Η Προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στον Πάπα Φραγκίσκο

  • Δόγμα

Σᾶς ὑ­πο­δε­χό­μεθα μέ αἰ­σθή­ματα ἀ­δελ­φο­σύ­νης καί τιμῆς. Ὡς εὖ παρέστητε τόσον Ὑμεῖς, ὅσον καί τά μέλη τῆς Συ­νο­δίας Σας, στήν κα­θέ­δρα τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῶν Ἀ­θη­νῶν

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β΄

ΕΠΙ ΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙ ΤΟΥ ΑΓΙΩΤΑΤΟΥ

ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ κ. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ

Ἁ­γι­ώ­τατε,

Εἶ­ναι ἰ­δι­αι­τέ­ρως ση­μαν­τική γιά ἐμᾶς ἡ πα­ροῦσα ἡ­μέρα τῆς ἐπισκέψεως καί ὑ­πο­δο­χῆς Σας στήν Ἱ­ερά Ἀρ­χι­ε­πι­σκοπή Ἀ­θη­νῶν, κα­τό­πιν τῆς εὐ­γε­νοῦς προ­σκλή­σεως τήν ὁ­ποία Σᾶς ἀ­πηύ­θυνε ἡ ἔν­τι­μος Ἑλ­λη­νική Πο­λι­τεία διά τῆς Ἐ­ξο­χω­τά­της Προ­έ­δρου τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τίας κ. Αἰ­κα­τε­ρί­νης Σα­κελ­λα­ρο­πού­λου.

Σᾶς ὑ­πο­δε­χό­μεθα μέ αἰ­σθή­ματα ἀ­δελ­φο­σύ­νης καί τιμῆς. Ὡς εὖ παρέστητε τόσον Ὑμεῖς, ὅσον καί τά μέλη τῆς Συ­νο­δίας Σας, στήν κα­θέ­δρα τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῶν Ἀ­θη­νῶν, πλη­σίον τοῦ ἱ­ε­ροῦ βρά­χου τῆς Ἀ­κρο­πό­λεως, πλη­σίον τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ τό­που, ὅπου γιά πρώτη φορά στήν εὐ­ρω­πα­ϊκή ἱ­στο­ρία ὁ Ἀπό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν Παῦ­λος καί ἱ­δρυ­τής τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, ὁ­μί­λησε γιά τόν ἄ­γνω­στο Θεό, ὁ­μί­λησε γιά τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό: «δι­ερ­χό­με­νος γάρ καί ἀ­να­θε­ω­ρῶν τά σε­βά­σματα ὑ­μῶν εὗ­ρον καί βω­μόν ἐν ᾧ ἐ­πε­γέ­γρα­πτο, Ἀ­γνώ­στῳ Θεῷ, ὅν οὖν ἀ­γνο­οῦν­τες εὐ­σε­βεῖτε, τοῦ­τον ἐγώ κα­ταγ­γέλω ὑ­μῖν» (Πράξ. ιζ΄, 23).

Ἔχουμε τήν τιμή νά Σᾶς ὑποδεχόμεθα στήν Πα­τρίδα μας γιά δεύ­τερη φορά, ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἀ­κόμη νω­πές στήν μνήμη μας οἱ στι­γμές τῆς κοι­νῆς ἐ­πι­σκέ­ψεώς μας στήν νῆσο τῆς Λέ­σβου, μαζί μέ τόν πρῶτο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σίας μας, τόν Οἰ­κου­με­νικό Πα­τρι­άρχη κ. Βαρ­θο­λο­μαῖο, μέ σκοπό τήν παγ­κό­σμια ἀ­φύ­πνιση ἐνώπιον τῆς προ­κλήσεως τοῦ προ­σφυ­γι­κοῦ καί με­τα­να­στευ­τι­κοῦ προ­βλή­μα­τος.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα σέ μία ἰ­δι­αι­τέρως κρί­σιμη πε­ρί­οδο γιά τήν Πα­τρίδα μας, ἀλλά καί γιά ὁ­λό­κληρη τήν οἰ­κου­μένη.

