Ο Εθνοφυλετισμός-Πανσλαβισμός της Τσαρικής και Σοβιετικής Ρωσίας στο πρόσωπο του Πούτιν

  • Δόγμα

Των Βλασίου Φειδά, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Εμμανουήλ Καραγεωργούδη, Δημητρίου Κουτρούλα, Κυριάκου Μωυσίδη, Μελών-Ερευνητών του Ιδρύματος Εθνικού & Θρησκευτικού Προβληματισμού (Ι.Ε.Θ.Π.)

(Συνέχεια από το Προηγούμενο)

Οι αποφάσεις των Συνόδων

Η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως, το 1593, απέρριψε το αίτημα για λόγους βασικούς ιεροκανονικούς (Αποφάσεις και Όροι Οικουμενικών Συνόδων).

Επιβάλλεται να αξιολογήσουμε, στα πραγματικά-κοσμικά μέτρα, την τσαρική στάση-νοοτροπία αυτή (1452-1589), μόνιμη στο εξής για την διοίκηση και ζωή του Πατριαρχείου Μόσχας από τότε ως τώρα και απέναντι, πρωτίστως, στην εμπερίστατη Μητρόπολη Κιέβου, ως Αυτόνομη τότε και ως Αυτοκέφαλη τώρα. Το Πατριαρχείο Μόσχας τείνει διά της διαχρονίας προς αφομοίωσή της. Διαχέει δε την κοσμική αυτή νοοτροπία, ευκαίρως-ακαίρως, και στο Πανορθόδοξο Σύστημα Διοικήσεως, επί προβληματισμώ της συνολικής στο Σύστημα αυτό ιεροκανονικής τάξεως και ενότητος στην πολιτειοκρατική-κοσμική βάση του υφέρποντος ρωσικού εθνοφυλετισμού και ευρύτερα Πανσλαβισμού.

2.δ (ii). Η Μητρόπολη Κιέβου Αυτόνομη Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το 1589.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄, μετά την παραχώρηση, ως προεγράφη, της πατριαρχικής τιμής στον Αυτοκέφαλο Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ, τον Ιανουάριο 1589, ανεχώρησε από την Ηγεμονία Μόσχας, με προορισμό την δοκιμαζόμενη τότε γεωπολιτικά Ηγεμονία Κιέβου, στην Μητρόπολη Κιέβου, ως, ipso canonico jure, επαρχία του. Είχε, προηγουμένως, με το «Χρυσόβουλον» της Μόσχας προσδιορίσει ορισμένως – και όχι αορίστως – τα τοπικά-γεωγραφικά όρια, κατά την κανονική τάξη «των συμμεταβολών», του Πατριάρχου Μόσχας Ιώβ. Ήσαν αυτά της τότε Μεγάλης Ηγεμονίας Μόσχας και μόνον. Ήσαν αυτά, επιλεξεί: «του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας και των υπερβορείων Μερών». Η Ηγεμονία Κιέβου ή Μικρά Ρωσία δεν μνημονεύεται για τους λόγους, που μόλις προαναφέρθηκαν. Και για τους κάτωθι συναφείς λόγους επιπλέον γεωπολιτικής διαφοροποιήσεως.

Εδώ ένα επιβεβλημένο σχόλιο. Η ιεροκανονική ρύθμιση αυτή δεν έχει, διά της ιδίας ιεροκανονικής Αρχής των «συμμεταβολών», αλλάξει ως σήμερα, άσχετα από την τότε τσαρική και την διάδοχη αυτής σοβιετική (1918-1991) επεκτατική νοοτροπία και πρακτική και σε εκκλησιαστικό πεδίο, διά του Πατριαρχείου Μόσχας. Στην βάση και μόνο της εθνοφυλετικής πανρωσικής πανσλαβιστικής νοοτροπίας και συμπορεύσεως Τσάρου-Πατριάρχου, Πολιτείας-Εκκλησίας στην Ρωσία της Μόσχας.

