Η συμβολή της Ποιμαντικής Ψυχολογίας στην Ιεραποστολική διακονία

  • Δόγμα

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Το γνωστικό αντικείμενο της «Ψυχολογίας» είναι η έρευνα και η μελέτη των ψυχικών αντιδράσεων της ανθρώπινης προσωπικότητας. Στην παρούσα εισήγηση, ειδικότερα, η ως άνω έρευνα αποκτά επιπρόσθετο ενδιαφέρον, εάν προσεγγίσουμε αυτή σε συνδυασμό με τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων. Υπό την έννοια αυτή, σκοπός της «Ποιμαντικής Ψυχολογίας» είναι «ο καταρτισμός αυτών που έχουν την κλίση και κλήση προς την ιερωσύνη […] να τους βοηθήσει ώστε να γνωρίσουν καλύτερα τον άνθρωπο στη σχέση του με το συνάνθρωπο και το Θεό» (2).

Δεσπόζουσα θέση στην ποιμαντική ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών» (3) και, δη, στην Ποιμαντική Ψυχολογία, κατέχει η ποιμαντική του διαλόγου, η ικανότητα, δηλαδή, του ποιμένα και κάθε χριστιανού, να προσεγγίσει τον ποιμαινόμενο/άλλον άνθρωπο και να μιλήσει στην ψυχή του. Μια ικανότητα και, συνάμα, ευθύνη, η οποία, κυρίως, στο πολύπλευρο έργο της ιεραποστολικής διακονίας, δεν παραβλέπει την επενέργεια της θείας χάριτος στην όλη προσέγγιση του πιστού ἠ ακατήχητου ανθρώπου, αλλά, και ταυτόχρονα, δεν παραθεωρεί τις τεχνικές και μεθόδους και τους, εν γένει, κανόνες του ποιμαντικού διαλόγου.

Κάποιες από αυτές τις ψυχολογικές και ποιμαντικές αρχές που, ταυτόχρονα, αποτελούν και θεολογικές αξίες αδιαμφησβήτητες, θα παρουσιάσουμε κατωτέρω:

α). Η αρχή της ελευθερίας

Αποτελεί το γενικότερο πλαίσιο επί του οποίου στηρίζονται και εδραιώνονται τα χαρακτηριστικά του «κατ᾿εικόνα» (4), αφού το λογικό, το κοινωνικό, το αυτεξούσιο και το κυριαρχικό αναφέρονται στην ύψιστη και ουσιαστική ελευθερία, ενάντια στα πάθη, στη δουλοπρέπεια, στη χαμέρπεια και στο φανατισμό.

Η αρχή της ελευθερίας είναι η βασική προϋπόθεση του σωτηριολογικού έργου του Κυρίου(5). Ο Θεός σέβεται την ελευθερία κάθε ανθρώπου, ακόμη και στην περίπτωση της θαυματουργίας και στην ίαση και θεραπεία του παραλυτικού (6). Ου δύναται, λοιπόν, να υπάρξει ορθόδοξη και ορθόπρακτη ιεραποστολική διακονία άνευ ελευθερίας και άνευ του σεβασμού της ελεύθερης προσωπικότητας και διαθεσιμότητας ενός εκάστου.

β). Η αρχή της ψυχικής ταυτίσεως

Η συνειδητή ταύτιση και όχι η ασυνείδητη που οδηγεί στον άκριτο μιμητισμό(7) έχει τη σημασία της «ενσυναίσθησης», της προσπάθειας, δηλαδή, του ποιμένος και κάθε πιστού στην ιεραποστολική διακονία να εισέλθει στη θέση του άλλου, να ενδυθεί, έστω προσωρινά, την εθνικότητα, το χρώμα, τη γλώσσα, την όλη διαγωγή, ακόμη και αυτόν, δε, τον τρόπο ζωής του.

Η συνειδητή ταύτιση ως ψυχολογική διεργασία, λειτουργεί άκρως ευεργετικά στις διαπροσωπικές σχέσεις και συντελεί στην ουσιαστική επικοινωνία και κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. «Θεολογικά η ταύτιση κατοχυρώνεται με το παράδειγμα του Κυρίου, ο οποίος με την κένωσή Του, την ενανθρώπησή Του, ταύτισε τον εαυτό Του με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος «κατά πάντα χωρίς την αμαρτία» (Εβρ. 4,15)»(8).

