Σμύρνη, από τη «χρυσή εποχή» στο 1922

  • Δόγμα

Η Σμύρνη το 1922

Του Σάκη Ιωαννίδη

Μάλλον δεν είναι πολύ γνωστό αλλά το κυνήγι ήταν από τις αγαπημένες ασχολίες των Σμυρνιών. Περίπου 30.000 επίσημες άδειες είχαν δοθεί σε Σμυρναίους κυνηγούς το έτος 1900 και έτσι, όπως λέει ο Σολομωνίδης, «φυσικό και επόμενο» ήταν η ίδρυση στη Σμύρνη της Λέσχης των Κυνηγών. Το κτίριο που στέγαζε το Club des Chasseurs ήταν ένα τριώροφο κτίσμα εκλεκτικιστικού ρυθμού, με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο και περίτεχνα κιγκλιδώματα στον περίβολο, στα μπαλκόνια και στη στέγη. Βρισκόταν στη γωνία που σχημάτιζε η προκυμαία με την οδό Γαλάζιο (Rue Galazzio) και θεωρούνταν ένα από τα κομψότερα κτίρια της Σμύρνης.

Η λεγόμενη «Υψηλή» Λέσχη έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Σμύρνης, όχι μόνο για την «προαγωγή του κυνηγιού και της σκοποβολής» αλλά και για την ίδια τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μπροστά από τη Λέσχη των Κυνηγών έγινε πριν από έναν αιώνα, στις 15 Μαΐου 1919, η τελετή υποδοχής του ελληνικού στρατού από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, όπως μας λένε οι ερευνητές Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου και Γιώργος Πουλημένος, συγγραφείς του δίτομου έργου «Η προκυμαία της Σμύρνης» των εκδόσεων Καπόν.

Εκεί, έξω από τη Λέσχη συγκεντρώθηκαν χιλιάδες Ελληνες της Σμύρνης για να πανηγυρίσουν το ιστορικό γεγονός.

Οπως έγραφε ο δημοσιογράφος Χρήστος Αγγελομάτης, στις 7.30 το πρωί το υπερωκεάνιο «Πατρίς» πλεύριζε την προκυμαία. «Ενας σαλπιγκτής, από τη γέφυρα του πλοιάρχου, εσάλπιζεν τον χαιρετισμόν προς την πόλιν και μετά πάροδον ολίγης ώρας οι στρατιώται ήρχισαν να αποβιβάζονται». Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος «φέρων τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του» ευλογούσε τους στρατιώτες. Η Λέσχη των Κυνηγών, στολισμένη, με ένα μεγάλο λάβαρο στον κήπο με την εικόνα του Ελευθέριου Βενιζέλου, πλαισιωμένο με βάγια, υποδεχόταν τους Ελληνες εύζωνες.

Το λάθος

Ολα αυτά όμως συνέβησαν από λάθος. «Η απόβαση έγινε σε δύο σημεία», σχολιάζει ο Γιώργος Πουλημένος, «στην Πούντα, στο βόρειο μέρος της προκυμαίας και μπροστά από τη Λέσχη που ήταν στο κέντρο. Στην Πούντα έδεναν τα μεγάλα πλοία και ο στρατός κατέβηκε από εκεί κανονικά, ενώ στη Λέσχη έβαλαν μαούνες ανάμεσα στα πλοία και στην προκυμαία επειδή τα νερά ήταν ρηχά και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Οι εύζωνες πηδούσαν από τα πλοία στις μαούνες και περνούσαν στην προκυμαία».

Στην πραγματικότητα, συμπληρώνει ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος όρισε τους όρους της απόβασης. «Ηταν μια μεγάλη γιορτή για τη Σμύρνη, η μέρα απέκτησε ένα συμβολικό νόημα από τη στιγμή που δημιουργήθηκε ένα τελετουργικό», μας λέει, αν και οι στρατιωτικοί αλλιώς σχεδίαζαν την απόβασή τους. Ο στρατός μπήκε στα πλοία από το λιμάνι των Ελευθερών στην Καβάλα και με μια ενδιάμεση στάση στη Μυτιλήνη θα αποβιβαζόταν στην Πούντα και νοτιότερα στην περιοχή, γνωστή και ως Καραντίνα. «Ετσι θα περικύκλωναν τους στρατώνες που ήταν ανάμεσα στα δύο σημεία, αλλά μάλλον έγινε κάποια λάθος συνεννόηση με τις μαούνες που θα τους οδηγούσαν στα σημεία της απόβασης», σημειώνει ο κ. Πουλημένος.