Η Ηγεμονία Κιέβου – Μητρόπολη στα όρια της Λιθουανικής-Πολωνικής Ρωμαιοκαθολικής Κοινοπολιτείας. Αυτήν την άλλη γεωπολιτική κατάσταση καλείται να αντιμετωπίσει επί ιεροκανονικής βάσεως ο Ιερεμίας Β΄ στο Κίεβο. Ποιες ρυθμίσεις ιεροκανονικής βάσεως επέφερε ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄ προς ενίσχυση της Ορθοδόξου Ηγεμονίας Κιέβου, ενόψει της νέας, υπό ρωμαιοκαθολική Ουνία Πολωνίας, γεωπολιτικής καταστάσεως; Καθήρεσε τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονησιφόρο και άλλους συνεπισκόπους του ως δίγαμους. Χειροτόνησε ο ίδιος νέον Μητροπολίτη Κιέβου, τον Μιχαήλ. Εγκαθίδρυσε, παρά τον Μητροπολίτη Κιέβου, Εξαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ηγεμονία Κιέβου ή άλλως πώς καλουμένη «Μικρά Ρωσία» (σημ. Ουκρανία). Επικεφαλής αυτής διόρισε τον Κύριλλο. Επιπλέον, ενίσχυσε τον ορθόδοξο μοναχισμό, ως ισχυρό ανάχωμα κατά της ρωμαιοκαθολικής Ουνίας-προπαγάνδας στην Ηγεμονία αυτή. Και κάτι ακόμη αναγκαίο στην ειδική αυτή περίπτωση οργάνωσε. Ίδρυσε σχολεία και τυπογραφείο ορθοδόξου μαρτυρίας στην Βίλνα.

Όλα τα ανωτέρω εγχειρητικά πνευματικά –διοικητικά μέτρα συντελέσθηκαν, με την ιεροκανονική πρωτοβουλία Ιερεμίου Β΄, – το επαναλαμβάνουμε για το τότε και για το σήμερα –, ipso canonico jure, στην εν λόγω Ηγεμονία. Το φθινόπωρο του 1589, ο Πατριάρχης επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Από το 1589-1590 ως το 1619-1620, με την νέα Εξαρχική Αποστολή της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη (ο λόγος περί αυτού, ευθύς αμέσως παρακάτω), το δράμα των ποιμένων και ποιμνίου της Μητροπόλεως και Εξαρχίας Κιέβου, από τις διώξεις των Ουνιτών του Πάπα, απερίγραπτο. Ακόμα και ο Μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ και ο Έξαρχος Κιέβου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κύριλλος, που εγκατέστησε ο Ιερεμίας Β΄, αναγκάσθηκαν να προσχωρήσουν στην Ουνία, όχι, βέβαια, στην παλιά Ουνία, αλλά στην «νέα Ουνία» των Ιησουϊτών, την σκληρότερη και απάνθρωπη.

Εν τούτοις, παρά τον αποκεφαλισμό της Ηγεμονίας της Εκκλησίας Κιέβου, υπό ουνιτική κατοχή, ο Ορθόδοξος Λαός της Ηγεμονίας Κιέβου, διά των γενικών Συνελεύσεών του, «οι οπαδοί της ελληνικής πίστεως», όπως αποκαλούντο, αντιδρούσαν στην ουνιτική-ιησουϊτική κατοχή. Ζητούσαν, οργανωμένα, για τα εκκλησιαστικά-πνευματικά-ορθόδοξα θέματά τους, το «έκκλητον» των επισκόπων των-ποιμένων των στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ουνίτες-Ιησουΐτες απέρριπταν την πρόταση. Υποδείκνυαν, αντί του Κωνσταντινουπόλεως, τον Πάπα Ρώμης για το «έκκλητον». Η Κωνσταντινούπολη, ως Μήτηρ Εκκλησία του Ποιμνίου της στο Κίεβο, παρακολουθεί το δράμα και διοργανώνει την Εξαρχική Αποστολή Θεοφάνους, ως εξής:

Αποστολή του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφάνους (1608-1644) στο Κίεβο, ως Εξάρχου Κωνσταντινουπόλεως, το 1619-1620. Η Μήτηρ Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως παρακολουθούσε (1589-1620), παρά την μεγάλη γεωγραφική απόσταση μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Κιέβου, τις εκεί εξελίξεις, με διαφόρους τρόπους, κυρίως διά των εμπορικών οδών μεταξύ των δύο πόλεων. Αποστέλλει το 1619-1620 τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη, ως πληρεξούσιο Έξαρχό της στο Κίεβο. Ο τελευταίος είχε δεσμούς εκκλησιαστικούς-πνευματικούς με το Κίεβο και την Μόσχα. Η αποστολή του συνίστατο στην επιτόπου μελέτη και απόφανση πρωτοβούλως επί της εκεί εκρύθμου εκκλησιαστικής, λόγω Ουνίας, καταστάσεως.

