Ο Πόλεμος που οι Τούρκοι ονόμασαν «σωτηρία»

  • Δόγμα

Της Βιργινίας Κωνσταντινίδου-Χαμουδοπούλου, Ιστορικού

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί Πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.

Το θεμελιακό και τραγικό για το Ελληνικό Έθνος γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι Τούρκοι το ονόμασαν “Πόλεμο Σωτηρίας” (Kurtuluş Savaşi).

Ενώ οι ανταλλάξιμοι των Μικρασιατικών παραλίων αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τις περιοχές που κατοικούσαν σε διάστημα περίπου ενός μηνός μετά την Καταστροφή, οι χριστιανοί της Καππαδοκίας ακολούθησαν αρκετά αργότερα, το καλοκαίρι του 1924, αφού καταγράφηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία και οργανώθηκε η έξοδός τους από την “Μεικτή Επιτροπή επί της Ανταλλαγής των Ελληνο-Τουρκικών πληθυσμών”. Εδώ σημειώνουμε ότι υπήρχε καππαδοκική κοινότητα στην Κων/πολη, της οποίας οι Τούρκοι, με διάφορα νομικίστικα τεχνάσματα, εκμεταλλεύτηκαν σημαντικό μέρος της περιουσίας της.

Η αναχώρηση των ξεριζωμένων Ελλήνων της Καππαδοκίας και των γύρω από αυτήν περιοχών γινόταν, μετά από πολύ κοπιαστική πορεία, από το λιμάνι της Μερσίνας. Οι ξεριζωμένοι μπορούσαν να έχουν μαζί τους, εκτός από αντικείμενα της οικοσκευής τους, που μπορούσαν να μεταφερθούν, ορισμένα κοινοτικά αντικείμενα, όπως πολύτιμα ιερά σκεύη των εκκλησιών: φορητές εικόνες, βιβλία, αρχεία, λείψανα Αγίων, τμήματα τέμπλων και επισκοπικών θρόνων, έως και καμπάνες. Με όλα αυτά εξόπλισαν αργότερα τις εκκλησίες τους στην Ελλάδα, οι οποίες αφιερώθηκαν στον ίδιο Άγιο που λάτρευαν στη  γενέτειρά τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι Ιεροί Ναοί του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Νέα Καρβάλη της Καβάλας, όπου φυλάσσονται και τα ιερά τους λείψανα που μεταφέρθηκαν αντιστοίχως από το χωριό Άγιος Προκόπιος (Ürgüp) και Γκέλβερι της Καππαδοκίας.

Οι Ελληνορθόδοξοι Καππαδόκες πρόσφυγες, που τύχαινε να είναι Τουρκόφωνοι, αντιμετωπίζονταν με καχυποψία από τους Ελλαδίτες, που τους αποκαλούσαν “τουρκόσπορους”, φοβούμενοι στο βάθος ότι θα έπρεπε να μοιραστούν μαζί τους τον πλούτο της χώρας τους. Δεν μπορούσαν να διαβλέψουν ότι, σε βάθος χρόνου, οι Καππαδόκες πρόσφυγες, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες, θα συνέβαλλαν τα μέγιστα στην οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη της χώρας μας.

Στις διηγήσεις και μαρτυρίες των Καππαδοκών προσφύγων συναντούμε πολύ συχνά τούρκικες λέξεις και εκφράσεις, διότι στις ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας η γλωσσική επιμειξία Ελλήνων και Μουσουλμάνων υπήρξε έντονη και εκτεταμένη. Από την άλλη πλευρά παρουσιάζει ενδιαφέρον στην Καππαδοκία η προσήλωση Μουσουλμάνων στους Αγίους της Ορθοδοξίας.

Από την εποχή του Αποστόλου Παύλου υπήρχε στην Καππαδοκία μία χριστιανική κοινότητα, η οποία αναπτύχθηκε σταδιακά. Δύο αιώνες αργότερα, εξ αιτίας της Ρωμαϊκής κατάκτησης, άρχισαν και εκεί οι διωγμοί των Χριστιανών και αυξήθηκε ο αριθμός των Μαρτύρων. Ανάμεσα στους Αγίους της περιοχής ξεχώρισαν ο παιδομάρτυρας Άγιος Μάμας και ο Άγιος Γεώργιος. Χαρακτηριστικό της μεγάλης εξάπλωσης του Χριστιανισμού είναι ότι επτά Καππαδόκες επίσκοποι έλαβαν μέρος στην Α´ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325 μ.Χ. Αμέσως μετά, μέσα στον 4ο αι., έλαμψαν με τη χριστιανική τους αγιότητα και θεολογική τους εμβάθυνση οι τρεις μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ο Μέγας Βασίλειος, ο αδελφός του Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης και ο σοφός Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.

