσε τον Χριστό, την Παναγία και τον άγιο Λουκά τον ευαγγελιστή, του οποίου είχε την φροντίδα να ανάβει το καντηλάκι στο εξωτερικό προσκυνητάρι του γειτονικού του παρεκκλησίου…

Δεν υπήρχε κανένας λόγος να σας διηγηθώ όλα αυτά εάν δεν συνοδεύονταν από τα παρακάτω… Ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του 2008 και ενώ βρισκόμασταν στο γραφείο του ναού του Αγίου Δημητρίου μαζί με τον π. Αναστάσιο Χούντα, ο οποίος πλέον τον εξομολογούσε (ο  παπα-Ντίνος είχε συνταξιοδοτηθεί) ήλθε ο Βασίλης ασθμαίνοντας λέγοντάς του π. Αναστασίου

“Πρέπει να εξομολογηθώ!”

“Τι έπαθες; Τι τόσο σπουδαίο έγινε που έχεις τόση βιασύνη;” είπε ο ιερέας.

“Πάτερ μου, ήρθε η Παναγία και ο Ταξιάρχης Μιχαήλ και μου είπαν ότι σε τρεις ημέρες θα με πάρουν μαζί τους και εγώ τους είπα ότι πρέπει να ρωτήσω πρώτα τον πνευματικό μου! Τι να τους απαντήσω πάτερ;” αποκρίθηκε ο Βασίλης.

Όλοι σαστίσαμε… Ο π. Αναστάσιος συζήτησε για λίγο κατ’ ιδίαν μαζί του και επιστρέφοντας όλοι είχαμε την απορία να μάθουμε τι ειπώθηκε… Μας είπε ότι τον συμβούλευσε να απαντήσει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός… Πραγματικά σε τρεις ημέρες ο Βασίλης πέθανε… εκοιμήθη για την ακρίβεια!

Τότε λοιπόν ξεκίνησε μία οδύσσεια καθώς έπρεπε να γίνει νεκροτομή για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου. Παραλλήλως διεπιστώθη ότι ο Βασίλης ήταν πρόσωπο ανύπαρκτο για το Κράτος διότι δεν είχε ούτε διαβατήριο, ούτε ταυτότητα, ούτε ΑΦΜ, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει την κατά νόμο ύπαρξή του.

Ο  Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Αγίου Δημητρίου, π. Ιωάννης Μωραΐτης, ψάχνοντας να βρει κάποιο στοιχείο απευθύνθηκε αρχικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπου και τον κατηύθυνε ο τότε Μέγας Αρχιδιάκονος Μάξιμος Βγενόπουλος, νυν Μητροπολίτης Σηλυβρίας και στον κ. Μιχαήλ Βασιλειάδη, εκδότη της ομογενειακής εφημερίδας της Πόλης «Απογευματινή», ο οποίος έτυχε να γνωρίζει τον Βασίλη!

Η αναζήτηση καρποφόρησε. Μάθαμε ότι είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα βρέθηκε και κάποιος συγγενής του εργαζόμενος ως θυρωρός στην Ιερά Μονή της Χάλκης, όπου και η περιώνυμος Θεολογική Σχολή. Παρ’ όλα αυτά η μόνη αναγραφή που υπήρχε σε τούτον τον κόσμο για εκείνον ήταν στο Βιβλίο Βαπτίσεων της ενορίας του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα!

Μετά την νεκροτομή ορίζεται πως συγγενείς ζητούν την σωρό του θανόντος, όποτε με τις σχετικές νόμιμες διαδικασίες αυτή παραδίδεται διά τα περαιτέρω. Όμως κανείς δεν γνώριζε συγγενείς του μακαριστού. Η ενορία δεν μπορούσε να τον παραλάβει για να τελέσει τα της κηδείας του καθώς σύμφωνα με το νόμο απουσία συγγενών έπρεπε να περάσουν είκοσι ημέρες ώστε και επισήμως να κηρυχθεί αζήτητος. Η Υπηρεσία των Κοινωνικών Λειτουργών του Δήμου Κερατέας επενέβη και αυτή ώστε να παραδοθεί η σωρός. Εν τω μεταξύ όμως ο εκ Κωνσταντινουπόλεως συγγενής ενημέρωσε και κάποιους άλλους συγγενείς κατοίκους του Λεκανοπεδίου και έτσι έληξε αισίως αυτή η περιπέτεια…

Ο Βασίλης μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν στις 24 Νοεμβρίου του 2008 και ετάφη στις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ήταν άγαμος, 72 ετών και το βιβλίο θανάτων της ενορίας του Αγ. Δημητρίου στην Κερατέα διατηρεί τα μόνα επίσημα στοιχεία που εξέδωσε η Ελληνική Πολιτεία για τον Βασίλειο Γαμβέτα… Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου Τόμος Α’, Αριθμός 114, Έτος 2008.