Τι πράττει ο Θεόφιλος Γ΄, ως Έξαρχος Κωνσταντινουπόλεως στο Κίεβο, το 1620; Οι υπό του Ιερεμίου Β΄ κατασταθέντες Μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ και ο Έξαρχος Κύριλλος αποκηρύσσονται, λόγω προσχωρήσεως στην Ουνία, επιλέξει: «επικατάρατοι και επίορκοι». Ο ίδιος χειροτονεί Μητροπολίτη Κιέβου τον Κιεβινό Ιώβ Μπορένσκι και τού υποδεικνύει εξαρχικώς ιεροκανονικώς επιλέξει: «υπακοήν εις την Αυτού Θειοτάτην Παναγιότητα τον Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικόν Πατριάρχην ως αληθινόν και φυσικόν του ποιμένα».

Η περίοδος 1620-1654. Κατά την περίοδο αυτή πρωταρχικός αναδεικνύεται ο ρόλος της Μεγάλης Ηγεμονίας Μόσχας στα τεκταινόμενα στην υπό πολωνική κατοχή Ηγεμονία Κιέβου. Πώς αυτό; Η Ηγεμονία Μόσχας, μόλις περί το 1618-1620, απαλλάσσεται της οικογενειοκρατίας Γκοντούνωφ και των αμέσων διαδόχων της. Για να ανέλθει στην τσαρική εξουσία η πατριωτική δυναστεία Ρωμανώφ από τότε ως το μοιραίο έτος 1917-1918, με την επανάσταση στην Μόσχα των Μπολσεβίκων. Αρχομένης της Δυναστείας Ρωμανώφ, η Ηγεμονία Μόσχας ξαναβρίσκει την καθαρή πατριωτική ταυτότητά της. Διώκονται οι Πολωνοί Σύμβουλοι με τις φρουρές τους από την Μόσχα και αλλού και μαζί τους οι, πολωνικής εμπνεύσεως και μεθοδεύσεως, Ψευδοτσάροι, όργανα των Πολωνών. Συνακόλουθα, αποκαθίσταται και η ανόθευτη χριστιανική ορθόδοξος ταυτότητα στην Ηγεσία της Εκκλησίας Μόσχας και στον Λαό, λόγω των Ψευδοπατριαρχών, οργάνων, ωσαύτως, των Πολωνών. Στην Μεγάλη Ηγεμονία Μόσχας, κατόπιν των ανωτέρω, αναστηλώνονται μετά κύρους, μετά το 1619-1620, οι δύο αναγκαίοι ύπατοι θεσμοί για το πολυάριθμο, και βαθειά ορθόδοξο, Έθνος των Ρώσων, του Τσάρου και του Πατριάρχου. Αυτοί ως συνδετικοί κρίκοι και σημεία-σύμβολα αναφοράς του Κράτους και του Λαού. Έτσι, εξηγείται και η δυνατότητα επισκέψεως στην Μητρόπολη Κιέβου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφάνους του Γ΄, με την ιδιότητα του Εξάρχου Κωνσταντινουπόλεως, για την αποκατάσταση της ιεροκανονικής τάξεως, όπως προεγράφη.

Περίοδος 1654-1686. Η Ηγεμονία Κιέβου, το 1654, συναρτάται γεωπολιτικά – όμως, πλήρως, αυτόνομα – με την της Μόσχας, του «Μεγάλου Ηγεμόνος» της Μόσχας. Ενισχύεται η ορθόδοξη παρουσία στην Ηγεμονία Κιέβου. Τούτο, εξ απόψεως ορθοδόξου πίστεως, είναι πολύ σημαντικό. Απομονώνεται, περαιτέρω, η επιρροή εδώ της ρωμαιοκαθολικής Ουνίας, όπως την προαναφέραμε. Σε επίπεδο όμως εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, ενώ τα ιεροκανονικά όρια είναι σαφή (Ιερεμίας Β΄, Θεοφάνης Γ΄), εξυφαίνεται υποκίνηση ζητήματος εκκλησιαστικής «συμμεταβολής» της Αυτονόμου υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπόλεως Κιέβου προς το Πατριαρχείο Μόσχας, μονομερώς και διά της κοσμικής μεθόδου της υφαρπαγής, με τσαρική πάντοτε πρωτόβουλη παρέμβαση.

