Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα

  • Δόγμα

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Ο γάμος και η γαμική κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα δεν μπορεί να εξεταστεί και να μελετηθεί, εάν, πρωτίστως δεν εξετάσουμε τη θέση της γυναίκας και τα δικαιώματά της πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του γάμου. Στην αρχαία Αθήνα  η μόνη εξουσία που φέρει η γυναίκα είναι η επιβολή της απέναντι στους δούλους και στο υπηρετικό προσωπικό. Άλλωστε, στην Αθήνα οι γυναίκες δεν είχαν περισσότερα πολιτικά και δικαστικά δικαιώματα από τους δούλους.  Μέσα στο σπίτι, όμως, καθώς ο άνδρας απουσιάζει και είναι απασχολημένος μονίμως με εξωτερικά θέματα της οικίας του, η γυναίκα – «δέσποινα» δεσπόζει και κυριαρχεί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κορίτσια πριν τον γάμο είναι ακόμη περισσότερο εξαρτημένα από την πατρική τους οικογένεια. Δεν έχουν δικαίωμα και δεν μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συναναστρέφονται νέους, γι᾿αυτό και είναι περιορισμένα σε έναν ειδικό χώρο του σπιτιού που προορίζεται για τις γυναίκες, τον γυναικωνίτη.

Τα νέα κορίτσια διδάσκονται από τις μητέρες και γιαγιάδες τους υφαντική, δουλειές και εργασίες του σπιτιού που σχετίζονται με τον καλλωπισμό του και την καθαριότητα, πλέξιμο κ.ά. Βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για την παρουσία τους στα δημόσια θεάματα ή κοινή δημόσια ζωή, καθώς ο μόνος λόγος που επέτρεπε την εμφάνισή τους στην καθημερινότητα του δημόσιου βίου ήταν οι διάφορες θρησκευτικές εορτές και αυτό μόνο και μόνο για να συμμετάσχουν στην πομπή της εορτής, πάντοτε ασφαλώς, ξεχωριστά από τη χορεία των ανδρών.

Η νέα γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα δεν είχε λόγο για το πρόσωπο που θα παντρευόταν. Αυτή η απόφαση ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα του πατέρα ή κηδεμόνα της, παππού της ή αδελφού , εάν δεν υπήρχε εν ζωή ο πατέρας της. Άλλωστε, ο νέος παντρευόταν με μοναδικό και απώτερο στόχο να κάνει παιδιά, να κάνει οικογένεια. Μία νέα γυναίκα λοιπόν, αυτόν τον σκοπό καλούνταν να εκπληρώσει και να υπηρετήσει ισόβια: να κάνει παιδιά και να τα φροντίζει εσαεί.

Οι περισσότεροι νέοι παντρεύονταν από κοινωνική και θρησκευτική συμβατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως, ταυτόχρονα, ο γάμος ήταν κάτι που τους άρεσε ιδιαίτερα. Άλλωστε, τόσο στην αρχαία Σπάρτη αλλά και στην Αθήνα, τους ανύπαντρους τους τιμωρούσαν διά νόμου, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση της πόλεως των Αθηνών, ο ανύμφευτος άνδρας ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. όλοι τον κατηγορούσαν, τον απαξίωναν, τον παραμέριζαν. Όσον αφορά τα ερωτικά συναισθήματα ούτε λόγος! Αν αναδύονταν θα ήταν πολύ αργότερα του γάμου και κανείς δεν ήξερε πόσο θα διαρκέσουν…!

Η φυλή και η διατήρηση της οικογενειακής λατρείας, παράλληλα, αποτελούσε ύψιστο καθήκον και μέλημα για όλους. Για παράδειγμα, η επίκληρος, η γυναίκα δηλαδή που θα κληρονομούσε τον πατέρα της με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχε άλλους άνδρας κληρονόμος, έπρεπε να παντρευτεί τον πλέον κοντινό συγγενή του πατέρα της. Αυτός, αφού δεχόταν βέβαια να την παντρευτεί, θα συνέχιζε την οικογενειακή εξέλιξη και ασφαλώς, θα γινόταν ο μόνιμος και μοναδικός κάτοχος όλης της πατρικής κληρονομιάς. Όσον δε αφορά το ζήτημα της αιμομειξίας, είναι αλήθεια, δεν απαγορευόταν διά νόμου. Πλην όμως, οι πάντες γνώριζαν ότι τέτοιου είδους σχέσεις προκαλούν και επιφέρουν την οργή και την τιμωρία των θεών. «Η αρχή της ενδογαμίας, δηλαδή του γάμου ανάμεσα σε μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας κάνει ώστε ο γάμος ανάμεσα σε συγγενείς όχι μόνο να επιτρέπεται, αλλά ακόμη και να συνιστάται από τη συνήθεια. Ένας Αθηναίος δηλώνει σ᾿ένα λόγο του ότι προτίμησε να παντρέψη τη θυγατέρα του με τον ανηψιό του παρά με έναν ξένο, για να διατηρήση και μάλιστα να δυναμώση τους οικογενειακούς δεσμούς. Δεν είναι σπάνιο να παντρεύωνται πρώτα ξαδέρφια ή θείος να παντρεύεται την ανηψιά του. Έτσι, ο αδελφός του γινόταν πεθερός του…».

TOP NEWS