Γουμενίσσης Δημήτριος: Από δόξης εις δόξαν

  • Δόγμα

Δέν γίνεται κανείς μας νά πεῖ “ὄχι”,ἀφοῦ στήν πράξη ἀπό παίδων γινόμαστεἀγοραστές τῆς μόδας ἑνός φαντασιακοῦ μετασυγχρονισμοῦ, ἐθελούσια ἀφομοιώσιμοι, ἄν μή τελείως ἀφομοιωμένοι. Μᾶς ἀπομένει ἀδιάγνωστο καί φιμωμένο μόλις ἕνα οὐσιαστικό περιθώριο αὐτενέργειας καί αὐτοπροστασίας, τό πρόταγμα τῆς ἐλευθερίας (τῆς ἐλλογίας) καί τό “πῶς” τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἐλευθερογνωμία πού διαλέγεται καί διαλέγει, πού προτιμᾶ εἴτε ἀπορρίπτει.

Ἡσύγχρονη πρόοδος μέ τήν ἐπιστημονική “ἀπεραντωσύνη”της (κατά πῶς τήν φανταζόμαστε οἱ περισσότεροι)μᾶς παρέχει ἐργαλεῖα ἀπρόβλεπτης διαχείρισης τοῦ μικρόκοσμου καί τοῦ μακροκόσμου καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, (ὑποτίθεται) μέ “πληκτρολόγο” τή λογικότητά μας.

Καί ἐθιζόμαστε σ᾽ αὐτό τό ἦθος καί σέ τέτοιες προσδοκίες, καθώς ἤδη ζοῦμε τήν “ἐποχή τῆς πληροφορικῆς”, μέ γοργούς ρυθμούς εὐρυμαθίας πληροφοριῶν καί εἰδήσεων. Χαιρόμαστε ἤ μᾶλλον χανόμαστεστή “μετα-δια-φημιστική ἐποχή” τῆς ἠλεκτρονικῆς διάδοσης καί μετα-διάδοσης μορφῶν, στιγμιοτύπων, μηνυμάτων. Στήν ἐποχή τῆς ἐμμεσο-άμεσης εἰκονιστικῆς “δια-κοινωνίας”, τῆς ταχύτατης ἀπεικονιστικῆς διαμόρφωσης καί ἐπιμόρφωσης, ἄν θέλετε καί… παραμόρφωσης. Διαχειριζόμαστε ἤ μᾶλλον εἴμαστε “ἐπιχειριαζόμενοι” σέ πλῆθος “εἰκονιστικῶν” πληροφοριῶν καί μηνυμάτων καί ὁδηγιῶν. Κινούμεθα μεταξύ πληκτρολογίου καί ζωῆς. Μεταξύ ἀπεικονιστικῆς λογικῆς καί φυσικότητας. Μεταξύ “τεχνητῆς νοημοσύνης” καί λογικότητας.

Δέν γίνεται κανείς μας νά πεῖ “ὄχι”,ἀφοῦ στήν πράξη ἀπό παίδων γινόμαστεἀγοραστές τῆς μόδας ἑνός φαντασιακοῦ μετασυγχρονισμοῦ, ἐθελούσια ἀφομοιώσιμοι, ἄν μή τελείως ἀφομοιωμένοι. Μᾶς ἀπομένει ἀδιάγνωστο καί φιμωμένο μόλις ἕνα οὐσιαστικό περιθώριο αὐτενέργειας καί αὐτοπροστασίας, τό πρόταγμα τῆς ἐλευθερίας (τῆς ἐλλογίας) καί τό “πῶς” τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἐλευθερογνωμία πού διαλέγεται καί διαλέγει, πού προτιμᾶ εἴτε ἀπορρίπτει.

Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἔρχεται νά μᾶς ἀφυπνίσει ―ὅπου γῆς― “ἡ λειτουργία τῆς εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ”, ἡ εὐχαριστιακή χρήση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς κοινωνίας μας, ἡ χρήση τοῦ δια-κόσμου καί τοῦ ἠλεκτρονικοῦ μας πολιτισμοῦ κατ᾽ ἐνώπιον Θεοῦ. Ὁ φόβος μήπως ἐκπέσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπό τή λατρεία τοῦ ἀγαπῶντος ἡμᾶς Θεοῦ στή λατρεία μιᾶς αὐτειδωλικῆς καί νεο-ειδωλικῆς δουλείας. Ὁπότε ἀναζητοῦμε στήν Ἐκκλησία  ἐκεῖνο τό θεμελιῶδες καί ἀναφαίρετο τῆς κτιστῆς μας ἰδιοσυστασίας πού θεολογεῖται ὡς “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ”.