Η περίοδος 1654-1686 είναι το κρίσιμο χρονικό ορόσημο. Η νέα, «δικαιοδοσιακή σύγκρουση» μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως, υπαιτιότητι, αποκλειστικά, της πρώτης, για την Αυτόνομη Μητρόπολη Κιέβου, διευθετείται σε σταθερά ιεροκανονικά πλαίσια, μετά μια 30ετία, το 1686. Καθοριστικός, εν προκειμένω, υπήρξε ο ρόλος της πολιτικής και εκκλησιαστικής Ηγεσίας. Και, προ παντός, και πάλι, οι λαϊκές, των Ορθοδόξων, Συνελεύσεις παρούσες. Επέμεναν οι Κιεβινοί και επέβαλαν οριστική ιεροκανονική ρύθμιση της εκκλησιαστικής διοικήσεώς των, ανυπερθέτως σε αγαστή συνεργασία στο τρίγωνο Κωνσταντινουπόλεως-Κιέβου-Μόσχας. Οι τρεις εμπλεκόμενοι ιεροκανονικά φορείς συναντώνται δι’ αντιπροσωπιών, το 1686, στην Αδριανούπολη-Κωνσταντινούπολη. Στην Αδριανούπολη τότε παρεπιδημούσε προσωρινά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄. Εκεί παρετύγχανε και ο σοφός Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ως κοινής εμπιστοσύνης και αποδοχής συνδιαπραγματευτικής μεταξύ των τριών μερών. Ο Δοσίθεος διατηρούσε ιδιαίτερους δεσμούς με την τσαρική Αυλή Μόσχας. Πολλάκις δε είχε μεταβεί για τις ανάγκες του Πατριαρχείου του Ιεροσολύμων στην Μόσχα και στο Κίεβο.

Τα κατά το 1686 συμφωνηθέντα. Το ιεροκανονικό «Γράμμα Εκδόσεως» του 1686. Για τα συμφωνηθέντα, το 1686, και για το προκύψαν ιεροκανονικό «Γράμμα Εκδόσεως» του 1686, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο Μεγάλος, Διαπρεπής, όντως Σοφός, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Δοσίθεος, κεντρικό και ουσιώδες πρόσωπο, κοινού κύρους, στο όλο εκκλησιαστικό σκηνικό των χρόνων 1685-1686. Εκείνο που μας αφορά άμεσα, έκτοτε ως σήμερα (300 χρόνια ιεροκανονικής και όχι κοσμικής σημασίας), είναι η διαπραγματευτική ιεροκανονική πειθώ του Δοσιθέου προς τον Πρέσβη της τσαρικής εξουσίας στην Αδριανούπολη, «να δοθή…το Κίεβον επιτροπικώς τω Μοσχοβίας» και «να είναι επαρχία μεν του Κωνσταντινουπόλεως, επιτροπευομένη δε παρά του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μοσχοβίας», «έως ημέρας επισκέψεως θείας», «ένεκα των καιρικών περιστάσεων». Επί των διατυπώσεων-θέσεων αυτών Δοσιθέου εδράζεται το περιεχόμενο ουσίας του «Γράμματος Εκδόσεως», του 1686.

Συγκεκριμένα, το ιεροκανονικό «Γράμμα Εκδόσεως», του 1686, εκχωρεί στον Πατριάρχη Μόσχας την, κατ’ ανάθεση, «επ’ αδείας» και «οικονομικώς» χειροτονία μόνο του εκάστοτε Μητροπολίτου Κιέβου και το συμνημόσυνο. Για το τελευταίο να πούμε ότι το «Γράμμα Εκδόσεως» διαγορεύει, μετά το μνημόσυνο «εν πρώτοις» του Οικουμενικού Πατριάρχου, ως κυριάρχου της Μητροπόλεως Κιέβου, να συμμνημονεύεται και ο Πατριάρχης Μόσχας, επειδή διά της χειροτονίας του Μητροπολίτου Κιέβου καθίστατο, κατά κάποιο τρόπο, ο Μόσχας γέροντάς του. Αν παραχωρούσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης πλήρως το μνημόσυνο, με ό,τι η πράξη αυτή συνεπάγεται, θα διατυπώνονταν. Η διαφορά μεταξύ συμμνημοσύνου και μνημοσύνου είναι ορατή. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν «δίδοται οικονομικώς εκείνω την τοιαύτην άδειαν», «τρόπω συγκαταβατικώ», «κατά την προπάλαιαν συνήθειαν» (βλ. «Γράμμα») ή «έχη επ’ αδείας χειροτονείν Κιέβου μητροπολίτην» ή «και τρόπω συγκαταβατικώ χρωμένη διά τας ρηθείσας αιτίας» (βλ. «Πατριαρχική Επιστολή προς Βασιλείς» Μόσχας).