Ἡ σο­βοῦσα παν­δη­μική κρίση ἄλ­λαξε καί συ­νε­χί­ζει νά ἀλ­λά­ζει τίς ζωές τῶν ἀν­θρώ­πων σέ ὁ­λό­κληρο τόν πλα­νήτη.

Ποι­κίλα προ­βλή­ματα ἐμ­φα­νί­σθη­καν στήν ἐ­πι­φά­νεια. Βία, ἀ­να­σφά­λεια, φό­βος, ἀ­πελ­πι­σία καί κυ­ρίως ἀ­πο­γο­ή­τευση κυ­ρί­ευ­σαν τίς καρ­διές τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως χρώ­μα­τος, θρη­σκείας, γλώσ­σης καί πο­λι­τι­σμοῦ.

Ἀ­πέ­ναντι στήν φθορά τοῦ θα­νά­του εἴ­μεθα ὅ­λοι ἴ­σοι. Ἡ ἀν­θρω­πο­λο­γία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πε­ρι­γρά­φει τήν φθαρ­τό­τητα τοῦ ἀν­θρώ­που, τό πρό­σκαι­ρον τῆς δη­μι­ουρ­γίας, ἐνῶ ταυ­τί­ζει τόν θά­νατο μέ τήν ἁ­μαρ­τία. Ὁ Χρι­στός μας, ἐ­λευ­θέ­ρωσε τό ἀν­θρώ­πινο γέ­νος ἀπό τήν φθορά τῆς ἁ­μαρ­τίας.

Ἀ­νέ­στησε τόν πε­πτω­κότα ἄν­θρωπο, με­τα­μόρ­φωσε τήν ζωή του καί «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ὡς Ἀρ­χη­γός τῆς ζωῆς καί τοῦ θα­νά­του προσέφερε τήν αἰ­ώ­νια καί ἀ­τε­λεύ­τητη ζωή.

Στόν Ἀ­πό­στολο Παῦλο φαί­νε­ται ξε­κά­θαρα ἡ ταύ­τιση θα­νά­του καί ἁ­μαρ­τίας. Φαί­νε­ται ὅ­μως καί ἡ πί­στη τοῦ Ἀπο­στό­λου στό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σεως, καθόσον ὑ­πο­γραμ­μί­ζεται ὅλως ἰδιαιτέρως ἡ ἐλ­πίδα καί ἡ νέα βι­οτή πού προσφέρει ὁ Ἀναστάς Ἰησοῦς.

Γι’ αὐτό καί εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται ὁ Ἀπόστολος τήν εἰ­ρή­νη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κα­ταρ­γεῖ τήν βία: «καί ἐλ­θών εὐ­ηγ­γε­λί­σατο εἰ­ρή­νην ὑμῖν τοῖς μα­κράν καί τοῖς ἐγ­γύς» (Ἐφεσ. β΄, 17). Εἰ­ρήνη πού τόσο πολύ ἔ­χει ἀνάγκη σή­μερα ὁ κό­σμος, γιατί μόνον ὁ Χρι­στός «κα­τα­παύει τόν κλύ­δωνα» (πρβλ. Ματθ. ιδ΄, 22-34), δι­ώ­χνει τόν φόβο, ἐ­νι­σχύει τήν ἀ­γάπη καί ἀ­νορ­θώ­νει τήν πί­στη μας.

Ἡ «ἐν εἰρήνῃ» συμ­πό­ρευση Ἐκ­κλη­σίας καί ἐ­πι­στή­μης βο­ή­θησε, συ­νέ­βαλε καί συμ­βάλ­λει τά μέ­γι­στα στήν ἀν­τι­με­τώ­πιση τῆς παν­δη­μίας.

Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ μαζί μέ τά ἐπι­στη­μο­νικά ἐ­πι­τεύ­γματα προ­στα­τεύ­ουν τό δῶρο τῆς ζωῆς, ἐ­νι­σχύ­ουν τήν πί­στη τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­πε­κτεί­νουν τήν εἰ­ρήνη ἀπό ἀ­το­μικό σέ κοι­νω­νικό γε­γο­νός.