Ὅλος ὁ πολιτισμός μας (ὄχι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς οἰκείας αὐθαιρεσίας, ἀλλ᾽) ὡς κτιστό ἐνέργημα καί δυνατότητα παραγωγῆς εἶναι ἐπιδημιούργημα αὐτῆς τῆς ἰδιοσυστασίας. Μᾶς χαρίστηκε ἤ μᾶλλον συνεχῶς μᾶς χαρίζεται νά τό ξαναβροῦμε, ἀπό τήν ἀμέτρητη ἀπεραντωσύνη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Χριστοῦ μας. Δέν εἴμαστε πλῆκτρα μιᾶς εἰκονι(στι)κῆς δουλικότητας ἤ (ἀκόμη χειρότερα) δουλοπρέπειας,ἔναντι ὅσων θά ὑπερηφανεύονταν μέ ψευδαισθήσεις κερδοφόρου ἐπιχειριασμοῦ ἐπί τῆς ἀνθρωπότητος, εἴτε εἶναι τρομερά εὐφυέστεροι ἄνθρωποιεἴτε εἶναι συστήματα.

Εἴμαστε “εἰκόνες Εἰκόνος”, πλασμένοι ὥστε νά μποροῦμε νά εἰκονίζουμε τή φυσική Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά μποροῦμε νά ὁμοιάσουμε σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί βρίσκουμε τήν ἀνθρωπιά μας, ὅταν καί ὅσο καί ὅποτε ἀγαπᾶμε θυσιαστικά τούς ἄλλους· ὅταν καί ὅσο καί ὅποτε ξεπερνᾶμε τή σκοτεινιά τῆς ἐμπαθοῦς-αὐτερωτικῆς ζωῆς· ὅταν καί ὅσο καί ὅποτε ξανοιγόμαστε θεολατρευτικά στή σχέση ζωῆς καί κοινωνίας μέ τό Χριστό.

Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς διακήρυξε ὡς συνέπεια ἡ Ἐκκλησία τήν προηγούμενη Κυριακή: «Ὅλοι ἐμεῖς λοιπόν, χωρίς κάλυμμα στό πρόσωπο, κοιτάζουμε σάν σέ καθρέπτη τή λαμπρότητα τοῦ Κυρίου καί μεταμορφωνόμαστε σ᾽ αὐτήν τή λαμπρή εἰκόνα του· μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, πού εἶναι τό Πνεῦμα, βαδίζουμε ἀπό δόξα σέ δόξα» (Β΄ Κορ. 3:18).

Δέν χρειάζεται νά ἀπομακρυνθοῦμε πολύ παλαιότερα ἀπό τή δική μας ἐπικαιρότητα. Στά χρόνια τῆς δικῆς μας ἐπιβίωσης ἔζησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πού τό πρόσωπο τους ἔλαμπε ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικοῦσε πλουσίως στήν ὕπαρξή τους, στήν καρδιά τους (πόσα τέτοια περιστατικά εἰς δόξαν Θεοῦ διατρέχουν τό βίο π.χ. τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτουεἴτε τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη καί τῶν ἄλλων Ὁσίων πού ἁγιοκατατάχθηκαν στίς μέρες μας). Καί σήμερα συνέπεσε μαζί μέ τή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ θαυματουργοῦ νά ἑορτάζονται καί ὁ περισπούδαστος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος Πάπας Ρώμης καί συγγραφέας τῆς λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων πού τελεῖται τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καθώς καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος  ὁ ὁποῖος ἐκήρυττε ὅτι ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά ἐξαντλεῖται στήν ἁπλή τήρηση κανόνων, ἀλλά νά ἀγωνίζεται νά ἀποκτήσει τήν προσωπική ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Αὐτή τήν παρουσία τήν ζοῦσε ὁ ἴδιος μέ τήν μυστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Φωτός.

