Περί νήψεως
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Η εγρήγορση, η νήψη, η επάγρυπνη και συνεχής προσπάθεια του προσευχόμενου, η νηστεία, η μετάνοια[1] ως προδιάθεση και κατάσταση από μέρους του πιστού προβάλλονται επικουρικά ως προϋποθέσεις για μια απλανή και σίγουρη κατάθεση ψυχής, για μια αταλάντευτη απαρχή προς συνάντηση του Θείου.
Η Προσευχή ως «Θεοῦ ὁμιλία, τῶν ἀοράτων θεωρία, τῶν ἐπιθυμούντων πληροφορία, τῶν Ἀγγέλων ὁμοτιμία, τῶν καλῶν προκοπή, τῶν κακῶν ἀνατροπή, τῶν ἁμαρτανόντων διόρθωσις, τῶν παρόντων ἀπόλαυσις, τῶν μελλόντων ὑπόστασις»[2] είναι αναγκαία εκδήλωση και απόδειξη της σχέσεως του πλάσματος προς τον Δημιουργό του.
Οι προϋποθέσεις που την περιστοιχίζουν αποτελούν βακτηρία σωτηρίας για τον ίδιο τον προσευχόμενο, καθώς ως άλλη “οδός” καταδεικνύουν στον άνθρωπο την έννοια της πίστεως, όχι όμως ως υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια, αλλά ως «βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί»[3], ως τελική αποδοχή ότι «ὁ ἔσχατος σκοπός τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τό νά λογοποιήση (χριστοποιήση) καί θεώση τόν ἄνθρωπον εἰς ὅλον τό εἶναι του»[4].
Παραπομπές:
[1] Για την συμπόρευση και παράλληλα μετάνοιας και προσευχής, βλ. σχ. Papakostas Seraphim, Archimandrite, Repentance, ZOE, Athens 2001.
[2] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α’ εις την Προσευχήν, Migne P. G. 44, 1124B
[3] Γουέαρ Καλλίστου, Ο Ορθόδοξος Δρόμος, (μτφρ Μαρίας Πάσχου), Επτάλοφος, Ἀθῆναι 1984, σελ. 20-21.
[4] Πόποβιτς Ιουστίνου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 37-38.