Οι Μωαμεθανοί της Κεντρικής Ανατολίας, λαϊκοί άνθρωποι οι περισσότεροι, διατηρούσαν και υιοθετούσαν χριστιανικά ήθη και έθιμα. Πολλές φορές μετείχαν στις χριστιανικές εορτές και πήγαιναν στα χριστιανικά αγιάσματα να πάρουν αγιασμό ή να πλυθούν για να θεραπευτούν από ασθένειες. Στην περιφέρεια του Ακσαράι-Γκέλβερι Χριστιανοί και Μωαμεθανοί χρησιμοποιούσαν το ίδιο τέμενος λατρείας σε διαφορετικές ώρες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αγίου Μάμα (προστάτη της υιοθεσίας και των άγριων ζώων, τα οποία εξημέρωνε), που ήταν η προσωποποίηση της Μικρασιατικής αγιοσύνης, λατρευόμενος από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.

Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε τον 3ο αι. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, μέσα στη φυλακή όπου είχαν φυλακισθεί οι γονείς του Θεόδοτος και Ρουφίνα για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του από τις κακουχίες ανέλαβε το βρέφος ευλαβής και πλούσια χριστιανή, η οποία τον ανέθρεψε. Όταν ήταν 15 ετών ομολόγησε δημόσια την πίστη του στον Χριστό και μαρτύρησε, ως παιδομάρτυρας, με θανατηφόρο χτύπημα από τρίαινα στην κοιλιά, αφού προηγουμένως τον είχαν ρίξει σε λιοντάρια, που δεν τον είχαν πειράξει. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 2 Σεπτεμβρίου.

Μέσα σε ένα βράχο, όπου βρισκόταν η λαξευτή του εκκλησία, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι τελούσαν την προσευχή τους προς τον Άγιο και Προφήτη (για τους Μουσουλμάνους) Μάμα.

Το λείψανό του βρισκόταν στον ίδιο ναό. Όταν το 1924 οι Έλληνες έπρεπε να φύγουν και θέλησαν να πάρουν μαζί τους το άγιο λείψανό του, οι Μουσουλμάνοι ξεσηκώθηκαν και τους το απαγόρευσαν λέγοντας: «Εδώ βρέθηκε, εδώ θα μείνει». Η ζωή και το έργο αυτού του Αγίου (ζωή στη φύση, εξημέρωση αγρίων ζώων) έχει ερευνηθεί, γιατί παρουσιάζει ομοιότητες με ντόπιες ειδωλολατρικές δοξασίες, που προϋπήρχαν στην Ανατολία. Το όνομα Μάμας συνδέεται με τη θεότητα Μα. Ο Άγιος Μάμας ταυτίζεται με την αρσενική μορφή της Μητέρας θεάς που λατρευόταν στην Καππαδοκία την περίοδο που η Κυβέλη λατρευόταν στη Φρυγία και στη Λυδία. Ο Άγιος Μάμας παρουσιάζεται από τους βιογράφους του ως ένας νέος Ορφέας έχοντας ως σύμβολά του το λιοντάρι, το ελάφι, το ραβδί, το ρόπαλο και τον αμνό, τα οποία εμφανίζονται στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή αγιογραφία. Όπως γνωρίζουμε η Μουσουλμανική πίστη είναι ανεικονική.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα περιστατικό στην περιοχή του Ουρκγιούπ, όπου πριν από χρόνια Τούρκος δημοσιογράφος, ο Σαντετίν Τέκσοϊ, μέλος μιας ερευνητικής ομάδας, ανακάλυψε έκπληκτος μέσα σε μια υπόγεια εκκλησία μία σορό δίπλα σε μία πέτρα που είχε χαραγμένο ένα σταυρό. Παρ᾽ όλο που φαινόταν να είχαν περάσει αιώνες από τον θάνατο αυτού του ανθρώπου, η σορός του δεν είχε αποσυντεθεί, ενώ αναδυόταν από τη σορό του μία όμορφη μυρωδιά, που εξέπληξε τους ερευνητές! (Ν. Χειλαδάκη, Μυστική Τουρκία, εκδ. Αρχέτυπο, 2002, σ. 54).