Καί μάλιστα, μέ τέτοια βεβαιότητα εἴτε ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἁγίους εἴτε καί “πιστοποιημένη” ἀπό ἄλλους αὐτόπτες, πῶς νά μήν ἀποθαυμάζουμε “τόν ἄφθαρτο πολιτισμό τῆς σωτηρίας καί τοῦ οὐρανοῦ” (ἄς τό ποῦμε ἔτσι ρητορικά), πού ἀφορᾶ τό δικό μας μετασχηματισμό: «Ὅπως τώρα εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν ἄνθρωπο πού πλάστηκε ἀπό γῆ, ἀργότερα θά μοιάσουμε μ᾽ ἐκεῖνον πού ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό» (Α΄ Κορ. 15:49). «Ἐμεῖς… εἴμαστε πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, ἀπ᾽ ὅπου καί περιμένουμε νά ἔρθει ὁ σωτήρας μας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός θά μεταμορφώσει τό φθαρτό μας σῶμα καί θά τό κάνει ὅμοιο μέ τό δικό Του ἔνδοξο σῶμα, μέ τή δύναμη καί τήν ἐξουσία πού ἔχει, νά ὑποτάξει στόν ἑαυτό Του τά πάντα» (Φιλ. 3:20-21).

 

Μεγαλειώδης θεολογική προσωπικότητα

 

Καί σ᾽ αὐτό μᾶς συγκαλεῖ σήμερα ἀνά τήν Οἰκουμένη ἡ Ὀρθοδοξία. Τιμοῦμε ἕνα μεγάλο Ἅγιο πού ἔζησε καί “προσείλκυσε” τήν ἀμετρία τοῦ ἀκτίστου ἐπί γῆς (ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ) καί “ἀνέβασε” τήν ἀγνωσία τῆς γῆς στόν οὐρανό. Ἔζησε ἡσυχαστικά τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας στίς ἀνθρωπολογικές/σωτηριολογικές του συνέπειες καί τό διεκήρυξε θεολογικά. Μέ μιάν ἀπερικλόνητη ἡσυχαστική ζωή ἀκόμη καί ἐν κόσμῳ, ἀσκήθηκε ἡσυχαστικά καί θεολόγησε ἡσυχαστικά γιά τόν Ἄκτιστο Τριαδικό Θεό καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του καί τά ἐνεργήματα τῆς Χάριτός Του στούς ἀνθρώπους. Ἔγινε ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιος τόν ζοῦσε καί τόν ἔνιωθε μέ ἁπλότητα καρδιᾶς καί ταπείνωση μαθητείας… ὅποιος ξαναθυμόταν μαζί του ὅ,τι θεολόγησε ἡ Ἐκκλησία τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀσκητῶν, τῶν πατέρων, τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων… αὐτός ἔβλεπε στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (1296-1359) ἔκτυπη καί ζῶσα καί λάμπουσα καί χαριτόδωρη τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ. “Θεμελιωτής τοῦ θεολογικοῦ ἡσυχασμοῦ”, ὑπῆρξε “ἡ μεγαλύτερη θεολογική προσωπικότητα τῆς ὑστεροβυζαντινῆς περιόδου”, ἡ ψυχή καί ἡ βασική θεολογοῦσα γλῶσσα τῶν ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰ. (βλ. Παν. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τ. Β΄, σ. 44-49).

Ἦταν τέλεια καταρτισμένος στή φιλοσοφία, εἶχε παιδιόθεν πρόσβαση στό Παλάτι τῆς Βασιλεύουσας ὅπως καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του, ἀπό ὀρφανός ἐκ πατρός προστατευόμενος τοῦ αὐτοκράτορα καί φίλος τοῦ μετέπειτα διαδόχου. Καί ὅμως· ὅπως καί ὅλη ἡ πατρική του οἰκογένεια, ἀφοσιώθηκε στήν ἀσκητική ἐρωτική ἐκζήτηση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἡσυχαστική ζωή στό Ἅγιον Ὄρος. Ὑπήκοος στή ζῶσα συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπικαλούμενος συνεχῶς τήν Παναγία μας μέ τή νηπτική δέηση «φώτισόν μου τό σκότος». Καλώντας διαρκῶς τό Θεό μέ τή νηπτική ἡσυχία καί τήν προσευχητική κραυγή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἐλέησόν με».

Καθαιρόμενος καί φωτιζόμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπέδωσε στήν Ἐκκλησία τή διδασκαλία του, πού εἶναι καί ἐπίσημη Πατερική καί Συνοδική διδασκαλία της, “μέ μεγάλη θεολογική δύναμη καί ἰσχυρή ἐκκλησιαστική συνείδηση” (ὅπ.π.).