Καί εἶ­ναι ἀ­νάγκη ὅ­λοι οἱ χρι­στι­α­νοί Ἡ­γέ­τες νά δώ­σουμε ἀπό κοι­νοῦ αὐτή τήν μαρ­τυ­ρία πού χρει­ά­ζε­ται τώρα ἡ οἰ­κου­μένη.

Πολύ σω­στά, ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης κ. Βαρ­θο­λο­μαῖος ἐ­πε­σή­μανε ὅτι ἐκ τῆς ἐν­σκη­ψά­σης παν­δη­μίας δέν ἀ­πει­λεῖ­ται ἡ πί­στη, ἀλλά ἡ ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἐ­μεῖς ἔ­χουμε χρέος νά ἀ­πο­σα­φη­νί­ζουμε αὐτή τήν οὐ­σι­α­στική δι­ά­κριση καί νά βο­η­θοῦμε τούς ἀν­θρώ­πους νά παύ­σουν νά φο­βοῦν­ται.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα στήν φι­λό­ξενη Ἑλ­λάδα μας, στήν χώρα πού γνω­ρί­ζει καλά τήν ἀ­ρετή καί συ­νάμα τήν ἀρ­χον­τιά τῆς φι­λο­ξε­νίας.

Ἄλ­λω­στε, πολ­λές Ἑλ­λη­νί­δες μητέρες πε­ρι­έ­θαλ­ψαν καί στίς ἡμέρες μας πολ­λούς πρό­σφυ­γες ἀδελ­φούς μας σέ ὁ­λό­κληρη τήν Ἑλ­λάδα.

Σέ αὐ­τές, ἡ χρι­στι­α­νική δι­δα­σκα­λία τῆς ἀ­γά­πης πέ­ρασε στήν ἐ­φαρ­μογή, στήν πράξη, ἔγινε βί­ωμα. Δέν ἔ­μεινε στά λό­για.

Αὐ­τές οἱ μητέρες συ­νε­χί­ζουν νά μᾶς δι­δά­σκουν μέ ὅ,τι ὀ­μορ­φό­τερο ἔ­χει καί μπο­ρεῖ νά δώ­σει ἡ ἀν­θρώ­πινη ψυχή. Μέ τήν φιλαλληλία, τήν ἀγάπη, τήν ἀποδοχή, τήν κατανόηση, τήν ἀνιδιοτέλεια.

Πρα­γμα­τικά, χαί­ρο­μαι γιά τήν εὐ­αι­σθη­σία σας στό προ­σφυ­γικό καί με­τα­να­στευ­τικό ζή­τημα. Ἀ­να­γνω­ρίζω τήν με­γάλη προ­σφορά σας στήν ἐν­σω­μά­τωση καί ὑ­πο­δοχή τό­σων προ­σφύ­γων κατά τά τε­λευ­ταῖα ἔτη.

Ὅμως αἰ­σθά­νο­μαι ταὐτοχρόνως τήν ἀ­νάγκη νά ἐ­πι­ση­μάνω μαζί μέ Σᾶς ὅτι ὀφεί­λουμε νά κρού­σουμε τόν κώ­δωνα τοῦ κιν­δύ­νου μπρο­στά στήν με­γάλη αὐτή πρό­κληση.

Ἐάν ἡ παγ­κό­σμια κοι­νό­τητα, οἱ ἡ­γέ­τες τῶν ἰ­σχυ­ρῶν κρα­τῶν, οἱ δι­ε­θνεῖς ὀρ­γα­νι­σμοί δέν λά­βουν τολ­μη­ρές ἀ­πο­φά­σεις, ἡ συ­νε­χῶς ἀ­πει­λού­μενη πα­ρου­σία τῶν ἀ­προ­στά­τευ­των προ­σφύ­γων  γυ­ναι­κῶν καί τῶν παι­διῶν θά συ­νε­χί­ζε­ται αὐ­ξα­νό­μενη παγ­κο­σμίως.