Η πρακτική του Πατριαρχείου Μόσχας, τσαρική και σοβιετική διαχρονικά συναινέσει, 1686-2019. Θα μνημονεύσουμε μια περίπτωση, από τις πάμπολλες, την βασικότερη, καταστρατηγήσεως πλήρους των Συμφωνιών Ιεροκανονικών του 1686. Επί Τσαρίνας Αικατερίνης Β΄ (1762-1796), συντελέσθηκε μονομερώς πλήρης ανατροπή του «Γράμματος Εκδόσεως», του 1686. Εμνημονεύετο, επ’ εκκλησίας, η Ίδια και η Ιερά Σύνοδος. Ο Μ. Πέτρος, ως γνωστό, κατήργησε την Πατριαρχική τιμή, κοσμικώ δικαίω, το 1723, για τους γνωστούς λόγους. Ιεροκανονικώς όμως εξακολουθούσε υπάρχουσα, εν δυνάμει. Εννόμως μεν έπραξε η Τσαρίνα, αφού η Ίδια ήταν ο νόμος, αλλ’ εξ υφαρπαγής ιεροκανονικής των δικαίων της Κωνσταντινουπόλεως, κατά το «Γράμμα Εκδόσεως», του 1686. Επί δε Σοβιετοκρατίας στην Μόσχα (1917-1991, 25 Δεκεμβρίου των Χριστουγέννων 1991, η μεγάλη πτώση), και, μάλιστα, επί των ημερών της Δυάδος Στάλιν-Αλεξίου Α΄ (1945-1953, το 1953, έτος θανάτου του Στάλιν), το αντικανονικό κακό των κοσμικών-έννομων υφαρπαγών και εισπηδήσεων της Μόσχας εξήλθε απροκάλυπτα και των ορίων της τ. Ηγεμονίας Κιέβου, νυν Ουκρανίας. Π.χ. στην Πολωνία, Εσθονία, Τσεχοσλοβακία κ.ο.κ. γεωπολιτικώ Δικαίω. Η κοσμική νοοτροπία του Πατριαρχείου Μόσχας εταύτιζε, μονομερώς, όπως στην Μητρόπολη Κιέβου του 1686, τα ιεροκανονικά γεωεκκλησιαστικά όρια του Πατριαρχείου, γνωστά από το 1589, προς τα γεωπολιτικά της Σοβιετικής Ενώσεως. Ειδικότερα, για την υπόψει μας Μητρόπολη Κιέβου, είδαμε τα αποτελέσματα. Οι διαχρονικές αντιδράσεις της μητροπόλεως Κιέβου, in citu, ήσαν εμφανείς, πρακτικές ή συνειδησιακές μόνιμες στις υφαρπαγές αυτές. Και είδαμε, επί των ημερών μας, τα αποτελέσματα της ταυτίσεως κρατικής και εκκλησιαστικής συμπορεύσεως στην Μόσχα, ως προς την Ουκρανία. Φθάσαμε στα 1991-1992 του ανεξαρτήτου, διεθνούς αναγνωρίσεως, Κράτους της Ουκρανίας-Κιέβου.