Ἀναδείχθηκε μέγας καί οἰκουμενικός, ἀπλανέστατος καί ἀσφαλέστατος ὁδηγός τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μέχρι σήμερα, ἀφήνοντας παρακαταθήκη πέντε ὀγκώδεις τόμους συγγραμμάτων, μέ ὁμιλίες, διαλόγους, ἀντιρρητικές διδαχές, κεφαλαιώδεις ἐπισυνόψεις.Ὅπως θά ἔλεγε ἕνας σύγχρονος διδάχος τῆς πνευματικῆς ζωῆς: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγαλειώδης ὅταν πλησιάζει τόν Θεό μέ “καρδίαν βαθείαν”, γιατί ἐκεῖ εἶναι “ὁ τόπος τῆς πνευματικῆς προσευχῆς” καί γενικά τό “πεδίο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων”» (βλ. ἀρχιμ. Ζαχαρία, Ἡ ἀνεύρεση τῆς βαθείας καρδίας κατά τή Μεγ. Τεσσαρακοστή, Πεμπτουσία, ἐπετ. ἔκδ. 2018, σ. 52-59). Αὐτό ἔζησε παιδιόθεν ὁ Ἅγιός μας, χάρη στήν προσευχητική καί νηπτική “ἐργασία” τοῦ συγκλητικοῦ πατρός του Κωνσταντίνου καί τῆς μητρός του Καλῆς, μαζί μέ τίς ἀδελφές καί τούς ἀδελφούς του, ὅλους τετελειωμένους Μοναστές καί τιμωμένους Ἁγίους.

Καί αὐτό καλλιέργησε ἀποφασιστικά στό Ἅγιον Ὄρος καί τό ὑπερασπίστηκε διά μακρῶν στή Θεσσαλονίκη καί ἀκολούθως στήν Κωνσταντινούπολη, σέ μιά πολύ κρίσιμη ἱστορική φάση τῆς Αὐτοκρατορίας, καί τέλος ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Σημειωτέον μάλιστα ὅτι παντοῦ ἐνσυνειδήτως ἀσκοῦσε ρόλο εἰρηνοποιό στά πολιτικά καί κοινωνικά τραγικά δεδομένα τῶν χρόνων ἐκείνων, ὅπερ ἀποδεικνύει τό δυναμισμό καί τήν ἀκεραιότητα τοῦ χριστοφόρου ἤθους του.

Στά χρόνια πού αὐτός κυρίως χρειάστηκε νά ὑπερασπιστεῖ μέ τήν αὐτοπρόσωπη παρουσία του θεολογικά τόν ἡσυχασμό καί τή θεολογία περί ἀμεθέκτου ἀκτίστου οὐσίας καί μεθεκτῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας τῶν ἀντιπιπτόντων, ἀτυχῶς στή Βασιλεύουσα ἄρχισε νά μαίνεται ἐμφύλιος πόλεμος, πού ἁπλώθηκε καί στή Θεσσαλονίκη (1341-1347). Ἕνας πόλεμος πού κατέλυσε ὅσα ἀγαθά εἶχε ἐπιτύχει ἀπό τό 1330 ὁ μέγας δομέστιχος-ἀρχιστράτηγος (καί ἔπειτα συναυτοκράτορας ἐπ᾽ ὀλίγον) Ἰωάννης Καντακουζηνός. Ἀγαθά πού τελικά “ἔδυσαν” καί μέ τήν ἐμφύλια ἀποδυνάμωση καί μέ τίς παράλληλες κατακτητικές ἐπεκτάσεις τῶν Σέρβων στόν εὐρωπαϊκό χῶρο τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως καί τῶν Τούρκων νωρίτερα στό μικρασιατικό καί τόν εὐρωπαϊκό χῶρο τῆς Αὐτοκρατορίας.