Τά αὐ­το­νό­ητα δι­και­ώ­ματα στήν παι­δεία, τήν θρη­σκευ­τική ἐ­λευ­θε­ρία, τήν ἰ­σό­τητα, θά συ­νε­χί­σουν νά ὑ­πο­σκά­πτον­ται.

Μαζί ὀ­φεί­λουμε νά κι­νη­το­ποι­ή­σουμε τούς βρά­χους, τά τείχη καί τήν ἀ­δι­αλ­λα­ξία τῶν ἰ­σχυ­ρῶν τῆς γῆς. Ἀρκετά πιά μέ τά ὄ­μορφα λό­για.

Οἱ συ­νάν­θρω­ποί μας στό Ἀφ­γα­νι­στάν δέν μπο­ροῦν νά ἀν­τέ­ξουν αὐ­τές τίς δο­κι­μα­σίες. Θά ἀ­ναγ­κα­σθοῦν νά φύ­γουν καί δυ­στυ­χῶς νά ἐρ­γα­λει­ο­ποι­η­θοῦν ἀπό Κράτη, ὅ­πως συ­στη­μα­τικά γίνεται ἀπό τήν γει­το­νική μας χώρα Τουρ­κία. Ἀναγκαζόμενοι νά βροῦν ἀ­σφα­λεῖς χώ­ρους, πιθανόν νά ὁ­δη­γη­θοῦν σέ συγ­κρού­σεις, πο­λι­τι­κές ἤ θρη­σκευ­τι­κές.

Χρέος μας λοι­πόν ἀποτελεῖ νά στα­μα­τή­σουμε τήν με­τα­να­στευ­τική ροή ἐν τῇ γε­νέ­σει της. Τώρα! Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος χρό­νος! Τό χρω­στᾶμε στά παι­διά μας καί στίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νεές. Ἄλ­λω­στε, τό προ­σφυ­γικό εἶ­ναι πε­ρί­πλοκο ζή­τημα.

Πέ­ραν τῶν οἰ­κο­νο­μι­κῶν, κοι­νω­νι­κῶν καί πο­λι­τι­κῶν ἀ­νι­σο­τή­των, ἐ­νέ­χει ἐ­πί­σης ὀν­το­λο­γι­κές προ­ε­κτά­σεις. Ἀ­πορ­ρέει ἀπό τήν ἀ­νι­σό­τητα πού βι­ώ­νε­ται, ὅ­ταν τό ἀ­νό­μοιο δέν βρί­σκε­ται ἐν­τός σχέ­σεως. Καί αὐτό, ὡς χριστιανούς καί θεολόγους, μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαιτέρως.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα σέ μία ἐ­ξί­σου κρί­σιμη στι­γμή γιά ὁλό­κληρη τήν οἰ­κου­μένη καί γιά τό μέλ­λον τῶν παι­διῶν μας.

Ἡ πρό­σφατη συμ­φω­νία γι­ά­ τήν μεί­ωση τῶν ρί­πων τοῦ ἄν­θρακα στήν Γλα­σκώβη ἀ­πο­γο­ή­τευσε τό με­γα­λύ­τερο μέ­ρος τῶν ἀν­θρώ­πων.

Στό πε­ρι­βάλ­λον ὅ­μως δέν χω­ροῦν συμ­βι­βα­σμοί.

Τό με­γάλο αὐτό δῶρο τοῦ Θεοῦ ἀ­πει­λεῖ­ται καί ἄν δέν ἀ­να­λά­βουμε τολ­μη­ρές πρω­το­βου­λίες, τό ζο­φερό μέλ­λον εἶ­ναι μπρο­στά μας.

Σᾶς καλῶ νά κα­τα­δι­κά­σουμε μαζί τήν μυ­ω­πική αὐτή πο­λι­τική τῶν ἡ­γε­τῶν-κρα­τῶν, ἰ­σχυ­ρῶν στήν πα­ρα­γωγή ἐνέρ­γειας.