*

 «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Τα Φάρασα, η γενέτειρα του Αγίου Παϊσίου, με ελληνόφωνους, ορθόδοξους κατοίκους, ανήκει στην περιφέρεια της Νίγδης, του δεύτερου μετά την Καισάρεια αστικού κέντρου της Καππαδοκίας.

Έχει υπολογιστεί ότι από τα 81 ελληνορθόδοξα χωριά ή μικρές πόλεις τα 49 ήταν τουρκόφωνα και τα 32 ελληνόφωνα. Η πόλη των Φαράσων στα δυσπρόσιτα βουνά του Αντίταυρου, Ν.Α. του κέντρου της Καππαδοκίας, ήταν φημισμένη από τον 16ο αι. για τα μεταλλεία της και την παραγωγή σιδήρου. Ο πληθυσμός της ήταν κυρίως αγροτικός.

Η φαρασιώτικη ελληνική διάλεκτος είχε διατηρήσει πολλά στοιχεία της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας με τις λιγότερες επιρροές από την τουρκική γλώσσα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες καππαδοκικές διαλέκτους. Ίσως εξ αιτίας της γεωγραφικής απομόνωσής της.

Η απομόνωση αυτή δεν εμπόδισε το υψηλό επίπεδο της ορθοδόξου πίστεως των κατοίκων της.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. τα Φάρασα είχαν ανεβασμένο κοινωνικό επίπεδο και συνείδηση, χάρη και στη βοήθεια συμπατριωτών τους που είχαν μεταναστεύσει και πλουτίσει στην Κων/πολη, Σμύρνη, Άγκυρα, Μερσίνα και Ταρσό. Στα πλαίσια μιας ανεπτυγμένης κοινοτικής ζωής επισκεύασαν εκκλησίες και μοναστήρια και έκτισαν νέα, ενισχύοντας την πίστη τους στην Ορθοδοξία και Ορθοπραξία.

Στο περιβάλλον αυτό, γόνος μιας πολυμελούς αγροτικής οικογένειας, της οικογένειας του Πρόδρομου Εζνεπίδη, γεννήθηκε ο Άγιος Παΐσιος στις 25 Ιουλίου του 1924 από υπερ-ευλαβή μητέρα. Ο Άγιος γεννήθηκε τις ημέρες που οι Καππαδόκες πληροφορήθηκαν ότι έπρεπε, στα πλαίσια της Ανταλλαγής, να εγκαταλείψουν και αυτοί!! τις εστίες τους.

Τότε ο χατζηεφεντής τους, μετέπειτα Άγιος Αρσένιος, βάπτισε το νεογέννητο παιδάκι δίδοντάς του το δικό του όνομα “Αρσένιος”. Ο φωτισμένος Ιερέας έχοντας το μωρό στην αγκαλιά του προέβλεψε το ευλογημένο μέλλον του παιδιού. Η σκηνή αυτή μας θυμίζει τα θεία λόγια του Συμεώνος, όταν η Θεοτόκος του έδωσε το θείο βρέφος, σαράντα μέρες μετά τη γέννησή Του.

Έτσι ξεκίνησε και για τον μικρό Αρσένιο η επίπονη πορεία για τη Μερσίνα στην αγκαλιά της μητέρας του Ευλογίας ή Ευλαμπίας και της αξιοσέβαστης γιαγιάς του, μητέρας του πατέρα του. Από τη Μερσίνα θα πήγαιναν στην Κέρκυρα, ώσπου να τους δοθεί μία περιοχή, όπου θα δημιουργούσαν το νέο νοικοκυριό τους. Η περιοχή αυτή ήταν τελικά η Κόνιτσα, Β.Δ. των Ιωαννίνων, όπου οι Φαρασιώτες εγκαταστάθηκαν μετά από πολύμηνες ταλαιπωρίες.

TOP NEWS