Σ᾽ αὐτήν τήν περίοδο ὁ Γρηγόριος εἶχε νά ἀντιπαλαίσει μέ παρασκήνια καί ἴντριγκες στόν πολιτειακό καί τό θρησκευτικό χῶρο, μέ γενναῖες χρηματοδοτήσεις τῶν ἀντιπάλων τῆς ἀντορθοδόξου διδασκαλίας, μέ τετραετή ἀποκλεισμό-φυλάκισή του, μέ ἀνεπίσημες καί ἐπίσημες διελκυνστίνδες τῶν φορέων ἐξουσίας ἐναντίον του, ἀποφιμωτικές τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας του, πού εἶχε προδιακηρυχθεῖ μέ τόν Ἁγιορειτικό Τόμο τοῦ 1341 καί ἐπικυρωθεῖ ἐπί Συνόδου τό 1341. Ὅμως, ὁ Ἅγιος μέ τά κείμενά του πάλευε καί ἀνέτρεπε τό φιλοσοφημένο λογισμό καί τίς ρητορικές φληναφίες ἀνθρώπων πού ἀναβίωναν παλαιές πλάνες μέ νέο ἐπενδύτη καί ἀντιμάχονταν αὐτό πού ὅλη ἡ μακραίωνη διάρκεια τῶν Ἁγίων τῆς Π.Δ. καί τῆς Κ.Δ. καί τῆς Ἐκκλησίας ζοῦσαν ἐν ἀληθείᾳ: τή θεοπτία καί τή θεοκοινωνία καί τή θεομεθεξία ὡς μετοχή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

 

Ἀναψυχή ἐκ τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου

 

Θά ἀποθαυμάσει κυριολεκτικά κάθε ἐπιστήμων καί κάθε εὐλαβικός ἀναγνώστης τή θεοικονόμητη ἀκεραιότητα καί δύναμη τῆς θεολογίας του, τῆς ὑπομονῆς του, τῆς ἐκκλησιαστικότητός του, τῆς ἱστορικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας του. Μελετώντας ἔστω τό βίο του (βλ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐπιμ. καί εἰσαγωγικά Παν. Χρήστου, μέ ἐκδοτική συμμετοχή Π. Χρήστου, Γ. Μαντζαρίδη, Ν. Ματσούκα, Βασ. Ψευτογκᾶ, ἐκδ. “Κυρομάνος”, 1994β). Πολύ δέ περισσότερο ἐάν μαθητεύσει “στά ἐκπορευόμενα διά τῶν χειλέων καί τῆς γραφίδος του” πού ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα τή διαδοχή καί τήν ἀνάπτυξη καί τήν ἀνασύνοψη τῆς θεολογίας τῶν προγενέστερων ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἐνδεικτικά παραθέτουμε ἐλαχιστότατα, γιά νά διδαχθοῦμε καί νά ἀποθαυμάσουμε ἐν ὀλιγίστῳ τό θεοφώτιστο ἅπαν τῆς ἡσυχαστικῆς του θεολογίας, ὅπως τό παρουσιάζει ὡς ἀνωτέρω στά Εἰσαγωγικά ὁ μακαριστός Καθηγητής Χρήστου.

«Ἡ θέωσις δέν εἶναι μίμησις ἀλλά πρόσληψις τῆς θείας χάριτος, πρόσληψις αὐτοῦ τοῦ Πνεύματος κατά δύναμιν καί χάριν καί ἔλλαμψιν. Πρόσληψις “αὕτη ἐστίν ἡ θεουργός χάρις καί δύναμις, αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, οὐ κατ᾽ οὐσίαν τῷ βαπτιζομένῳ περιχεόμενον, ἀλλά κατά τήν ἐνοῦσαν ἐμφύτως τοῦ ἁγιασμοῦ χάριν περιφυόμενον”. Μόνον οὕτω δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι γινόμεθα θείας κοινωνοί φύσεως.

» Ὅλα τά ὄντα μετέχουν τῆς χάριτος, αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ἀλλ᾽ οὐχί κυρίως· μετέχουν ὡς ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς αὐτοῦ ἐνεργείας, καθ᾽ ὅν τρόπον πάντα τά τεχνητά κατ᾽ ἀμυδράν ἀπήχησιν μετέχουν τῆς διανοίας τοῦ τεχνίτου, καίτοι καθ᾽ ἑαυτά εἶναι ἄμοιρα οἱασδήποτε ἐνεργοῦ διανοίας. Ἀλλ᾽ οἱ ἅγιοι μετέχουν ένεργῶς· “οἱ δέ ἅγιοι προϋποκειμένην ἔχοντες τήν φύσιν τήν κτιστήν, ἐπ᾽ αὐτῇ προσκτῶνται τήν ὑπερφυᾶ καί θείαν μετοχήν” διά τῆς ἐνταθείσης προσληπτικῆς των δυνάμεως. Δέν μετέχουν δέ μόνον, ἀλλά καί μεταδίδουν οἱ ἅγιοι, δέν ζοῦν μόνον, ἀλλά καί ζωοποιοῦν» (παρουσίαση τοῦ ἔργου, Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως, ὅ.π., σ. 54).