Το λάθος όμως αποδείχθηκε μοιραίο. Το εορταστικό κλίμα της απόβασης στιγματίστηκε από τα γνωστά επεισόδια που σημειώθηκαν όταν αποβιβάστηκε το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και πέρασε σε σχηματισμό μπροστά από το Κονάκι και τους τουρκικούς στρατώνες. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί και δύο εύζωνοι έπεσαν κάτω χτυπημένοι. Ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Τζαβέλας έδωσε τότε διαταγή να αντιμετωπιστεί η εχθρική ενέδρα αποφασιστικά και οι Ελληνες στρατιώτες άρχισαν να απαντούν στα εχθρικά πυρά. Ο απολογισμός ήταν να βρουν τον θάνατο 300-400 Τούρκοι και περίπου 100 Ελληνες (Ιακωβος Μιχαηλίδης, «Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. Παπαδόπουλος).

Η ελληνική διοίκηση

Η φημισμένη προκυμαία της Σμύρνης, το λεγόμενο «Και» (Quai), αξιοποιήθηκε από την ελληνική διοίκηση της πόλης από το 1919 και για τα επόμενα τρία χρόνια. Το μέγαρο της Λέσχης των Κυνηγών, από τα λίγα κτίρια που διέθεταν ιδιωτική εγκατάσταση ηλεκτρικού ρεύματος, δωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση από τον ιδιοκτήτη του, τον επιχειρηματία Κίμωνα Πανταζόπουλο για τη στέγαση στρατιωτικών υπηρεσιών. Η κατοικία του Πανταζόπουλου παραχωρήθηκε επίσης στον εκάστοτε Ελληνα αρχιστράτηγο της εκστρατείας.

«Στην προκυμαία ήταν και το σπίτι του Υπατου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος για να μη φανεί ότι ευνοείται από τις καταστάσεις θέλησε να πληρώσει ενοίκιο για να μείνει στο σπίτι. Το ίδιο έκαναν και οι αρχιστράτηγοι που έμειναν στην οικία Πανταζόπουλου», μας λέει ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου.

Στην προκυμαία εγκαταστάθηκαν επίσης οι οικονομικές υπηρεσίες της Υπατης Αρμοστείας, ενώ ένα ξενοδοχείο στέγασε το στρατιωτικό ταχυδρομείο. Από το λιμάνι της Πούντας συνεχίστηκε η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων που κατευθύνονταν προς το μικρασιατικό μέτωπο μέσα από τη λεγόμενη «Ζώνη της Συνθήκης των Σεβρών».

Η εικόνα της προκυμαίας δεν αλλάζει θεαματικά επί της ελληνικής διοίκησης. Οι αλλαγές είναι μικρές και γίνονται κυρίως σε επιχειρηματικό επίπεδο. «Τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει μια προσπάθεια να ευνοηθεί το τουρκικό στοιχείο λόγω της τουρκικής διοίκησης της πόλης. Πολλοί Ελληνες πιέστηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και είχαν αναγκαστεί να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους. Μετά το 1919 επιστρέφουν ξανά», σημειώνει ο κ. Χατζηκωνσταντίνου.

Καφενείον «Κουντουριώτης»

Τα ονόματα που δίνουν οι επιχειρηματίες στα καταστήματά τους υποδηλώνουν την πολιτική αλλαγή στη διοίκηση της Σμύρνης. «Κουντουριώτης», «Βενιζέλος», «Νέα Ελλάς» είναι μερικά από τα ονόματα που παίρνουν τα ελληνικά καφενεία. «Υπήρχαν και παλιότερα ονομασίες γεωγραφικού χαρακτήρα, όπως “Μακεδονία”, αλλά όχι με πολιτικό περιεχόμενο. Τώρα οι άνθρωποι δεν φοβούνται ότι αυτό θα σημάνει μια εχθρική κίνηση από την πλευρά τους», τονίζει ο κ. Πουλημένος.