γ). Η αρχή της συνεργασίας και συμπόρευσης

Αν και ακούγεται και διαβάζεται εύκολα, παρά ταύτα, η συνεργασία και συμπόρευση επί των ημερών μας, αποτελεί εγχείρημα δύσκολο και πολυδιάστατο και, εν πολλοίς, απραγματοποίητο. Στην παρούσα φάση, η συμπόρευση παραλληλίζεται με την προσαρμοστικότητα και την, εν γένει, ικανότητα του ποιμένος και λαϊκού ιεραποστόλου να προσαρμόσει τον κατηχητικό του λόγο και το όλο ποιμαντικό του έργο στις ανάγκες που διαχρονικά ανακύπτουν στον ιεραποστολικό αμπελώνα του Χριστού.

Η έρευνά μας επί της αρχής αυτής, δύναται να ωφεληθεί τα μέγιστα από τις επί μέρους γνώσεις και πληροφορίες που κομίζει η επιστήμη της Ψυχολογίας. Ο «ψυχολογικός τύπος» του ποιμαινομένου, άλλοτε εξωστρεφής ή εσωστρεφής και άλλοτε εμφορούμενος από εγωϊστικά ή κατωτερότητας αισθήματα, είναι αλήθεια, προϋποθέτει την άοκνη και άγρυπνη επιμέλεια και γνώση του ποιμένος/λαϊκού ιεραποστόλου, προκειμένου εγκαίρως, να διακρίνει και, τρόπον τινά, να «διαγνώσει» καλώς τον άνθρωπο που πρόκειται να συνεργασθεί και να συνδιαλεχθεί. Ως τονίζει, άλλωστε, και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «κατά γαρ το είδος της νόσου και τον τρόπον της θεραπείας προσαρμοστέον»(9).

δ). Η αρχή της ιδιαιτερότητας του κάθε προσώπου

Ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη υπόσταση. Είναι πρόσωπο μοναδικό, καθώς σχετίζεται, κοινωνεί και συνυπάρχει μέσα στην κτίση του Θεού ολάκερη. Η μοναδικότητα κάθε προσώπου, στην ουσία, προσκαλεί και προκαλεί τον ποιμένα και κάθε ιεραπόστολο να ενσκύψει και με περισσή αγάπη, αληθινά και απροσποίητα, να ασχοληθεί με τον ποιμαινόμενο, με τον κάθε άλλο «άγνωστο» γύρω μας και ανάμεσά μας.

Στο σημείο αυτό, η ευαγγελική παραβολή του «απολωλότος προβάτου»(Λουκ. 15,3) πολλά έχει να μας διδάξει. Ταυτόχρονα, και η επιβολή διαφορετικών επιτιμίων από πλευράς των ποιμένων/εξομολόγων σε πρόσωπα που διέπραξαν ακριβώς το ίδιο αμάρτημα, στηρίζεται στην ως άνω αρχή, καθώς, πέρα από τη συγκεκριμενοποίηση ακριβώς αυτής  της αμαρτίας και της διαπράξεώς της, λαμβάνονται υπ᾿όψιν ή, πρέπει να λαμβάνονται, και άλλες ουσιαστικές παράμετροι γύρω από το πλαίσιο αυτό.

Βέβαια, ου δυνάμεθα να υποστηρίξουμε ότι οι παραπάνω αξιολογικές αρχές αποτελούν τη μέθοδο της «επιτυχίας» και της πανηγυρικής ολοκληρώσεως του ποιμαντικού και ιεραποστολικού έργου. Κάθε άλλο! Σε μια τέτοια περίπτωση, θα περιορίζαμε ανθρωποκεντρικά και σχολαστικά τη Θεία Χάρη και μεμονωμένα θα «τολμούσαμε» να διανέμουμε «μεθόδους» και «τεχνικές» επιτυχίας της ιεραποστολικής διακονίας γύρω μας, ακυρώνοντας και εμπράκτως προσβάλλοντας και βλασφημώντας Αυτό το Άγιον Πνεύμα! Πλην, όμως, η καλή χρήση και η επικουρική αξιοποίηση των αρχών αυτών, κυρίως, ως προς τη γνώση που θα έλθει να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα προσευχή, στην ταπείνωση, στην άδολη και άνευ οποιασδήποτε και παραμικρής αντιδόσεως από πλευράς των σύγχρονων ιεραποστόλων, ποιμένων και λαϊκών, πολλά δύναται να προσφέρει και να συνδράμει στην όλη σπουδή του ανθρώπου.