Δέν ἀρ­κεῖ νά προ­βάλ­λε­ται μό­νον ὁ πλοῦ­τος, τό κέρ­δος καί οἱ εὔ­κο­λες λύ­σεις. Δέν ἀρ­κεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­οῦμε ρηχά ἐ­πι­χει­ρή­ματα γιά δῆ­θεν ἀ­παι­τού­μενο χρόνο προ­σαρ­μο­γῆς.

Τό ὀ­φεί­λουμε στά παι­διά μας. Μοι­ρα­ζό­μα­στε, ἄλ­λω­στε, τά ἴ­δια σχε­δόν ἡ­λι­κι­ακά χρό­νια καί γνω­ρί­ζουμε πολύ καλά τήν ἀ­γω­νία γιά τό αὔ­ριο.

Ζοῦμε καί ζή­σαμε τήν ζωή μας, ἔ­χον­τας ἀ­πο­λαύ­σει τίς ὀ­μορ­φιές τοῦ Θεοῦ στήν φύση καί στό πε­ρι­βάλ­λον. Τί γί­νε­ται ὅ­μως μέ τίς νεώτερες γενεές;

Εἶ­μαι βέ­βαιος πώς κρούω σέ ἀ­νοικ­τές θύ­ρες καί γι’ αὐτό σᾶς πα­ρα­καλῶ νά ἀ­να­λά­βουμε ἀπό κοι­νοῦ δρά­σεις πρός αὐτή τήν κα­τεύ­θυνση. Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῶν Ἀθηνῶν καί ὅ­λες της οἱ δο­μές θά εἶ­ναι στήν δι­ά­θεσή μας.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα, ἀκόμη, σέ μία χρο­νική συγ­κυ­ρία πού φαί­νε­ται ὅτι τά γε­γο­νότα ἔ­χουν ξε­πε­ρά­σει τούς χρι­στι­α­νούς Ἡ­γέ­τες.

Ὁ σύγ­χρο­νος πο­λι­τι­σμός με­τα­κι­νή­θηκε ἀπό τό νό­ημα πού πα­ρα­δο­σι­ακά ἔ­δινε ἡ θρη­σκεία. Στη­ρί­ζε­ται πλέον στό νό­ημα πού πα­ρά­γει μιά νέα, κατ’ οὐ­σία, θρη­σκευ­τι­κό­τητα: ἡ ψη­φι­ακή τε­χνο­λο­γία.

Ἡ κα­τάρ­γηση τῶν ὁρίων τοῦ χώ­ρου καί τοῦ χρό­νου, δη­μι­ουρ­γοῦν τήν ψευ­δαί­σθηση ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει οὔτε ὅ­ρια οὔτε πε­ρι­ο­ρι­σμούς.

Ὅτι ἔ­χει κα­τα­κτή­σει ἐπί γῆς τήν ἀ­θα­να­σία, πού ἐμεῖς με­τα­θέ­τουμε στά Ἔ­σχατα. Εἶ­ναι σχε­δόν μα­γε­μέ­νος ἀπό τήν δι­ευ­κό­λυνση καί τίς δυνατότητες πού τοῦ πα­ρέ­χει ἡ ψη­φι­ακή ἀ­νά­πτυξη, ὥ­στε νά μή συ­νει­δη­το­ποιεῖ τήν ἀ­νε­λευ­θε­ρία μέ τήν ὁποία, ἐν τέλει, τόν ὑπονομεύει.

Γι’ αὐτό, ὅλο καί πε­ρισ­σό­τερο ἀ­να­μέ­νει μέ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σία σχηματίζοντας ἀτελείωτες σειρές, τήν ἑ­πό­μενη θαυ­μα­τουρ­γική ἐ­φαρ­μογή της.

Φαίνεται, δυστυχῶς, ὅτι ἡ ἀ­πο­μά­γευση τοῦ κό­σμου, πού εὐ­αγ­γε­λί­σθηκε ὁ Δι­α­φω­τι­σμός, ἀπο­δει­κνύ­ε­ται μιά πλάνη.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα, ἐπί πλέον, σέ μία ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἱ­στο­ρική συγ­κυ­ρία γιά τήν Πα­τρίδα μας. Δι­α­κό­σια (200) ἔτη πα­ρῆλ­θαν ἀπό τῆς ἐ­θνικῆς μας πα­λιγ­γε­νε­σίας.