Οι πρωτοβουλίες της Πολιτείας και Εκκλησίας της Ουκρανίας για την αυτοκεφαλία της Μητροπόλεως Κιέβου (1992-2018, 11 Οκτ. 2018 και 6 Ιαν. 2019)

Το νέο Κράτος της Ουκρανίας, θέλοντας και επιμένοντας, πρωτοβούλως, στην εξασφάλιση, μαζί με την εθνική-πολιτειακή ανασυγκρότηση, και της θρησκευτικής, κυρίως της Ορθοδόξου Χριστιανικής, ταυτότητος του Λαού της, δεν ήταν δύσκολο να ανιχνεύσει το σωτήριο έτος 1686. Με βάση τα τότε συμφωνηθέντα, κοινή συναινέσει όλων των εμπλεκομένων, ως πολύ καλώς γνωστό, ζητάει, με διάφορους τρόπους διαβουλεύσεων, από την φυσική ιεροκανονική Μητέρα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εκκλησιαστική ανεξαρτησία-αυτοκεφαλία, ό,τι, δηλαδή, και όπως, έγινε το 1686. Το αίτημα της ουκρανικής πολιτικής Ηγεσίας, στο ανώτατο επίπεδο, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι από το 1992, κυρίως από το 2009, ως το 2018 μόνιμο και επαναλαμβανόμενο. Υπήρχαν ήδη 3 νέα Σχίσματα μεταξύ των 45 και πλέον εκατομ. χριστιανών ορθοδόξων της χώρας, δημιουργήματα προσωπικά του Πατριάρχου Μόσχας Αλεξίου Β΄ (1991-2009), διαδόχου Αλεξίου Α΄. Τα Σχίσματα αυτά συρρικνώθηκαν ήδη, με την υπερπερίσσεια της Χάριτος του Θεού.

Πότε και πώς; Κατά την ημέρα «επισκέψεως θείας». Για να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας την προφητική ρήση του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, σοφού ανδρός, το 1686, στην Αδριανούπολη, στις διαπραγματεύσεις του 1686, που κατέληξαν στο ιεροκανονικό «Γράμμα Εκδόσεως», τον ίδιο χρόνο. Έτσι, στις 11 Οκτ. 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, «ad referendum προς τα μέχρι τούδε ιεροκανονικά ισχύοντα», αποφάσισε, επιλέξει: «Να άρη την ισχύν του Πατριαρχικού και Συνοδικού Γράμματος Εκδόσεως, του έτους 1686». Και την μεγάλη ημέρα των Θεοφανείων, 6 Ιαν. 2019, να αποδώσει την τιμή της Αυτοκεφαλίας στην, κατά το «Γράμμα Εκδόσεως» 1686, Αυτόνομη Μητρόπολη Κιέβου-Ουκρανίας. Παρόν στον Πατριαρχικό Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου Φαναρίου, έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο, κατά το 2019, Πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο, κατά την ανάδειξη από τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Α΄ του πρώτου νέου Προκαθημένου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας Ουκρανίας, στο πρόσωπο του Επιφανίου, καταταγέντος στην 15η σειρά των Διπτύχων των Προκαθημένων στο Επίσημο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδοξίας.

Έτσι, έληξε οριστικά η ιεροκανονική εκκρεμότητα 300 χρόνων περίπου (1686-2019). Το Πατριαρχείο Μόσχας, 5ο στην ίδια σειρά, από το 1593, διά του εκπροσώπου του Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου, του Σεβ. Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος, αντέδρασε αρνητικά, ισχυριζόμενο, «αφελώς», προφανώς, ότι το Φανάρι έκαμε «εισπήδηση στην Ουκρανία» ή «διείσδυση στην Ουκρανία», γνωστών, ως άριστα, διά των επισήμων κειμένων και πηγών, ήδη των αντικειμενικών γεγονότων. Χρησιμοποιήθησαν οι πολύ γνωστές στην δική Του πρακτική διατυπώσεις «εισπήδηση» ή «διείσδυση», κατά συρροήν από 1686, λίγο μετά, ως το 1991-1992. Η προσέγγιση αυτή θυμίζει την λαϊκή ρήση «φωνάζει ο κλέφτης, για να φύγει ο νοικοκύρης».