Αναμφισβήτητα, δε, η όλη επιστήμη της Ποιμαντικής Ψυχολογίας και οι επί μέρους ψυχολογικές γνώσεις, δύνανται να συνεισφέρουν στην ιεραποστολική διακονία, εάν, πρωτίστως, είναι συνυφασμένες και συναρμοσμένες με θυσιαστικές προθέσεις και αγιαστικά παραδείγματα από πλευράς των ποιμένων και των λαϊκών ιεραποστόλων.

Ένα τέτοιο ιεραποστολικό και, συνάμα, αγιαστικό παράδειγμα έρχεται στο νου μου, ετούτη την ώρα, αναφορικά με την πολιτεία και ζωή του Αγίου Νικολάου του Πλανά: «Εις την τελευταίαν δεκαετηρίδα των Λειτουργιών του ήτανε πλέον γεροντάκι και εξηντλημένος. Μιά μέρα, εκεί στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, λειτουργούσε ο παππούς. Μόλις τελείωσε την Λειτουργίαν κατάκοπος, εις τας 3μ.μ., έρχεται ο συλλειτουργός του, κατά πολύ νεώτερος, και ξεκούραστος, και του λέγει: «Γέροντα, παρήγγειλαν από το τάδε σπίτι να κοινωνήσουμε ένα μελλοθάνατο. Λοιπόν να πας να τον κοινωνήσης». Και τελειώνοντας την διαταγή, έφυγε. Παγώσαμε όταν ακούσαμε, ότι ανέθεσε στον πατέρα μια τέτοια κουραστική διαδρομή. Δεν είπε τίποτα, τα παραμέρισε όλα η αγία υπομονή. Επήρε την Αγία Κοινωνία με το δισκοπότηρο και άρχισε να βαδίζη, με την γνωστή του βραδυπορία. Δυό αδελφές από την συνοδεία του, ανέλαβαν να τον συνοδεύσουν, διά να υποβαστάζουν τους αγκώνας του. Επρόκειτο να πάνε εις την συνοικία «Νέος Κόσμος». Τότε ήτανε άδειος ο τόπος από σπίτια, μόνον χωράφια. Όταν γύριζαν, αφού τον κοινώνησαν τον ασθενή, η θέα του Παππού μετά των συνοδών του ήτο κατανυκτική. Να βλέπης ένα γεροντάκι να σέρνεται με το άγιο δισκοπότηρο στα χέρια. Όταν πλησίαζαν στην εκκλησία, στο δρόμο, όσα κάρρα και αμάξια περνούσανε εκείνη την ώρα εστάθησαν ολα, και κατέβηκαν οι καρραγωγείς, έσκυψαν το κεφάλι τους, με το κασκέτο στο χέρι και, σταυροκοπούμενοι, εξεθείαζαν για μιά φορά ακόμα την αρετήν του παπα – Νικόλα» (10).

Παραπομπές:

  1. Απόσπασμα από την εισήγησή μου υπό τον ως άνω τίτλο, στο 22ο Συνέδριο Ιεραποστολής, στην Αράχωβα Βοιωτίας (18-20/08/2017), που διοργανώνει κατ᾿ έτος ο Πανελλήνιος Χριστιανικός Όμιλος Ορθοδόξου Ιεραποστολής.
  2. Χρ. Βάντσου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, τεύχος Α’, εκδ. Αϊβάζη, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 9.
  3. Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος Β’ Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής, P.G. 33, 425.
  4. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του «κατ᾿εικόνα» βλ. Ν. Ξεκάκη, Ορθόδοξος Δογματική, τόμος Γ’, Η περί Δημιουργίας διδασκαλία, Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 152-172.
  5. Πρβλ. Μαρκ. 8,34, Μτθ. 19,21, Γαλ. 5,1, Β’ Κορ. 3,17.
  6. Ιωάν. 5,6.
  7. Πρβλ. Χρ. Βάντσου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, σελ. 63-65.
  8. Αυτόθι, σελ. 64.
  9. Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Μέγας Κατηχητικός, P.G. 45, 9-12.
  10. Ο Άγιος Παπα – Νικόλας ο Πλανάς, Ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων, Αστήρ, Αθήναι 1999, σελ. 48.

TOP NEWS