Ἀπό τούς ἀ­γῶ­νες καί τίς θυ­σίες τῶν ἡ­ρώων μας ἀ­πέ­ναντι στό σκο­τάδι πού ἤ­θελε νά ἐ­πι­βά­λει τότε ὁ ὀ­θω­μα­νι­κός ζυ­γός. Νί­κησε ὅ­μως τό φῶς, ἐ­πι­κρά­τησε ἡ πί­στη, ἑ­δραι­ώ­θη­καν οἱ θυ­σίες καί ἀ­να­δεί­χθηκε ἐκ νέου τό λί­κνο τῆς δη­μο­κρα­τίας.

Ἡ Ὑ­με­τέρα Ἁ­γι­ό­της, ὡς ὁ σε­μνός καί ταὐ­το­χρό­νως δυ­να­μι­κός Ἡ­γέ­της τῆς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σίας, θε­ω­ροῦμε ὅτι κατά τήν ἱ­στο­ρική αὐτή συγ­κυ­ρία δι­α­θέ­τετε τό θάρ­ρος καί τήν εἰ­λι­κρί­νεια νά ἐ­ξε­τά­σετε τίς ἀ­στο­χίες καί τίς πα­ρα­λεί­ψεις πα­τέ­ρων Σας, οἱ ὁ­ποῖοι δέν ἔ­στερ­ξαν στόν Ἀγῶνα τοῦ λαοῦ μας γιά ἐ­λευ­θε­ρία.

Δέν εἶ­ναι πρό­θε­σίς μου νά Σᾶς φέρω σέ δύ­σκολη θέση. Θε­ωρῶ ὅ­μως ὅτι με­ταξύ ὅ­σων θέ­λουν νά ὀ­νο­μά­ζον­ται καί νά εἶ­ναι ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί, ἡ κα­λύ­τερη γλῶσσα εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει ἡ εἰ­λι­κρί­νεια. Μα­κρυά καί πέρα ἀπό μᾶς ἡ κα­κῶς ἐν­νού­μενη δι­πλω­μα­τία καί οἱ δι­πλω­μα­τι­κές δι­ερ­γα­σίες.

Προ­σω­πικά, τρέφω με­γάλη ἐ­κτί­μηση καί ἀ­γάπη στό πρό­σωπό σας. Ἐξ ἀρχῆς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς σας πο­ρείας διακονεῖτε τόν ἄνθρωπο μι­μού­με­νος τόν Κύ­ριό μας, ὁ ὁποῖος: «οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι ἀλλά δι­α­κο­νῆ­σαι» (Μαρκ. ι΄, 45).

Γεν­νη­θή­κατε, με­γα­λώ­σατε καί δι­α­κο­νή­σατε σέ μιά χώρα πού γνώ­ρισε σκλη­ρές πε­ρι­πέ­τειες καί με­γά­λες ἀ­νι­σό­τη­τες, οἰ­κο­νο­μι­κές, τα­ξι­κές καί φυ­λε­τι­κές.

Ἐ­πι­λέ­ξατε, ὄχι τυ­χαῖα, νά λά­βετε τό ὄ­νομα τοῦ ἁ­γίου τῆς Ὑ­με­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σίας Φραγ­κί­σκου τῆς Ἀ­σί­ζης, γιά τόν ὁ­ποῖον προ­σφυῶς ἔ­χετε πεῖ ὅτι «ἔ­φερε στόν Χρι­στι­α­νι­σμό μιά ἰ­δέα φτώ­χειας ἐ­νάν­τια στήν πο­λυ­τέ­λεια, τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια, τή μα­ται­ο­δο­ξία τῶν πο­λι­τι­κῶν καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν δυ­νά­μεων τῆς ἐ­πο­χῆς».