Γενικότερα, η Σμύρνη έκανε μια προσπάθεια να επιστρέψει στους ρυθμούς της ζωής πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά, σύμφωνα με τους συγγραφείς, δεν θα φτάσει ποτέ εκεί. Θα περάσει 40 δύσκολους και ιδιαίτερους μήνες που θα κορυφωθούν με την είσοδο των κεμαλικών δυνάμεων στη Σμύρνη το 1922 και την ανθρωπιστική κρίση που εκτυλίχθηκε και πάλι στο ίδιο σημείο, πάνω στην προκυμαία. Από τη φωτιά της Σμύρνης δεν γλίτωσε ούτε η Λέσχη των Κυνηγών που κάηκε ολοσχερώς.

Ταξίδι σε μια πόλη ζωντανή και κοσμοπολίτικη

Από τη στιγμή της δημιουργίας της, η προκυμαία επέδρασε καταλυτικά στην ανάπτυξη και την εικόνα της Σμύρνης. «Ηταν η ευρωπαϊκή βιτρίνα μιας κατά τ’ άλλα οθωμανικής πόλης», όπως μας λέει ο Γιώργος Πουλημένος.

Πώς όμως μπορεί κανείς να αποτυπώσει την προκυμαία της Σμύρνης δεκαετίες μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1922; Η σημερινή εικόνα της προκυμαίας δεν μοιάζει σε τίποτα με το Και που βλέπουμε σε καρτ ποστάλ ή σε ασπρόμαυρα φιλμ της εποχής. Το έργο που ανέλαβαν οι δύο συγγραφείς, οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από τη Μικρά Ασία, ήταν πραγματικά τιτάνιο και απαιτούσε μεγάλη και βαθιά έρευνα σε έναν απίστευτο όγκο αρχείων και φωτογραφιών.

Οι στόχοι που έβαλαν και πέτυχαν μέσα από την έκδοση του δίτομου, βραβευμένου πλέον, έργου τους ήταν τέσσερις: η υπό κλίμακα σχεδιαστική αποτύπωση των προσόψεων όλων των κτιρίων που βρίσκονταν πάνω στα 3 χιλιόμετρα της προκυμαίας με σκοπό την απόδοση της αρχιτεκτονικής τους, τη διαίρεση της προκυμαίας σε τρεις μεγάλες ενότητες: οικιστική, κοσμική, εμπορική – διοικητική με πληροφορίες για το κάθε κτίριο (χρήσης, ιδιοκτησία, γεγονότα), η μελέτη του καθαρά τεχνικού έργου κατασκευής της προκυμαίας και των αλλαγών που έφερε στην πόλη η δημιουργία ενός μεγάλου λιμανιού και τέλος η κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της περιόδου.

«Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τη Σμύρνη πριν από την κατασκευή της προκυμαίας», λέει ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου.
Ετσι, οι αναγνώστες θα μάθουν για τις μεγάλες αντιδράσεις που είχε το έργο πριν από την κατασκευή του, για τη λειτουργία του Και ως δημόσιου χώρου της πόλης, για τον ιδιαίτερο συμβολισμό που απέκτησε κατά την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων αλλά και τη μετατροπή του σε μια «ανοιχτή φυλακή χιλιάδων ψυχών» τον Σεπτέμβριο του 1922 και έναν τόπο εγκλωβισμού των προσφύγων που είχαν από τη μια μεριά τη φωτιά, από την άλλη τη θάλασσα αλλά χωρίς μέσα διαφυγής. Επίσης, καταγράφεται η ιστορία της προκυμαίας στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, η μεταμόρφωσή της μέσω της αντιπαροχής και της ανέγερσης πολυώροφων πολυκατοικιών και η διάσωση ελάχιστων κτιρίων (συνολικά 14) που διατηρούν τις όψεις που είχαν πριν από το 1922.

Ταξίδι στο παρελθόν

Στο δίτομο έργο, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει με τα μάτια του πάνω από 200 μικρά και μεγάλα κτίρια της θρυλικής προκυμαίας και να ταξιδέψει σε μια κοσμοπολίτικη και ζωντανή πόλη με κινηματογράφους, θέατρα, καφενεία, κέντρα διασκέδασης, τράπεζες, ξενοδοχεία, όπου πολλές και διαφορετικές εθνότητες (Ελληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, Αμερικανοί, Γάλλοι, Βρετανοί κ.ά.) ζούσαν αρμονικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, στο οικιστικό τμήμα της προκυμαίας θα δει την τυπολογία του «σμυρναίικου σπιτιού», τις οικίες της οικογένειας Σεφεριάδη, τα προξενεία της πόλης, τα διάσημα καφενεία, όπως τα «Λουτρά της Εδέμ», το παλιό γήπεδο του Πανιωνίου, το Βελοδρόμιο ή το καφενείο του Γεωργαλέξη που εμφανιζόταν η διάσημη κομπανία του Κώστα Μασσέλου ή Νούρου αλλά και την Οικία Αθανασούλα, του «βασιλιά» του σιγαρόχαρτου, που μένει απαράλλαχτη μέχρι και σήμερα.