Και επιπλέον διαπορεί το Πατριαρχείο Μόσχας, πώς κι έτσι θυμήθηκαν μετά 300 χρόνια το 1686. Εύλογο το ερώτημα για θεσμικά πρόσωπα κοσμικής, αλλ’ όχι ιεροκανονικής, νοοτροπίας και, κυρίως, Τάξεως. Για τα ιεροκανονικά θεία πράγματα ισχύει το αγιογραφικό ρήμα: «Κύριε, εν τοις οφθαλμοίς σου χίλια έτη ως μία ημέρα». Άρα, για να απλουστέψουμε τα χρονικά ιεροκανονικά δεδομένα, τα 300 χρόνια είναι «εν τοις οφθαλμοίς Κυρίου» ένα 8ωρο της «μιας ημέρας» Κυρίου. Αν και, ακόμη και στο κοσμικό ρωμαϊκό Δίκαιο, ωσαύτως, «το εξ αρχής ανυπόστατον ου βεβαιούται τη χρονία παραδρομή». Η νομική θέση αυτή συμπορεύεται με την ιεροκανονική πράξη, άσχετα αν δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Διότι επαναλαμβάνουμε ότι άλλος ο ιεροκανονικός και άλλος ο κοσμικός – έννομος – χρόνος.

  1. Υπόψει Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου οι των ημερών μας γεωθρησκευτικοί και γεωπολιτικοί προβληματισμοί (24 Φεβρουαρίου ε.έ. και εξής).

Πάμπολλα άρθρα ειδικών ερευνητών έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο διεθνώς για την στάση του Πατριάρχου Μόσχας στο ανείπωτο, απερίγραπτο και σχεδόν ασύλληπτο δράμα της Ουκρανίας. Όλα, λίγο πολύ, είναι επικριτικά για την προσέγγιση στο δράμα αυτό. Οι υποφαινόμενοι δεν παρασύρονται από τα επικριτικά αυτά σχόλια, βάσει των δηλώσεων και μηνυμάτων και κηρυγμάτων του Πατριάρχου στο Ουκρανικό Ζήτημα. Θα επικεντρώσουμε την εξειδικευμένη έρευνά μας στις μέχρι, πριν την 24 Φεβρ., ειρηνοποιές παρεμβάσεις του Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου, δειγματοληπτικά, σε εμπόλεμες καταστάσεις ή εσωτερικές ταραχές μεταξύ πολιτών και Κυβερνητών. Π.χ. ο πόλεμος μεταξύ Αζέρων και Αρμενίων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, Λευκορωσία και εντός της ίδιας της Ρωσίας.

3α. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται (Ματθ. 5, 9).

Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ο Πατριάρχης Μόσχας σε μία συνέντευξή του, εφ’ όλης της ύλης, στο Κανάλι «Ρωσία 24», στις 7 Ιαν. 2021 (Χριστούγεννα με το παλιό ημερολόγιο), αναφέρεται λεπτομερώς στον ειρηνοποιό ρόλο του ιδίου και του Πατριαρχείου Του στον πόλεμο μεταξύ Χριστιανών Αρμενίων και Μουσουλμάνων Αζέρων για το αμφισβητούμενο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Δηλώνει επιλέξει: «Η Ρωσική Εκκλησία ξεκίνησε διαπραγμάτευση για το πρόβλημα του Καραμπάχ, με την συμμετοχή των Καθολικών όλων των Αρμενίων και του Ανωτάτου Μουφτή, Ηγέτη των Μουσουλμάνων του Αζερμπαϊτζάν, του πασά, ονόματι, Ζαντέ.

Πραγματοποιήσαμε αρκετούς γύρους τέτοιων διαπραγματεύσεων με πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα, όπως ανταλλαγή κρατουμένων, μη χρήση θρησκευτικών συμβόλων, θρησκευτική ορολογία, θρησκευτικά κίνητρα προς έμπνευση από τα αντιμαχόμενα μέρη». Περαιτέρω, εξαίρει ο Μακαριώτατος, επιλέξει, «την παρουσία Ρώσων ειρηνευτών», δηλ. της ειρηνευτικής ρωσικής αποστολής στην περιοχή, κατόπιν της επιτευχθείσης ανακωχής στην Μόσχα και της συμβολής της Ρωσικής Εκκλησίας στην διαδικασία αυτή, εντός της πολιτικής της ειρηνευτικής ρωσικής αποστολής.