«Ἡ ἐνέργεια διαφέρει τῆς οὐσίας κατά τό ὄτι εἶναι αἰτιατόν, ἐνῷ ἐκείνη εἶναι τό αἴτιον. Τό αἴτιον εἶναι ὑπερκείμενον, τό αἰτιατόν εἶναι ὑφειμένον· ἀλλά τοῦτο δέν διαταράσσει τήν ἐνότητα τοῦ Θεοῦ… Οἱ μετέχοντες τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μετέχουν ὅλου τοῦ Θεοῦ, διότι οὗτος μερίζεται μέν κατά τάς ἐνεργείας ἀλλά καί μετέχεται ὁλόκληρος· “οὕτως ὅλου τοῦ Θεοῦ μετέχουσιν οἱ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μετέχοντες, ἀλλ᾽ οὐχ ὅτι καί τῆς οὐσίας καθ᾽ αὐτήν αύτοῦ τῆς ἀμεθέκτου καί ἁπλῆς καί ἀμεροῦς μετέχομεν”» (παρουσίαση τοῦ ἔργου, Διάλεξις Ὀρθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, ὅ.π., σ. 58).

 

Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἐπίκαιρο δίδαγμα

 

Οἱ ταλαιπωρίες τοῦ βίου του ὑπέρ τῆς ἀκεραιότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας, οἱ ταλαιπωρίες του ἀπό τό διαταραγμένο κοινωνικό σκηνικό τῆς τότε Αὐτοκρατορίας, οἱ ταλαιπωρίες του ἀπό τούς πολεμίους τῆς ἀληθείας, μαζί μέ τήν ἡσυχαστική του θεολογία, ὅλα συνιστοῦν τήν δική μας ἀνθρώπινη θέαση τοῦ ἱερωτάτου καί καθαγιασμένου μεγαλείου τῆς ζωῆς του τῆς ἀναλωθείσης γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι καί ἐμεῖς λαμβάνουμε θάρρος νά μήν γογγύζουμε οὔτε νά ὑποκύπτουμε οὔτε νά δειλιάζουμε οὔτε νά ἀπελπιζόμεθα στίς ὁριακές ταλαιπωρίες τοῦ βίου, στίς ἀφόρητες τραγωδίες τῶν ἀδελφῶν μας, στίς διεθνεῖς ταλαιπωρίες τῶν συνανθρώπων μας ἀνά τήν γῆ.

Μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τίς εἰκόνες τόσων ματωμένων καί δοξασμένων ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ ἀνά τούς αἰῶνες, ἡ σημερινή Κυριακή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μᾶς θυμίζει ὅτι πρέπει νά πασχίσουμε νά συντηρήσουμε (μέ νήψη καί προσευχή, μετάνοια καί ἀγαθοεργίες) καί νά καθαρίσουμε τήν ἐν ἡμῖν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τήν λαμπρύνει, νά τήν φωτίσει καί νά μᾶς προσπορίσει τό μέγα ἔλεος νά παραμείνουμε αἰωνίως λαμπρές εἰκόνες τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ἐδῶ ἐπικαιροποιεῖται αἰωνικά καί ὁ θεάρεστος τοπικός ἑορτασμός τῆς Παναγίας τῆς Γουμένισσας, γιά τήν ἀνεύρεση καί τήν ἐπαναφορά τῆς θαυματοβρύτου εἰκόνος Της στόν τόπο Της, ἀνάμεσά μας.

Ἡ Παναγία μας, ἡ ἀνυμνηθεῖσα καί θεολογηθεῖσα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ…

Ἡ Παναγία μας ἡ ἀνυμνουμένη ἀπό τήν εὐχαριστιακή δοξολογία τόσων καί τόσων προσκυνητῶν καί τέκνων Της…

ἔστω σκέπη καί πάλι σκέπη σέ κάθε κινδυνεύοντα ἀδελφό μας καί στόν τόπο καί τήν πατρίδα μας, ἀλλά καί στήν οἰκουμένη πού “προσπαλαίει” δυστυχῶς νά μήν θυμίζει ”κτίση Θεοῦ” ἀλλά “ἀποδόμηση” μέ τίς ἐφορμήσεις τῆς κακίας…

 

Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά μᾶς ἐλεοῦν πάντοτε εἰς σωτηρίαν

†Ὁ Γουμενίσσης, Γεφύρας, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος

TOP NEWS