Στο εμπορικό – διοικητικό τμήμα οι αναγνώστες θα δουν τον εμπορικό τρόπο οργάνωσης της προκυμαίας που καταλάμβανε τα 1.200 μέτρα από το μήκος της. Το εμπορικό λιμάνι, όπου στεγάστηκαν κτίρια που εξυπηρετούσαν τη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών (τράπεζες, ναυτιλιακά πρακτορεία, λαϊκά ξενοδοχεία, εστιατόρια, κρατικές υπηρεσίες) με το γνωστό Πασαπόρτι όπου γινόταν ο έλεγχος διαβατηρίων, τις αποθήκες, τα χάνια και το τελωνείο που σήμερα έχει μετατραπεί σε χώρο αναψυχής και τα κτίρια της τοπικής διοίκησης.

«Εχουμε ανασύρει από τη λήθη πλήθος προσώπων, ονομάτων, οικογενειών, επιχειρήσεων, επιχειρηματιών που θεωρώ ότι μέχρι τώρα δεν τα γνωρίζαμε και δεν είχαμε εκτιμήσει τον ρόλο τους μέσα σε αυτή την πόλη», σημειώνει ο κ. Πουλημένος. Για τη σχεδιαστική απεικόνιση κάθε κτιρίου οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεκάδες φωτογραφίες και ανέσυραν πάμπολλα αρχεία, πολλά από τα οποία ήταν άγνωστα.

Με τα χρόνια «εκπαιδεύτηκαν» και οι ίδιοι να «διαβάζουν» τις πολλές και διαφορετικές πληροφορίες βλέποντας μόνο μια εικόνα και γι’ αυτό τους ενοχλεί όταν βλέπουν το έργο τους να αναπαράγεται με διάφορους τρόπους χωρίς την άδειά τους. Η έρευνά τους, πάντως, δεν έχει σταματήσει και συνεχίζουν να συγκεντρώνουν υλικό το οποίο κάποια στιγμή θα βρει τον τρόπο να βγει στο φως. Το βιβλίο τους έχει γίνει ήδη σημείο αναφοράς μελετητών της περιοχής, ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων παρόλο που δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά.

Η περίοδος 1871-1914

Ενα αναπάντεχο όσο και συγκινητικό εύρημα της μελέτης τους δεν αφορά τόσο τα ίδια τα κτίρια της προκυμαίας όσο τη θύμησή τους. Η «χρυσή εποχή» της Σμύρνης, όπως παρουσιάστηκε μέσα από τις αναμνήσεις των προσφύγων πολλά χρόνια μετά την καταστροφή του 1922, τα ονόματα των διαφόρων ξενοδοχείων, καφενείων, προσώπων ή γεγονότων της πόλης πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην περίοδο 1919-22 αλλά ανήκουν σε προηγούμενα χρόνια. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτά αναφέρονται στην πραγματικότητα στο τέλος της περίφημης Μπελ Επόκ (1871-1914), στο τέλος της ειρηνικής και αισιόδοξης εποχής της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Οπως φαίνεται, το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 ήταν τόσο μεγάλο που η ανάγκη για την επιστροφή, έστω και ως ανάμνηση, σε καλύτερα χρόνια ήταν κάτι σαν ένας μηχανισμός ενστικτώδους αντίδρασης. «Από την πλευρά μας», σημειώνουν οι συγγραφείς, «ως ελάχιστο φόρο τιμής στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και στον αγώνα τους να απλώσουν ρίζες στη νέα γη, κρατώντας παράλληλα ζωντανή τη μνήμη των τόπων καταγωγής τους, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την παράδοση».