Και το εύλογο ερώτημα, τώρα στην περίπτωση της «εισβολής» ή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, γιατί ο Μακαριώτατος δεν αναλαμβάνει συγκεκριμένη πρωτοβουλία «ειρηνοποιού»; Πολύ περισσότερο, που πρόκειται για διαμάχη μεταξύ δύο ομοδόξων, ως Χριστιανών Ορθοδόξων, Λαών; Περιορίσθηκε σε μία γενική έκκληση στους αρχιερείς και στον ρωσικό λαό να παρέχουν ολόπλευρη βοήθεια σ’ όλα τα θύματα, με το αιτιολογικό ότι, επιλέξει, «ο ρωσικός και ο ουκρανικός λαός έχουν κοινή μακραίωνα ιστορία, που ανάγεται στο βάπτισμα των Ρως από τον Άγιο Ισαπόστολο Πρίγκιπα Βλαδίμηρο». Για την παύση των εχθροπραξιών άμεσα, ούτε λέξη. Πληροφορούμαστε ότι 300 περίπου ιερείς Ρώσοι το έπραξαν με Δήλωσή τους. Αντίθετα, επιλέξει, «ανήμερα της εισβολής ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος μίλησε στους στρατιωτικούς ηγέτες της χώρας και δημοσιοποίησε Δήλωση προς τιμή της “Ημέρας του Υπερασπιστή της Πατρίδος”. Αφορά όσους έχουν υπηρετήσει ή υπηρετούν τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και συνεχάρη τον Πούτιν για την μεγάλη και υπεύθυνη υπηρεσία του στον Λαό της Ρωσίας. Χαρακτήρισε δε το στρατιωτικό λειτούργημα ως «ενεργή έκφραση της ευαγγελικής αγάπης προς τον πλησίον, λίγη ώρα πριν αρχίσουν οι βομβαρδισμοί στην Ουκρανία». Σε κήρυγμά του δε στις 6 Μαρτίου δηλώνει: «Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση είναι μέρος ενός ευρύτερου μεταφυσικού αγώνα έναντι στις ανήθικες δυτικές αξίες, ώστε η ανθρωπότητα να ακολουθήσει τους νόμους του Θεού» (βλ. News «Αγία Ρωσία», 6-3-2022).

Αν οι πατριαρχικές αυτές δηλώσεις είναι αληθείς, δικαιούμαστε να ερωτήσουμε τον Πατριάρχη Μόσχας: τα όσα συμβαίνουν στον «πόλεμο των πόλεων» της Ουκρανίας, με πρώτη την Μαριούπολη, είναι «μέρος ενός ευρύτερου μεταφυσικού αγώνα…, ώστε η ανθρωπότητα να ακολουθήσει τους νόμους του Θεού»; «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι ημών». Βάσει των ανωτέρω, αν είναι αληθή, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα παραπάνω και άλλα πολλά συγκλίνουν σε ένα γεγονός της ταυτίσεως πολιτικής και εκκλησιαστικής Ηγεσίας στην Μόσχα για το αδιανόητο, πρωτοφανές, δράμα γενοκτονίας και της καταστροφής – κολάσεως ιστορικών κτηρίων -υποδομών των πόλεων και κωμοπόλεων, ακόμη και χωριών, ιερών ιστορικών μονών και ναών;

Λευκορωσία. Στις εσωτερικές της χώρας γνωστές ταραχές, με αντιπάλους την Κυβέρνηση Λουκασένκο και μεγάλο μέρος πολιτών, για τις δημοκρατικές ελευθερίες, στο Μινσκ και αλλού της χώρας, (πριν το 2021), ο Πατριάρχης παρεμβαίνει ως ειρηνοποιός. Δηλώνει, συγκεκριμένα, ερωτώμενος: «Λοιπόν, πρώτον, υποστηρίξαμε πλήρως τον Επίσκοπο Βενιαμίν, τον νέον επικεφαλής της Λευκορωσικής Εξαρχίας, της Λευκορωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, και ολόκληρη την Λευκορωσική Ιεραρχία, οι οποίοι κάλεσαν τον λαό να σταματήσει τη βία και να ακολουθήσει το δρόμο της συμφιλίωσης. Και αυτή η έκκληση απευθύνθηκε σε όλους. Από την πλευρά των Αρχών υπήρξαν περιπτώσεις αδικαιολόγητης βίας, υπερβολικής χρήσης βίας. Αλλά υπήρξαν, επίσης, εκδηλώσεις ριζοσπαστισμού εκ μέρους διαδηλωτών. Είμαστε μάρτυρες του τι συνέβη στην Ουκρανία».

TOP NEWS