Γι’ αὐτό καί ἔχω τήν βε­βαι­ό­τητα ὅτι ὡς ὁ ρηξικέλευθος Προκαθήμενος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας γνω­ρί­ζετε πώς νά ἀ­πο­τι­νά­ξετε τά βάρη τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, καί ἰ­δίως ὅσα ἀ­φο­ροῦν στά γε­γο­νότα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­θνε­γερ­σίας, πού δυ­στυ­χῶς ἔ­χουν πλη­γώ­σει τό πλή­ρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας.

Ὀ­φεί­λουμε στό αἷμα αὐ­τῶν τῶν ἡ­ρώων καί τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σεως τήν ἀ­πο­κα­τά­στασή τους ἀπό Σᾶς μέσα στό ἱ­στο­ρικό γί­γνε­σθαι.

Ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι ἀ­πο­λύτως τήν κρίση, τό πνευ­μα­τικό με­γα­λεῖο καί τήν με­γάλη ἐκ­κλη­σι­α­στική σας ἐμ­πει­ρία.

Σᾶς ὑποδεχόμεθα, τέλος, Ἁγιώτατε, ἀναγνωρίζοντας στό πρό­σωπό σας ἕ­να ἱ­κανό καί τα­πεινό ἐρ­γάτη τοῦ μη­νύ­μα­τος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου γιά τήν ἑνότητά μας στήν κοινή πίστη ἐν Χριστῷ. Ἡ κοινή πο­ρεία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χι­λι­ε­τία τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ἔ­χει νά μᾶς δι­δά­ξει πολλά.

Ἐπί πλέον, ἡ δέ­σμευση ἡ­μῶν τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων κατά τήν Ἁ­γία καί Με­γάλη Σύ­νοδο τῆς Κρή­της τό 2016, ὑπό τήν κα­θο­δή­γηση τῆς Μη­τρός Ἐκ­κλη­σίας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως, γιά τήν συ­νέ­χιση τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ δι­α­λό­γου ἀ­πο­τε­λεῖ συ­στα­τικό στοι­χεῖο τῆς ἀ­πο­στο­λῆς μας.

Ὀ­φεί­λουμε τήν ἐ­ξα­κο­λού­θηση τοῦ δι­α­λό­γου ἐν ἀ­λη­θείᾳ καί ἀ­γάπῃ, χω­ρίς συμ­βι­βα­σμούς καί μι­σαλ­λο­δο­ξίες «ἵνα μή ἐγ­κο­πήν τινα δῶ­μεν τῷ εὐ­αγ­γε­λίῳ τοῦ Χρι­στοῦ» (Α΄ Κορ. Θ΄, 12), ἔ­χον­τες ἀσφαλῶς τήν βε­βαι­ό­τητα ὅτι δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἀφήνουμε διῃρημένο τόν ἄρ­ρα­φο χι­τῶ­να τοῦ Κυρίου, ἀ­φοῦ, ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, «οὐ με­μέ­ρι­σται ὁ Χρι­στός» (Α΄ Κορ. α΄, 13).

Ἁγιώτατε,

Κατακλείοντας τίς παροῦσες ταπεινές σκέψεις μας, μέ ἀφορμή τήν ἔλευσή Σας κοντά μας, εὐ­χόμεθα ὁ­λο­ψύχως ὁ Πα­νά­γα­θος καί Δω­ρε­ο­δό­της Θεός νά Σᾶς χα­ρί­ζει ὑ­γεία ἀκλό­νητη, νά Σᾶς φω­τί­ζει στό με­γάλο ἔργο πού ἔ­χετε ἀ­να­λά­βει γιά τήν δι­α­κο­νία τῶν ἀν­θρώ­πων καί τήν ἑ­νό­τητα τῶν χρι­στι­α­νῶν καί νά Σᾶς ἐ­νι­σχύει στήν πο­ρεία σας, γιά τήν ἐ­πί­τευξη ὅ­λων τῶν ἀ­νω­τέρω.

Κα­λῶς ὁ­ρί­σατε!

TOP NEWS