Τιρλάλας εναντίον Λαζαρή, το φονικό στον «Νέο Κόσμο» και η βεντέτα

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τα γεγονότα του 1922, που σημάδεψαν το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας με την καταστροφή της Σμύρνης και με τη φωτιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της πόλης και σχεδόν τη μισή προκυμαία. Συμπληρώνονται επίσης 10 χρόνια από τη στιγμή που οι δύο ερευνητές άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με την ιστορία του Και και τέσσερα από την έκδοση του δίτομου βιβλίου.
Εκτός από την πλούσια καταγραφή των κτιρίων και των πληροφοριών που τα συνοδεύουν, ο αναγνώστης θα βρει και ανέκδοτες ιστορίες που «σημάδεψαν» με διάφορους τρόπους αυτά τα κτίρια. Μία από αυτές είναι και μια βεντέτα που απασχόλησε τη Σμύρνη και τα καφενεία της.

Η βεντέτα ξεκίνησε στο καφενείο «Νέος Κόσμος» της προκυμαίας, που διαχειρίζονταν οι αδελφοί Μιμήκος και Νίκος Λαζαρής από τη γειτονιά του Φασουλά, γνωστοί «νταήδες» της Σμύρνης. Ο Νίκος Λαζαρής είχε σκοτώσει κάποτε έναν Τούρκο και είχε διαφύγει στη Ρωσία, απ’ όπου επέστρεψε το 1906. Στο καφενείο «Κρυστάλ» μάλωσε με τον Στέλιο Τιρλάλα, έναν 30χρονο «νταή» από το Κερατοχώρι. Πάνω στον καβγά ο Τιρλάλας σκότωσε τον Λαζαρή.

Ο Τιρλάλας δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε καθώς αποδείχτηκε ότι βρισκόταν σε άμυνα. Ο Ελληνας πρόξενος της Σμύρνης τον συμβούλευσε να μην περνάει από τη γειτονιά του θύματος για να ηρεμήσουν τα πράγματα. Δύο χρόνια μετά το φονικό, όμως, τα αίματα άναψαν πάλι. Κανείς δεν ξέρει ποιος ξεκίνησε τον νέο καβγά, αλλά ο μοιραίος διάλογος του Τιρλάλα και του Μιμήκου Λαζαρή έφτασε στις εφημερίδες της εποχής.

Τιρλάλας: «Τι με βλέπεις;».
Λαζαρής: «Βλέπω ότι εχάλασε η όψις σου».

Μια λάθος ματιά, λοιπόν, και η ειρωνική απάντηση του Λαζαρή έκανε τους δύο άνδρες να τραβήξουν πιστόλι και ακούστηκαν, όπως διαβάζουμε, έξι ή επτά πυροβολισμοί. Η πρώτη σφαίρα βρήκε τον Τιρλάλα στο στομάχι και έπεσε κάτω. Ο Λαζαρής, θολωμένος, όρμησε πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι με τη λαβή του όπλου του. Λίγο αργότερα συνελήφθη και ομολόγησε την πράξη του.

Ο Τιρλάλας μεταφέρθηκε στο σπίτι του και παρά τις προσπάθειες των γιατρών κατέληξε τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας. Η κηδεία του Τιρλάλα ήταν πάνδημη διότι ο νεαρός ήταν πολύ αγαπητός στον τόπο του και μετά οι φίλοι του μοιράστηκαν τα υπάρχοντά του ως ενθύμια και γούρια: τα πιστόλια, τις «κάμες» (δίκοπα μαχαίρια), τις «κρεβάντες» (γραβάτες), τα μαντίλια, το μαλαματένιο ρολόι του, το κομπολόι του, την ασημένια ταμπακιέρα κ.ά.
Ο φόνος του Τιρλάλα δημιούργησε μεγάλη έχθρα μεταξύ των Κερατοχωριτών και των Φασουλιωτών, με αποτέλεσμα ο κύκλος του αίματος να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Ο ιδιοκτήτης του «Νέου Κόσμου» αναγκάστηκε να αλλάξει θέση και να μεταφέρει το καφενείο του σε άλλη γειτονιά υπό τον φόβο νέων επεισοδίων. Αμέσως μετά τη θέση του στην προκυμαία κατέλαβε το «Τουρκικό θέατρο» με παραστάσεις παντομίμας και Καραγκιόζη. Στη διάσημη προκυμαία, καμία θέση δεν έμενε κενή για πολύ καιρό.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/

TOP NEWS