Στην κηδεία παρέστησαν οι ιερείς, οι τρείς προαναφερθέντες οικείοι, δύο κυρίες του Φιλοπτώχου Ταμείου και η Νεωκόρος του ναού.

Λίγες ημέρες αργότερα άρχισαν να γνωστοποιούνται μαρτυρίες από ανθρώπους οι οποίοι ομολογούσαν πόσο είχαν βοηθηθεί από τον Βασίλη, όταν σε στιγμές εσχάτης ενδείας και ανάγκης εμφανιζόταν από το πουθενά μέσα στη λαϊκή αγορά παραδείγματος χάριν και τους έδινε χρήματα στο χέρι και εξαφανιζόταν…

Ο ίδιος εκμυστηρευόταν σε ανθρώπους που τον καταλάβαιναν, όπως έλεγε, το παράπονό του, ότι κανείς άλλος δεν τον πιστεύει όταν τους λέει ότι στο σπίτι του πήγαινε τακτικά η Θεοτόκος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Ευαγγελιστής Λουκάς! Έλεγε χαρακτηριστικά “Σας τα λέω αλήθεια! Πιστέψτε με. Κανείς άλλος δεν με πιστεύει…”.

Δυστυχώς οι δημοτικοί υπάλληλοι πραγματοποίησαν την εκταφή του μακαριστού Βασιλείου χωρίς να ειδοποιήσουν την ενορία και έτσι τα οστά του συγκαταριθμήθηκαν με τα οστά των πατέρων μας στο χωνευτήρι του Κοιμητηρίου…

Και να τελικά που όλα όσα έγιναν εν τω κρυπτώ, ήρθε η μέρα και έγιναν όλα φανερά προς δόξαν του αγίου Θεού και των ασήμαντων και τελευταίων αυτών φίλων του που μας τους χάρισε για να γίνουν φωτεινά παραδείγματα και οδοδείκτες στο πέλαγος του παρόντος βίου.

Προχείρως γράψαμε αυτή την ιστορία γιατί πιστεύουμε ότι αξίζει να μάθουν οι φιλάγιοι χριστιανοί για ετούτον τον απλό που αξιώθηκε μεγάλων τιμών αλλά και η γενέτειρα του, η Κωνσταντινούπολη, μέσα στο πλήθος των ενδόξων και σπουδαίων αγίων να γνωρίζει πως ένα τέκνο της, ρακοσυλλέκτης, ως καλός έμπορος αντάλλαξε τους θησαυρούς της γης με τους θησαυρούς του Ουρανού, όπως διαβάζουμε στην Παρακλητική.

Αν πληκτρολογήσουμε τη λέξη ρακοσυλλέκτης στο διαδίκτυο θα εντυπωσιαστούμε από το πλήθος των δημοσιευμένων ειδήσεων για ρακοσυλλέκτες που πέθαναν και άφησαν αμύθητη χρηματική περιουσία. Ο Βασίλης δεν άφησε τίποτα… Πολλοί ρακοσυλλέκτες θησαυρίζουν επί της γης. Ο Βασίλης ήταν ο ίδιος ένας θησαυρός, τον οποίο ήρθαν και συνέλεξαν “Ουράνιοι Ρακοσυλλέκτες”,  η Κυρία Θεοτόκος, ο Άρχων Μιχαήλ και ο Ευαγγελιστής Λουκάς, συναριθμώντας τον μετά των θησαυρών της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας.

(Ευχαριστώ για την βοήθεια τον αρχιμ. Τιμόθεο Αγγελή, τον πρωτ. Ιωάννη Μωραΐτη, τον πρεσβ. Ιωάννη Χριστοδουλάκη και την Πηγή Ζερβουδάκη για το ζωγραφικό πορτρέτο).

Πηγή: Φως Φαναρίου

TOP NEWS