Πνευματικό φιλότιμο
Σιγά-σιγά χάνεται τελείως ο σεβασμός (και το φιλότιμο). Έρχονται στο Καλύβι νέα παιδιά και τα περισσότερα κάθονται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και οι γέροι, δεν έχουν που να καθίσουν. Αλλά, ενώ βλέπουν ότι τα κούτσουρα είναι πιο πέρα, βαριούνται να πάνε δύο βήματα να τα μεταφέρουν, για να καθίσουν. Πρέπει εγώ να […]
Σιγά-σιγά χάνεται τελείως ο σεβασμός (και το φιλότιμο). Έρχονται στο Καλύβι νέα παιδιά και τα περισσότερα κάθονται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και οι γέροι, δεν έχουν που να καθίσουν. Αλλά, ενώ βλέπουν ότι τα κούτσουρα είναι πιο πέρα, βαριούνται να πάνε δύο βήματα να τα μεταφέρουν, για να καθίσουν. Πρέπει εγώ να τα φέρω. Και ενώ με βλέπουν που τα κουβαλάω, δεν έρχονται να τα πάρουν. Νερό θέλουν να πιούν και δεν πηγαίνουν μόνα τους να πάρουν. Πρέπει εγώ να τους φέρω και δεύτερο κύπελλο.
Όχι, αλήθεια, μου κάνει εντύπωση· κοτζάμ παλληκάρια· έρχονται παρέα τριάντα άτομα, με βλέπουν να φέρνω μια κάσα λουκούμια και ένα μπετόνι νερό, να κουβαλώ και τα κύπελλα, για να τους βολέψω, να κουτσαίνω και να μην κουνιούνται και να σηκώνεται να με βοηθήσει ένας ταξίαρχος, που έχει μπαρουτοκαπνιστεί.
Νομίζουν, ότι όπως πάνε σε ένα εστιατόριο ή σε ένα ξενοδοχείο και πάει το γκαρσόν, έτσι και στο Καλύβι θα έρθει το γκαρσόν. Πέντε-έξι φορές έχω κάνει το εξής: κάνω τον κόπο, φέρνω το νερό και το χύνω μπροστά τους. «Εγώ να σας φέρω το νερό, παλληκάρια, τους λέω, αλλά δεν σας βοηθάει αυτό!…».
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης